Ο έρωτας του Ντίνου Χριστιανόπουλου δε σμίγει, εκφράζει θέματα λαχτάρας, ανεκπλήρωτου έρωτα, εσωτερικής σύγκρουσης και δυσκολίας να ξεπεράσεις μια βαθιά συναισθηματική σύνδεση.
Το ποίημα είναι δομημένο ως μονόλογος, με τον Χριστιανόπουλο να συνομιλεί με την καρδιά του, την οποία προσωποποιεί ως έχουσα τη δική της φωνή και θέληση. Ο τόνος μεταβάλλεται μεταξύ μιας παραινετικής μελαγχολίας και μιας ικετευτικής απελπισίας, αντανακλώντας την εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο ποιητής.
Χριστιανόπουλος: «Βγάλτε τα ποιήματά μου από τα σχολικά βιβλία! Είναι ανήθικα!»
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Επέτειος, Ἀνυπεράσπιστος καημός
«Βουνὸ μὲ βουνὸ δὲ σμίγει», λένε στὸ στρατό,
«ἄνθρωπος μὲ ἄνθρωπο σμίγει»
ὅμως περάσαν τρία χρόνια κι ἀκόμα νὰ σμίξουμε
καὶ Κύριος οἶδε τί θὰ γίνει τώρα ποὺ μπαίνουμε στόν τέταρτο.
Ἐν τῷ μεταξύ, κάθε μέρα ἔχω μαλώματα μὲ τὴν καρδιά μου.
«Καρδιά μου», τῆς λέω, «κάνε κι ἐσύ μιὰ ὑποχώρηση
ὑπάρχει τόση ὁμορφιὰ σ’ αυτὸ τὸν κόσμο,
ὑπάρχουν τόσα σαββατόβραδα γιὰ γλέντι,
ἐπιτέλους δὲ χάθηκαν οἱ εὐκαιρίες γιὰ προσήλωση».
«Δὲν ξἐρεις τί ζητᾶς», μοῦ ἀποκρίνεται,
«σὲ χάλασαν οἱ τόσες διαψεύσεις,
σ’ ἔκανε εὔκολο ἡ ἀπελπισία,
ἔπαψες νὰ πιστεύεις πιὰ στὸν ἔρωτα: σὲ κλαίω».
Δὲν ξέρω τί τῆς ἔκανες αὐτῆς τῆς καρδιᾶς
καὶ ξημεροβραδιάζεται μὲ τ’ ὄνομά σου
ὅμως ἐγὼ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος,
ἡ σάρκα μου πεινάει, θέλει νὰ φάει,
τὸ αἷμα μου κρυώνει, θέλει νὰ ζεσταθεῖ.
Νὰ φύγεις ἀπ’ τὴ μνήμη μου καὶ τὴν καρδιά μου.
Αλμπέρ Καμύ: «Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας»