«Το Νούμερο 31328» Ηλίας Βενέζης

Ο Ηλίας Βενέζης και «Το Νούμερο 31328» σε ένα απόσπασμα, που αναζητά λίγη ζωή ακόμη

«Το Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα διηγήματα, μεταφέροντας βιωματικά τις συνθήκες  του ΕλληνοΤουρκικού πολέμου.

Ο Ηλίας Βενέζης σε αυτό το έργο προσδίδει ιδιαίτερα πηγαία χρώματα, χωρίς βέβαια να έχει τη λογοτεχνική εμπειρία που διακρίνεται στα μετέπειτα έργα του. Κάτι που είναι σχεδόν άγνωστο και αναφέρθηκε από τον Ήρκο Αποστολίδη είναι πως στην πρώτη έκδοση του Βιβλίου «Το Νούμερο 31328» περιείχε πληροφορίες που κατόπιν αφαιρέθηκαν, ώστε το έργο εκφράσει το «εθνικά ορθό».

Στο κεφάλαιο αυτό υπήρχαν ιδιαίτερα σκληρές περιγραφές σχετικά με βίαιες πράξεις των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων στρατιωτών και πολιτών, όμως ο Ηλίας Βενέζης στις μετέπειτα εκδόσεις επέλεξε να τις αφαιρέσει, ώστε να μην αντιμετωπίσει εμπόδια στην λογοτεχνική του καριέρα. Η αφαίρεση αυτών των πληροφοριών αν και ιδιαίτερα χρήσιμες δεν αλλάζουν το νόημα και τον χαρακτήρα του βιβλίου, πόσο μάλλον τα βιώματα του συγγραφέα.

Τα ποιήματα που μας ταξίδεψαν στα μυστήρια της Θάλασσας

«Το Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη

Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ’ ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή αποθήκη.
Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ’ τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ’ το παιδάκι που κλαίει. Θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.
Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη – κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαράζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ’ το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ’ το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσεις είναι αδύνατο πια να σαλέψεις χωρίς να δαγκάνεις, να βγει αίμα απ’ τον πόνο. Πεινούσαμε.
– Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;… με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρει κουράγιο από μένα.
Κ’ εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
– Θα βαστάξουμε, Αργύρη.
– Ελπίζεις;…
– Ελπίζω.
Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνει φουσκαλίδες. Ένα δυο απ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ’ εγώ, σώπα.

Ρένος Αποστολίδης: «υπάρχουν παντού οι άξιοι…οι άνθρωποι – και να τους βρήτε, να τους βρούμε»

Φωτογραφία εξωφύλλου

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr