Καθώς ο Ρίτσος συλλογίζεται την αινιγματική φύση των γυναικών, η αντιληπτή απόστασή τους καλύπτεται από τις οικείες μυρωδιές της νύχτας και τις πεζές τελετουργίες της καθημερινής ζωής.
Ο Ρίτσος, μετρ της αποτύπωσης της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ψυχής, προσκαλεί τους αναγνώστες στους οικείους χώρους της ύπαρξης, εξερευνώντας τις λεπτές δυναμικές που διαμορφώνουν τις σχέσεις μας με τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους.
Μέσα στους στίχους των “Γυναικών”, ο Ρίτσος ζωγραφίζει ένα βαθύ πορτρέτο της γυναικείας εμπειρίας, εμβαθύνοντας στις τρυφερές αποχρώσεις της αγάπης, της θυσίας και των σιωπηλών μαχών που διεξάγονται στις ήσυχες γωνιές της νοικοκυροσύνης. Το επιλεγμένο ποίημα συμπυκνώνει την ουσία της ποιητικής δεινότητας του Ρίτσου – ένας λεπτός χορός ανάμεσα στο καθημερινό και το εξαιρετικό, το ορατό και το αόρατο.
Ο Ρίτσος συνυφαίνει αριστοτεχνικά το οικιακό με το ιστορικό, καθώς οι εικόνες του ποιήματος επεκτείνονται πέρα από την κουζίνα και αγκαλιάζουν μια συλλογική μνήμη απώλειας και θυσίας. Η πλάτη της γυναίκας γίνεται ένα οδυνηρό τοπίο, φορτωμένο με το βάρος των προγονικών θλίψεων, μεταφέροντας τους νεκρούς της φυλής, τόσο τους δικούς της όσο και του παρατηρητή. Τα βήματα που τρίζουν και τα πιάτα που κλαίνε απηχούν μια σιωπηλή ελεγεία για τις θυσίες που έγιναν, ενώ ο μακρινός ήχος ενός τρένου λειτουργεί ως στοιχειωτική υπενθύμιση του φόρου που επιβάλλει το πέρασμα του χρόνου και η αδυσώπητη πορεία της ιστορίας.
Γιάννης Ρίτσος, Γυναίκες: Ποιήματα,τόμος Β’ (1961)
Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ’ την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ’ ανάψω εγώ τη λάμπα».
Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς –
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.
Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τρένο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.
Γιάννης Ρίτσος: «Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει ἡ ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω…»