Διαβάζοντας την «Επιστολή σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ» της Οριάνα Φαλάτσι είναι σαν να στέκεσαι στο χείλος ενός βαθύτατου εσωτερικού διαλόγου, ενός διαλόγου που καταπιάνεται με την αγάπη, την ύπαρξη και το αναπόφευκτο ερώτημα του σκοπού.
Η γραφή της Φαλάτσι ξεδιπλώνει όχι απλώς ένα γράμμα, αλλά έναν έντονο διαλογισμό πάνω στη ζωή που φαντάζεται για ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ. Η πρόζα της είναι τρυφερή και συνάμα αμείλικτη, παρασύροντας τον αναγνώστη σε έναν κόσμο όπου συναισθήματα, σκέψεις και φόβοι συνυφαίνονται, δίνοντας φωνή τόσο στην αφοσίωση όσο και στις αμφιβολίες μιας μητέρας.
Ένας από τους πιο επιβλητικούς στίχους: «Έκανα ό,τι έκαναν τα δέντρα και έκαναν για εκατομμύρια και εκατομμύρια χρόνια πριν από μένα, και νόμιζα ότι τα κατάφερα καλά», χτυπά μια χορδή που συντονίζεται με τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα που κουβαλάμε. Γιατί να φέρουμε μια ζωή σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα και πόνο; Η Φαλάτσι δεν προσφέρει απλές απαντήσεις. Αντιθέτως, παρέχει στον αναγνώστη έναν χώρο στοχασμού, όπου η ενστικτώδης πράξη της δημιουργίας τοποθετείται μέσα στη μεγάλη συνέχεια της ζωής.
(Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο παρακάτω)
Αιδοίο: Η καταγωγή της «ιερής λέξης» και το μοναδικό της μεγαλείο
Οριάνα Φαλάτσι – «Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ»
«Αν μια μέρα φωνάξεις “Γιατί με έφερες στον κόσμο, γιατί;”, θα σου απαντήσω: “Έκανα αυτό που κάνουν και έκαναν τα δέντρα για εκατομμύρια εκατομμυρίων χρόνων πριν από μένα, και πίστευα ότι έκανα καλά”.»
«Δώσε μου το χέρι σου σε παρακαλώ: να, έτσι. Τώρα εσύ με πηγαίνεις, με οδηγείς.
Λοιπόν, δεν είσαι αυγό, ούτε ψαράκι είσαι: είσαι αληθινό παιδί! Το μπόι σου έφτασε κιόλας ως τα γόνατά μου. Όχι, ως την καρδιά. Όχι, ως τον ώμο. Όχι, πάνω απ` τον ώμο.
Δεν είσαι παιδάκι, είσαι άντρας! Ένας άντρας με δάχτυλα γερά και τρυφερά. Τα έχω τώρα πιά τόσο ανάγκη: γιατί γέρασα. Δεν καταφέρνω ούτε τα σκαλιά να κατέβω, αν εσύ δεν με στηρίξεις.
Θυμάσαι όταν ανεβοκατεβαίναμε τούτην εδώ τη σκάλα, προσέχοντας να μην σκοντάψουμε, σφιχτοδεμένοι οι δυό μας σ`ένα αγκάλιασμα συνενοχής;
Θυμάσαι τότε που σε μάθαινα να την ανεβαίνεις μονάχο – δεν πήγαινε πολύς καιρός που είχες αρχίσει να περπατάς – και μετρούσαμε γελώντας τα σκαλοπάτια;
Θυμάσαι στην αρχή πώς αρπαζόσουνα από κάθε προεξοχή, λοχανιάζοντας, καθώς εγώ σε παρακολουθούσα με απλωμένα τα χέρια;
Θυμάσαι και τότε που τσακωθήκαμε, γιατί δεν ήθελες ν` ακούσεις τις οδηγίες μου;
Στεναχωρέθηκα ύστερα. Ήθελα να σού ζητήσω συγνώμη, μα δεν μού ήταν εύκολο.
Σε κρυφοκοίταζα κάτω από τα ματόκλαδά μου κι εσύ με αναζητούσες κάτω από τα δικά σου ματόκλαδα, ώσπου άνθισε στα χείλη σου ένα χαμόγελο, και κατάλαβα ότι είχες καταλάβει.
Τι έγινε αλήθεια μετά; Η σκέψη μου θολώνει, τα βλέφαρά μου μοιάζουν πιό βαριά κι από μολύβι. Τάχα να είναι ύπνος, ή το τέλος; Πρέπει ν` αντισταθώ στον ύπνο, στο τέλος.
Βοήθησέ με να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, απάντησέ μου: δυσκολεύτηκες πολύ να χρησιμοποιήσεις τα φτερά σου;
Ήταν πολλοί εκείνοι που σε πυροβολούσαν;
Τους αντιπυροβόλησες κι εσύ;
Σε καταπίεσαν στην μυρμηγκοφωλιά;
Σε νίκησαν οι απογοητεύσεις, οι πίκρες, οι θυμοί, ή στάθηκες όρθιος σαν δυνατό δέντρο;
Ανακάλυψες αν υπάρχει ευτυχία, ελευθερία, καλοσύνη, αγάπη;
Ελπίζω να σε ωφέλησαν οι συμβουλές μου. Ελπίζω να μην ούρλιαξες ποτέ τη φριχτή βλαστήμια “γιατί να γεννηθώ;”
Ελπίζω να κατέληξες στο συμπέρασμα πως άξιζε τον κόπο. Έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος.
Είμαι τόσο περήφανη που κατόρθωσα να σε τραβήξω από το τίποτα, έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος.
Αλήθεια, κάνει κρύο τώρα, και το λευκό ταβάνι είναι κατάμαυρο. Αλλά εμείς φτάσαμε πιά: να η μανόλια. Κόψε ένα λουλούδι. Εγώ δεν το κατάφερα ποτέ, εσύ όμως θα μπορέσεις.
Σήκω στις μύτες των ποδιών, τέντωσε το χέρι σου, έτσι μπράβο. Μα πού πήγες; Ήσουνα εδώ, με στήριζες, ήσουνα μεγάλο, ήσουνα άντρας. Και τώρα χάθηκες.
Υπάρχει μόνο ένα ποτήρι με οινόπνευμα, που μέσα του πλέει κάτι που δεν θέλησε να γίνει άντρας, γυναίκα, κάτι που δεν το βοήθησα να γίνει άντρας, γυναίκα.
Για ποιό λόγο έπρεπε να το κάνω, με ρωτάς, για ποιόν λόγο έπρεπε κι εσύ να το θελήσεις;
Μα γιατί η ζωή υπάρχει, παιδάκι! Και λέγοντας πως η ζωή υπάρχει, έπαψα να κρυώνω, έφυγε ο ύπνος.. νιώθω πως η ζωή είμαι εγώ.
Κοίτα, ανάβει κάποιο φως. Ακούγονται φωνές. Κάποιος τρέχει, φωνάζει, απελπίζεται.
Μα κάπου αλλού γεννιούνται χίλια, εκατό χιλιάδες παιδάκια, μανάδες και πατεράδες των μελλοντικών παιδιών: η ζωή δεν έχει ανάγκη εσένα ή εμένα. Εσύ είσαι νεκρό. Ίσως να πεθάνω κι εγώ. Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί η ζωή δεν πεθαίνει.»
Η γραφή της δεν αποφεύγει τις σκληρές αλήθειες, αλλά τις αγκαλιάζει με ειλικρίνεια. Αισθανόμαστε οικειότητα με αυτό το συναίσθημα της απώλειας και θέλοντας να εισχωρήσουμε περισσότερο σε αυτό, σας προτείνουμε να διαβάσετε και το ακόλουθο αφιέρωμα:Ποιήματα για αυτούς που χάσαμε, για αυτούς που θα θέλαμε να ‘χουμε μαζί μας λίγο ακόμη.
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα παρακάτω:
- Είχε δίκιο ο Φερνάντο Πεσσόα: «Είμαι αυτός που νομίζω; Μα νομίζω πως είμαι τόσο πολλά πράγματα…»
- Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές: «Ένας άντρας καταλαβαίνει πότε αρχίζει να γερνάει: όταν αρχίζει και μοιάζει με …»
- Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς: «Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις …Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα»
- Χένρι Μίλλερ: «Αν οι άνθρωποι σταματήσουν να πιστεύουν ότι κάποια μέρα θα γίνουν θεοί, τότε σίγουρα θα …»
- Μια φορά κι έναν καιρό ο Έσσε μας είπε: «Όταν φοβόμαστε κάποιον είναι γιατί …»
- 5 φορές που ο Ίψεν είχε δίκιο (και είπε όσα φοβόμασταν να παραδεχτούμε)
- Έρμαν Έσσε: «Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας»
- 20 λυτρωτικά αποφθέγματα του Καρλ Γιουνγκ ελέγχουν το ασυνείδητό μας