Αν και ο Νίκος Καββαδίας ήταν γνωστός ως ο ποιητής της θάλασσας, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν αποτυπώνει επαρκώς την πολυμορφία της προσωπικότητάς του.
Ο καταξιωμένος ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και ναυτικός Νίκος Καββαδίας γεννημένος στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, επέστρεψε στην Κεφαλονιά με τους γονείς του Χαρίλαο και Δωροθέα σε ηλικία τεσσάρων ετών, ενώ αργότερα μετακόμισε στον Πειραιά.
Αρχικά φιλοδοξούσε να σπουδάσει ιατρική, ο Καββαδίας αντιμετώπισε αλλαγή σχεδίων λόγω της ασθένειας του πατέρα του, αναγκάζοντάς τον να αρχίσει να εργάζεται. Πέρασε ένα σύντομο χρονικό διάστημα σε ναυτικό γραφείο, και μετά το θάνατο του πατέρα του, αγκάλιασε τη ναυτική ζωή, επιβιβαζόμενος σε πλοίο ως ναύτης. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, κατέγραψε τις εμπειρίες του, αποτυπώνοντας την ουσία των τόπων που επισκέφθηκε, τη ναυτική ύπαρξη και τις γυναίκες που επηρέασαν τη ζωή του. Οι πολύπλευρες διαστάσεις του Νίκου Καββαδία εκτείνονται πολύ πέρα από την ποιητική του σχέση με τη θάλασσα.
Ανδρέας Εμπειρικός: «Δεν υπάρχουν έρωτες νόμιμοι ή μη νόμιμοι. Υπάρχουν έρωτες χωρίς επίθετο»
Ένα από τα ομορφότερα ποιήματα του Νίκου Καββαδία
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.