Ο ποιητής των θαλασσών, Νίκος Καββαδίας.
Ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε σημαντικός ποιητής και πεζογράφος. Στα ποιήματά του βρήκαν το λιμάνι τους όλες οι ξέμπαρκες και ανήσυχες ψυχές. Καθότι ναυτικός ο ίδιος ήξερε καλά το αίσθημα της μοναξιάς και τις δυσκολίες της ζωής ενός ταξιδιώτη, είτε αυτός είναι πραγματικός είτε είναι πνευματικός.
Μέσα στη ποίηση του μπορεί κανείς να βρει από τα πιο άπλα και καθημερινά ζητήματα μέχρι φιλοσοφικές αναζητήσεις. Αυτή του η απλότητα και η ναυτική του αργκό τον έκαναν ανεπιθύμητο στους πνευματικούς κύκλους της εποχής. Παρολ’ αυτά οι ποιητικές του συλλογές αγαπήθηκαν και ιδιαίτερα από τους ναυτικούς που βρήκαν κάτι να εκφράζει και αυτούς, τους περιθωριοποιημένους της κοινωνιας.
Η πλειοψηφία τον γνώρισε χρόνια μετά μέσα από τις μελοποιήσεις του Θάνου Μικρούτσικου και τον αγάπησε. Το παρακάτω ποίημα του δεν εντάθηκε σε καμιά από τις ποιητικές του συλλογές έπειτα από επιθυμία του ιδίου τού ποιητή. Αργότερα δημοσιεύτηκε σε διάφορα έντυπα.
«Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ…»
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου, ἕναν ὠχρὸ καμπούρη
στὸ μακρινό μου τὸ χωριὸ ποὺ ἔκανε τὸν ψαρᾶ.
Πολλὲς φορὲς ψαρεύαμε μαζί, κι αὐτὸς ξεχνιώταν
μὲ τὰ κουπιὰ στὰ χέρια του κυττώντας τὰ νερά…
Κ᾿ ἦταν μακριὰ τὰ χέρια του σὰν τὰ κουπιὰ ποὺ ἐκράτει
καὶ μία σχισμένη ναυτικὴν ἐφόραγε στολή.
Ἔμενεν ὧρες σιωπηλὸς κι ἀκίνητος σὰ σφίγγα
κι ἔπειτα ὡς νἆταν μοναχὸς ἀρχίναε νὰ μιλεῖ.
Δὲ μίλαε γιὰ ναυάγια δὲν ἔλεε γιὰ φουρτοῦνες,
ἢ γιὰ κυρὲς τῆς θάλλασας μὲ οὐρὰ καὶ μὲ φτερά,
γι᾿ ἁπλὰ ἐμιλοῦσε πράμματα καὶ γιὰ συνιθισμένα
ποὺ ὅμως στὸ στόμα του αὐτουνοῦ γινόταν θλιβερά.
Εἶχε μία βάρκα ἔτσι μικρὴ ποὺ μόλις τὸν χωροῦσε
καὶ ποὺ τὴν ἔλεε μοναχὸς «σπίτι χωρὶς σκεπή».
Ὁ κόσμος τὸν ἐπείραζεν, αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε.
Ἴσως δὲν εἴξερε ὁ φτωχὸς τὸν πόνο του νὰ πεῖ.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουγα βραχνὰ νὰ τραγουδάει
ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ μαζὶ καὶ ναυτικὸ
καὶ μοῦ φαινόταν πὼς σ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερὸ μεγάλο μυστικό.
Καὶ μία βραδιὰ τὸν βρήκανε μὲς τὴ μικρή του βάρκα
μὲ τὰ μικρὰ τὰ μάτια του κλειστὰ γιὰ πάντα πιά…
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ ποὺ ἀφηρημένος,
τὰ καθαρὰ κύτταε νερὰ καὶ κράτταε τὰ κουπιά.