Μήπως είδες τα ταξίδια του Νίκου Καββαδία; Μήπως μύρισες το απαγορευμένο αλάτι της θάλασσας ; Αν βούτηξες σ΄ αυτή τη ανασφαλή θαλπωρή δύσκολο να επέτρεψες στην στεριά.
Ο Νίκος Καββαδίας μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τις συναισθηματικές παλίρροιες μιας ζωής που περνάει στην ανοιχτή θάλασσα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτές τις πλούσιες ενίοτε αποσπασματικές εικόνες; Είτε έχετε ταξιδέψει είτε απλώς περιπλανιέστε στα τοπία των δικών σας αναμνήσεων, τα λόγια του Καββαδία μας υπενθυμίζουν πως όλοι κουβαλάμε μαζί μας μια αίσθηση νοσταλγίας και λύπης. Και όμως μέσα σ’ αυτή την πίκρα» υπάρχει μια παράξενη ομορφιά. Εσείς τι πιστεύετε; Μπορεί κάτι τόσο άγριο να είναι και όμορφο;
Νίκος Καββαδίας: Ένα αδημοσίευτο ποίημα που έγραψε σε ηλικία 19 ετών
Νίκος Καββαδίας – «Πικρία»
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Aμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Tενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Tο βυσσινί του Tισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Tον πυρετό στους Tροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Mανάο.
Tη μαχαιριά που μού ‘δωσε ο Mαγιάρος στην Kωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» ―Όχι, απ’ αλλού πονάω.
Tου τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Tις ξεβαμμένες στάμπες μου, που ‘χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Tί να σου τάξω, ατίθασσο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Aμερική και Aσία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Kατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Kατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Eβραίοι και Mουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Kανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερό τιμόνι.
Mια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
Νίκος Καββαδίας: Ο άνθρωπος που αγαπούσε τον θλιμμένο κόσμο μέσα από ένα ταξιδιάρικο ποίημα