Μ. Καραγάτσης: 10 αποφθέγματα από το μεγάλο έργο του «Μεγάλη Χίμαιρα»
O Μ. Καραγάτσης αρχικά ασχολήθηκε με την ποίηση, αλλά αργότερα στράφηκε στην πεζογραφία. Παράλληλα, κατείχε θέση νομικού συμβούλου. Το 1946 ανέλαβε την ευθύνη της θεατρικής στήλης στην εφημερίδα Βραδυνή. Μέχρι το 1952, είχε αρχίσει να εργάζεται σε διαφημιστική εταιρεία. Οι πολιτικές του φιλοδοξίες τον οδήγησαν να θέσει υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο το 1956 και το 1958 με το Προοδευτικό Κόμμα του Σπύρου Μαρκεζίνη, αν και γνώρισε την ήττα και στις δύο περιπτώσεις.
Το 1958 αντιμετώπισε την πρώτη του σημαντική καρδιακή πάθηση, η οποία τον απομάκρυνε από τους κοινωνικούς του κύκλους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, βρισκόταν στη διαδικασία συγγραφής του έργου “Οι 10”, έργο που άφησε ημιτελές λόγω καρδιακής προσβολής στις 13 Σεπτεμβρίου 1960, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του λίγες ώρες αργότερα. Συχνά χαιρετίζεται ως ένας εγγενώς ταλαντούχος πεζογράφος. Πολλοί κριτικοί λογοτεχνίας αναγνωρίζουν την αξιοσημείωτη αφηγηματική του ροή και τη φαντασία του.
Μ. Καραγάτσης: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» μέσα από 10 αποφθέγματα
1. «Όχι, ούτε μ’ αγάπησε, ούτε τον αγάπησα. Οι σατανάδες φώλιασαν στα σωθικά μας και μηχανεύτηκαν να τα σμίξουν σε ηδονή θανατερή. Έλιωσαν από επιθυμία τα κορμιά μας, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές μας, σπάραξαν από γλύκα οι σάρκες μας κι έσπειραν το Χάρο παντού, παντού, παντού… Όχι, δεν τον αγάπησα. Μονάχα ορέχτηκα να εξουσιάσω το κρέας και την ψυχή του.»
2.«Ο Χάρος δεν είναι λυτρωμός μονάχα για κειόν που πεθαίνει· είναι και για κειόν που λαχταρούσε για τη ζωή εκειού που πέθανε.»
3.«Αγαπηθήκαμε μέσα στο φως της αστραπής που γέννησε το σμίξιμο των κορμιών μας. Κι ήταν η χαρά μας τόσο άγρια και πρωτόγονη, που μονάχα το μουγγό κι έξαλλο τραγούδι της αγάπης βρήκαμε καιρό να μιλήσουμε.»
4.«Κι έξαφνα ένιωσε πως η ψυχή, ξεχειλώντας απ’ το στέρνο της, σκορπίστηκε στο σύμπαν, περιπλέχτηκε με τη θάλασσα, απλώθηκε ως τους μυχούς τ’ ουρανού, έσμοξε με το παν και κοινώνησε με το πνεύμα που πλανιόταν πάνω στο νερό, πριν την Δημιουργία. Το πνεύμα που δεν είχε γίνει ακόμα θεός.»
5.«Έχω δεθεί με τα λιθάρια, με το χώμα, με το βούρκο τούτης της γης. Είμαι ένα κτήνος, που παλεύει να χορτάσει τις φυσιολογικές του ανάγκες: τροφή, συνουσία, ματαιοδοξία…»
6.«Μα είμαι άνθρωπος. Συνδυάζω την κορυφαία χυδαιότητα με την κορυφαία νοημοσύνη.»
7. «Παρέδωσε το κορμί της στο όργιο του χλιαρού ήλιου, της υπόψυχρης θάλασσας, του χρυσού άμμου, του κόκκινου βράχου, του βάναυσου μελτεμιού, της ολοκάθαρης ατμόσφαιρας με τις απροσμέτρητες προοπτικές, των χρωματικών αντιθέσεων με την αισθητικότατα λιτή κλίμακα, και των τονικών μεταπτώσεων της απαράμιλλης εσπέρας. Υπόταξε την ψυχή της στο μυστήριο της φεγγαρόλουστης νύχτας, των φωτεινών και των σκοτεινών επιφανειών. Αντίκρισε τα σμάρια των ανάερων παγανών να παιγνιδίζουν στην ασημόσκονη του αέρα. Μπλέχτηκε κι αυτή στα παιγνίδια τους, άκουσε τ’ ασελγή γέλια τους να κακαρίζουν πλάι στο ευαίσθητο αυτί της, ένιωσε τα λαγνα τους δάχτυλα να περιφέρωνται σ’ όλο το κορμί της και να το ερεθίζουν τυρρανικά.»
8. «Θα αντικρίσεις τ’ αερικά, τα τελώνια κι όλα τα τρισχαριτωμένα δαιμονικά που κάρπισαν στα σπλάχνα της ελληνικής γης, τα γονιμοποιημένα από το σπόρο της φαντασίας των λαών της. Και δεν θα τρομάξεις, δεν θα φοβηθείς, δεν θα νιώσεις το δέος που γεννάει το υπερφυσικό στην ψυχή του ανθρώπου. Γιατί τούτο το υπερφυσικό δεν βγήκε από ζοφερές φαντασιώσεις, για να γιομίσει με σκοτειδερά παραλάματα κάποιον άφωτο κόσμο.»
9. «Την άρπαξε από τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε την βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της κι άρχισε να την χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγκά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισοανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθεί η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα οδύνη και ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηνίγγι τη ζάλισε. Λύγισαν τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.
Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσεις και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…»
10.«Παιδί μου, η δυστυχία σαν έρθει, έρχεται σιγά-σιγά· μα δεν σταματάει. Έρχεται ως το τέλος…»
Bραβείο LUX: Ποιες είναι οι 5 υποψήφιες ταινίες για το Ευρωπαϊκό βραβείο κοινού;