Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
Κωστής Παλαμάς ποιήματα

Τα «σκοτεινά» ποιήματα του Παλαμά: «Παράτησε το φόρεμα, και με τη γύμνια ντύσου»

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943), που γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου, ήταν ένας πολύπλευρος Έλληνας συγγραφέας γνωστός για τους ρόλους του ως ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας.

Η επίδρασή του Κωστή Παλαμά στη σύγχρονη ελληνική ποίηση είναι αναμφισβήτητη, καθιστώντας τον εξέχουσα προσωπικότητα στη λογοτεχνική σκηνή. Ο Παλαμάς κατείχε κεντρική θέση μεταξύ των συγγραφέων της γενιάς του 1880 και, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, διαδραμάτισε πρωτοποριακό ρόλο στη διαμόρφωση της Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής, ενός κινήματος που αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση και την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας.

Κωστής Παλαμάς: «Το νερό της αρνησιάς…»

Μερικά από τα αγαπημένα μας «σκοτεινά» ποιήματα του Παλαμά

Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι

Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.

Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα

λεκιάσματα τα δέντρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα

στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε·
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,

θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.
—Παράτησε το φόρεμα,
και με τη γύμνια ντύσου,

Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι

της γύμνιας δώσ’ να πιω.
Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.

Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου·
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.
Και γίνε ατάραχο άγαλμα,

και το κορμί σου ας πάρει
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι·
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια

τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.
Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου

και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,

βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!
Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,

σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,
του Απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια

του κόρφου σου.— Ω! να πιω,
να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας· εσένα.

Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαματουργούν.
Μακριά μας όσα αταίριαστα,

ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα· ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.

Γύμνια είναι κι η αλήθεια,
και γύμνια κι η ομορφιά.
—Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίισσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξει σου

κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,

κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το ’δειχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους

κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι,—
μη φύγεις· είμ’ εγώ,
ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,

λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν

ανθρώποι, ζα, στοιχειά.

Ο Τάφος” (1898)

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.

Ὡς κ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνήδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἠλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι,
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!

10 αποφθέγματα απο Έλληνες λογοτέχνες – ποιητές που λατρέψαμε

Πέμπτη νύχτα

Είν’ όλα ανυποψίαστα μέσα σ’ αυτό το σπίτι,
εσύ, γυναίκα, σα ματιά του αποσπερίτη,
τα δάκρυα σαν καλόδεχτα κι εκείνα πρωτοβρόχια,
φέγγει ένας ήλιος χαρωπά στα πάντα, ώς και στη φτώχεια,

δυσκολοχώριστα, πουλιά, αγόρια, ανθοί, κοράσια,
τα λόγια σα φιλιά απαλά, τα στόματα κεράσια,
η Αγάπη χτίζει εδώ φωλιές, κι ο Απρίλης παραστέκει…
—Σ’ αυτό το σπίτι είν’ έτοιμο να πέσει αστροπελέκι!

Καταφρονούν, ω βράχοι, τη γυμνότη σας
της χλώρης οι κοντόφωτοι προσκυνητάδες·
ιχώρ ολύμπιος κύλησε στις φλέβες του σκληρόβραχου,
ω ανάβρες, ίσκιοι, θεριεμένες πρασινάδες.

Χαίρετε, δάση δωρικά και ιωνικά Μαγιάπριλα,
μιας άλλης χλώρης θάματα, δέντρα, λουλούδια, εσείς,
στύλοι, αετώματα, ρυθμοί, μετόπες, ναοί! Φυτρώσατε
μέσ’ απ’ τη γύμνια της τρανόπετρης της γης.

Αλάφρωσε από το λαμπρό τραγούδι τη φωνή σου,
ρίξε στο ασκέπαστο το φως το πράσινο κρυστάλλι,
στο πιο δειλό ψιθύρισμα βυθίσου
που ψιθυρίζει στο πιο ήσυχο ακρογιάλι,

και γίνε κάτι που όλο σβει κι όλο σιγά ρωτάει…
Έτσι μπορεί να ’ρθεί ξανά και απόκριση να φέρει
τ’ ωραίο πουλί, που τρόμαξε και πέταξε και πάει
από τον ήχο που ξαφνίζει δυνατός το αγέρι.

Σιωπή. Μια ψεύτρα είν’ η βοή, τα λόγια είναι μαχαίρια,
παντού είν’ η πλάνη. Τραγουδάει σε κάθε από τ’ αστέρια
και μια Σειρήνα ένα τραγούδι επίβουλο θανάτου,
τρομάρα και σπαρτάρισμα κάθε φωνή αποκάτου,

κάθε αρμονία από ψηλά. Σιωπή, Σιωπή, μητέρα,
δώσ’ μου να πιω στον κόρφο σου νέο γάλα, νέον αιθέρα,
και κάτι που δε λέγεται και κάτι που ανασταίνει.
—Του κάκου· κάποιος μέσα μου μιλεί και δε σωπαίνει…

Και με τη ρουμελιώτισσα παλικαρίσια λύρα
τα ηρωικά και τα ιερά διαλάλησα, και πήρα
τη θεία πνοή και αρμάτωσα το αρρωστημένο στήθος,
και το τραγούδι τίναξα βροντή προς χαύνο πλήθος,

κι όλοι, ένα ξάφνισμα αγριμιών, άντρες και νέοι και γέροι,
και των ανήξερων η οργή τριγύρω μου βογκούσε,
κι απάνω απ’ το κεφάλι μου αόρατο ένα χέρι,
κάποιο μεγάλο χέρι με βλογούσε.

Χρυσό το μήλο που κρατάς, και μαργαριταρένια σου,
Αροδαφνούσα, η φορεσιά, πνοή της Αφροδίτης,
σ’ έριξε σκύλα Ρήγισσα στον πυρωμένο κλίβανο,
και σ’ έτρωγε κι ο κλίβανος κι έφεγγε σαν πλανήτης.

Του κάκου! απ’ τη φλόγα εσύ ξανανιωμένη, αφάγωτη,
το Χάρο με τον Έρωτα σκορπάς, Αροδαφνούσα,
ορμή εκδικήτρα αξήγητη μέσα στα μάτια σου άστραψε·
βυθούς που κρύβει η θάλασσα η πικροκυματούσα!

Διψούσα, και γονάτισα, και κάτι σού ζητούσα,
κι εμπρός σου ο λόγος μού έλειψεν, ω Μούσα Ιδέα, ω Μούσα,
και κράτησες το χέρι μου· «Δούλε, σ’ εμένα!», μου είπες,
στ’ αλάφια τ’ αστρομέτωπα με πήγες και στους γρύπες,

και με πορφύρα μ’ έντυσες, και στο βωμό σου επάνω,
μάντισσα, ρήγας πρόσταξες να πέσω να πεθάνω.
Και μοναχά δε μάντεψες το κάτι που ζητούσα·
ένα ποτήρι δροσερό νερό καθάριο, ω Μούσα.

Των όλων τα προβλήματα, νυχτόπλεχτα γαϊτάνια,
στην ξαστεριά, στο ξέφωτο, και κάτου απ’ τα πλατάνια
να τα ξεπλέξω αφήστε με, και να τα ψάξω πέρα
στην πράσινη ακροποταμιά με τον καθάριο αέρα.

Είμαι Αθηναίος· τα κάστρα σου, τα σκοτεινά βιβλία,
τα ’κλεισα· απλώσου, φέρνω σε στο φως, Φιλοσοφία!
Πες μου ξανά ψιθυριστά σα φύλλο και σαν κύμα
του γόη του δαίμονα Έρωτα τον έπαινο, Διοτίμα!

Φίλος, εγώ; Κρατήστε το το μοίρασμά σας.
Ευλογημένα και τα τρίμματα και οι σπόροι,
πουλιά, παιδιά, φτώχεια και πείνα ολόγυρά σας,
πάντα στα χέρια σας γιομάτο το αρτοφόρι.

Δεν ήρθα στο τραπέζι σας, ήρθα στο περιβόλι,
γυρεύω, αξίζω ακέριο εγώ, για με πλεχτό, στεφάνι.
Μου πρέπει όλος ο έρωτας ή όλο το μίσος ή όλη
κι η καταφρόνια, αμοίραστα· και δε μου φτάνει.

Της Μελπομένης ω βασίλισσες ηρωίδες,
Φαίδρα, Ιφιγένεια, Πολυξένη, Εκάβη, Ωκεανίδες,
λάμπει βαθιά ο Σαρωνικός, και στ’ άσπρα τα ρημάδια
σκορπάτε, ωραία φαντάσματα, τα τραγικά σκοτάδια.

Τραγούδα τ’ αντρειωμένο σου τραγούδι εσύ, Αντιγόνη!
Μα σου σκεπάζει τη φωνή, και γύρω μου παγώνει
τα πάντα, της ασύγκριτης λαχτάρας ανυφάντρα,
γοερό θανάτου τραύλισμα, προφήτισσα η Κασσάντρα.

Ω Ξενοφάνη, ω Παρμενίδη, ω θείε Εμπεδοκλή,
μέσα μου υψώνεται ναός και τη λατρεία σας κλει.
Και πιο θαμπά από λείψανα, και αγνώριστα συντρίμμια,
του ακατάδεχτου έργου σας πάντα λαμπρά τ’ ασήμια!

Σοφίας και Στίχου Υμέναιε, στον ίδιο απάνου δρόμο
ρυθμό τη σκέψη έκαμες και το τραγούδι νόμο.
Τρίδιπλη Μούσα αγύριστη, του αρχοντικού σου Απρίλη
το αφάνταστο ξανάνθισμα ποιό θάμα εδώ θα στείλει;

Εγώ δεν είμαι ο δυνατός, που γονατίζει γύρω του
τα πάντα, μήτε η δολερή σαΐτα που λαβώνει,
δεν πήρ’ από την ομορφιά κι από τη χάρη τίποτε,
δεν είμαι νους, δεν είμαι αϊτός, δεν είμαι αηδόνι.

Εγώ είμ’ ένας δειλός ρυθμός κι ένας πηλός ραϊσμένος,
που σα να ζω πορεύομαι και ζω σαν πεθαμένος·
γι’ αυτό αλαργεύουν τα γερά από με και τα ωραία,
κι εσύ, κορόνα μου, στερνή κορόνα, ω Μούσα Ιδέα!

Στα μακρινά, θέλεις δε θέλεις, φέρνω Σε,
κυλάω και σταίνω ανάμεσα μια θάλασσα, έναν Άθω,
και μ’ όλο το γαλάζιο που γεννάει το μάκρεμα
Σε ξαναπλάθω.

Θέλεις δε θέλεις, φέρνω Σε στ’ ασάλευτα,
κάποιες ζωές με κάποιους θάνατους αδέρφια είναι·
στο μνήμα απάνω που χορτάριασε
το Σεραφείμ το μαρμαρένιο γίνε.

Βρυσούλα στου σπιτιού μας την αυλή,
μην καρτερείς το στόμα μου στο στόμα σου να γείρει·
πώς το νεράκι σου να πιω; Συντρίμματα έγινε
το κρυσταλλένιο μου που γνώριζες ποτήρι.

Πώς το νεράκι σου να πιω; Τα χέρια μου είναι ακάθαρτα,
και τέτοια θέρμη κατακαίει το στόμα μου το πλάνο,
που τρέμω μήπως γέρνοντας τα χείλια μου στα χείλια σου,
και τη δροσούλα σου, βρυσούλα, τη μαράνω.

Στην Καλλιρρόη Παρρέν αφιερωμένο.
Χαίρε, Γυναίκα Εσύ, Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα!
Νά η ώρα σου! Τα ωραία φτερά δοκίμασε και ανέβα,
και καθώς είσαι ανάλαφρη, και πια δεν είσαι η σκλάβα,
προς τη μελλόμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα,

κι ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα,
κι ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα,
και πλάσε την πρωτόπλαστη, ω Αγάπη εσύ, αρμονία,
εσύ Ομορφιά, Σοφία εσύ, Πειθώ και Παρθενία!

Ω Σπαρτιάτισσες Κόρες, της θείας Αθήνας κορόνες,
ω Καρυάτιδες, έφυγε, κλέφτες και βάρβαροι πήραν
την αδερφούλα σας, μείνατε πέντε, τα ολόρθα κορμιά σας,
από το θάνατο ασκέβρωτα, ο πόνος βαθύτερ’ ακόμα

κι από το θάνατο σκέβρωσε, βόγκος και κλάψα η φευγάτη,
κι αντιβογκήξατ’ εσείς και γινήκατε βρύσες του θρήνου,
οι δυνατοί κι οι τρισεύγενοι στύλοι, και μια τρικυμία
τους δωρικούς σας χιτώνες ανέμισεν άγρια σα σκιάχτρα!

«…»

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr