Μέσα από τον Ζορμπά του ο Καζαντζάκης μάς καταθέτει τα βάρη του καθημερινού ανθρώπου.
Η βασική φιλοσοφία του Ζορμπά, δηλαδή του Έλληνα, ευθυγραμμίζεται με αυτό το συναίσθημα. Για τον Καζαντζάκη, το να αγκαλιάζεις τη ζωή περιλαμβάνει το συνειδητό άλμα σε λάκκους παραδόσεων και συμβάσεων, είτε αυτό είναι ο γάμος είτε άλλες τελετές μετάβασης.
«Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα. Μα ας είναι καλά το σαντούρι.»
Άρα οι καθολικές παγίδες της ζωής μας μπορούν αντιμετωπιστούν με τη φιλοσοφία του Ζορμπά; Με ένα ποτήρι κρασί, μια διονυσιακή στροφή πάνω στο χορό και ένα γέλιο προς το παράδοξο;
Νίκος Καζαντζάκης: «πιστεύω ακλόνητα στην ανισότητα των ανθρώπων»
Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά – Νίκος Καζαντζάκης
– Πώς σε λένε;
– Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
– Και πώς έμαθες σαντούρι;
– Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ’ ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Ολύμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;» μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! -Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις; -Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…»
Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ο,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;» μου κάνει. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! -Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; -Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! -Έχεις μεράκι για σαντούρι; -Έχω. -Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω, πλερωμή» Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. Ο Θεός ν αγιάσει τα κόκαλά του, θα χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια η όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
– Μα γιατί, Ζορμπά;
– Ε, σεβντάς!
Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Που να πάω; συλλογίστηκα καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή.»
Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη μπροστά μου το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα, με τρυπούσε και μ’ έψαχνε αχόρταγο.
– Λοιπόν; Έκαμα· κι ύστερα;
Ο Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.
– Δε, βαριέσαι! Είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;
Του ‘δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.
– Παντρεύτηκες;
– Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα. Μα ας είναι καλά το σαντούρι.
– Έπαιζες σπίτι να πάν’ οι πίκρες κάτω;
– Ε, μωρέ, πώς φαίνεται. Πώς δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι ‘ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά, τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ’ απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να ‘χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι – κατάλαβες;
Κατάλαβα πώς ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης.
Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μου το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.
Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι – γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να ‘γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με προύντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει…
Διαβάστε περισσότερα παρακάτω:
Έρμαν Έσσε: «Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας»
Όταν ο Γιάλομ δεν ξεχνιέται: «πάρτο απόφαση το παρελθόν σου δε θα γίνει καλύτερο»
Χένρι Ντέιβιντ Θορώ: «Η επιτυχία συνήθως βρίσκει αυτούς που είναι πολύ απασχολημένοι για να…»
10 σοφά αποφθέγματα του Ιπποκράτη για την ισορροπία του νου
13 αποφθέγματα από τους «βασικούς νόμους της ανθρώπινης ηλιθιότητας»
Χόρχε Μπουκάι: «Το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο είναι να ζεις μια ζωή χωρίς να παίρνεις…»
11 «αδέσποτα» αποφθέγματα του Τσακ Πόλανικ: «Ο σκοπός είναι να δημιουργήσουμε κάτι…»