Κάθε φορά που διαβάζουμε το έργο του Κάφκα λυπούμαστε ιδιαίτερα στα σημεία που αναπτύσσεται το ιστορικό του συγγραφέα με τους γονείς του. Ο απόηχος της σχέσης τους διακρίνεται και στα παρακάτω αποσπάσματα.
Η σχέση του Φραντς Κάφκα με τους γονείς του, Χέρμαν και Τζούλι Κάφκα, ήταν πολύπλοκη και τεταμένη. Ο Χέρμαν, μια αυταρχική φιγούρα, επηρέασε την αυτοαμφισβήτηση και τα αισθήματα ανεπάρκειας του Κάφκα. Η απαιτητική δυναμική πατέρα-γιου εκδηλώθηκε στα έργα του Κάφκα, απεικονίζοντας αυταρχικές φιγούρες και υπαρξιακούς αγώνες. Η Τζούλι, μια πιο ευαίσθητη παρουσία, προσέφερε παρηγοριά αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει πλήρως την επίδραση του Hermann. Οι ταραχώδεις γονεϊκές σχέσεις του Κάφκα, που χαρακτηρίζονταν από ενοχές και μια αίσθηση ανεκπλήρωσης, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των θεμάτων της αποξένωσης και της υπαρξιακής αγωνίας που διαπερνούν τα λογοτεχνικά του αριστουργήματα, όπως “Η Μεταμόρφωση” και “Η Δίκη”.
Κάφκα: «Πολυαγαπημένε πατέρα, πρόσφατα με ρώτησες γιατί ισχυρίζομαι πως σε φοβάμαι…»
Αποσπάσματα του Κάφκα
Κυριακή, 19 Ioυλίου 1910 «…»Συχνά το συλλογίζομαι και πάντα αναγκάζομαι να πω στο τέλος ότι η ανατροφή μου μ’ έβλαψε πολύ από ορισμένες απόψεις. Αυτό το παράπονο απευθύνεται σ’ ένα πλήθος ανθρώπων, βέβαια στέκονται εδώ όλοι μαζί και, όπως στις παλιές ομαδικές φωτογραφίες, δεν ξέρουν τί να κάνουν ο ένας με τον άλλο, δεν τολμούν να κατεβάσουν τα μάτια τους και να χαμογελάσουν, τόσο νευρικοί είναι. Είναι οι γονείς μου, μερικοί συγγενείς, μερικοί δάσκαλοι, μια κάποια συγκεκριμένη μαγείρισσα, μερικά κορίτσια από το μάθημα του χορού, μερικοί επισκέπτες του σπιτιού μας από τον παλιό καιρό, μερικοί συγγραφείς, ένας δάσκαλος κολύμβησης, ένας λαχειοπώλης, ένας επιθεωρητής σχολείων, ύστερα μερικοί που τους συνάντησα μόνο μια φορά στο δρόμο, κι άλλοι, που δεν τους θυμάμαι τούτη τη στιγμή, κι άλλοι που δε θα τους θυμηθώ ποτέ, κι άλλοι, τέλος, που το μάθημά τους το είχα κατά κάποιον τρόπο απορίψει τον καιρό εκείνο, που δεν το είχα προσέξει καθόλου, με δυο λόγια είναι τόσο πολλοί που θα πρέπει να προσέξω να μην αναφέρω κάποιον δυο φορές. Και σ’ όλους αυτούς εκφράζω το παράπονό μου, τους κάνω μ’ αυτόν τον τρόπο γνωστούς αναμεταξύ τους, δεν ανέχομαι όμως αντίρηση. Γιατί αληθινά αρκετές αντιρήσεις έχω ανεχτεί, και, μια και οι περισσότερες αναίρεσαν τα λεγόμενά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να συμπεριλάβω κι αυτές τις αντιρήσεις στο παράπονό μου και να πω ότι, εκτός από την ανατροφή μου, κι αυτές οι αναίρεσεις μ’ έβλαψαν πολύ σε ορισμένα πράγματα.
Μήπως νομίζει κανείς ότι ανατράφηκα κάπου παράμερα: Όχι, καταμεσής στην πόλη ανατράφηκα, καταμεσής στην πόλη. Όχι, π.χ., σ’ ένα ερείπιο στα βουνά ή κοντά στη λίμνη. Οι γονείς μου και η ακολουθία τους ήταν ώς τώρα τυλιγμένοι από το παράπονό μου και γκρίζοι, τώρα όμως παραμερίζουν εύκολα αυτό το παράπονο και χαμογελούν, γιατί πήρα τα χέρια μου από πάνω τους, τα έφερα στο μέτωπό μου και σκέφτομαι: έπρεπε να ήμουν ο μικρός κάτοικος των ερειπίων, ν’ αφουγκράζομαι τις κραυγές των κορακιών, να μου ρίχνουν τον ίσκιο τους πετώντας από πάνω μου, να δροσίζομαι κάτω απ’ το φεγγάρι, ακόμα κι αν στην αρχή ήμουν λίγο αδύνατος κάτω από την πίεση των καλών μου ιδιοτήτων, που θα φύτρωναν μέσα μου με τη δύναμη των ζιζανίων, καμένος από τον ήλιο, που θα με έλουζε απ’ όλες τις πλευρές μέσα από τα ερείπια, πάνω στο κρεβάτι μου από κισσό.
«…»
18 Δεκεμβρίου. «…» Βράδυ, ώρα εντεκάμισι. Το ότι όσο δεν απελευθερώνομαι από το γραφείο είμαι χαμένος, μου είναι σαφές περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, το ζήτημα όμως είναι, όσο είναι δυνατό, να κρατήσω το κεφάλι μου τόσο ψηλά, ώστε να μην πνιγώ. Πόσο δύσκολο θα είναι αυτό, ποιες δυνάμεις θα μου αποροφήσει, φαίνεται ήδη από το ότι σήμερα δεν τήρησα το νέο μου πρόγραμμα, να καθήσω από τις οχτώ ώς τις έντεκα το βράδυ στο τραπέζι μου, ότι μάλιστα αυτή τη στιγμή δεν το θεωρώ αυτό καμιά μεγάλη συμφορά, ότι έγραψα βιαστικά τούτες τις λίγες γραμμές, για να πέσω στο κρεβάτι μου.
Από τον «Ρασκόλνικοφ» του Ντοστογιέφσκι στον «Εχθρό» του Κάφκα – Μια ψυχολογική κάθοδος