Ο Ιονέσκο, μια πηγή διανοητικής ικανότητας και θεατρικής καινοτομίας, έδωσε ένα οδυνηρό σχόλιο για την παγκόσμια κατάσταση κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης τον Φεβρουάριο του 1961.
Τα λόγια του αντηχούν με μια επείγουσα έκκληση να αναγνωρίσουμε την αναντικατάστατη αξία του φαινομενικά άχρηστου, να αντιληφθούμε πέρα από τα όρια της αναγκαιότητας και να αγκαλιάσουμε την απελευθερωτική δύναμη του μη χρηστικού.
Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι ενός κόσμου που είναι απασχολημένος με την παραγωγικότητα, αποκαλύπτοντας τη σημασία του άχρηστου και του καλλιτεχνικού στην καλλιέργεια μιας κοινωνίας που γελάει, χαμογελά και ευημερεί με ένα πνεύμα ανέγγιχτο από τα δεσμά της ρουτίνας και της μονοτονίας. Διότι, όπως ισχυρίζεται ο Ιονέσκο, μια κοινωνία που απορρίπτει την αξία του άχρηστου κινδυνεύει να κατρακυλήσει σε μια σφαίρα δυσαρέσκειας, χωρίς χιούμορ, χωρίς γέλιο και χωρίς την ίδια την ουσία αυτού που μας κάνει ανθρώπους.
Φρόυντ: “Η Τέχνη είναι μια διέξοδος στο γενετήσιο πρόβλημα” – 10 αφορισμοί του σπουδαίου επιστήμονα
Το απόσπασμα που ακολουθεί έχει αντληθεί από το βιβλίο: Nuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου, μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Άγρα.
«Παρατηρήστε τον κόσμο να τρέχει πολυάσχολος στους δρόμους.
Δεν κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ανήσυχοι, με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος, σαν σκυλιά.
Προχωράνε ευθεία, αλλά πάντα χωρίς να κοιτάζουν μπροστά τους, διότι καλύπτουν μια διαδρομή ήδη γνωστή τους, μηχανικά.
Σε όλες τις μεγάλες πόλεις τού κόσμου αυτό συμβαίνει.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οικουμενικός, είναι ο πολυάσχολος άνθρωπος που δεν έχει χρόνο, που είναι φυλακισμένος από την ανάγκη, που δεν κατανοεί πως ένα πράγμα μπορεί να μην είναι χρήσιμο, που δεν κατανοεί ούτε πως, στην πραγματικότητα, το χρήσιμο μπορεί να είναι ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος.
Αν δεν καταλάβουμε τη χρησιμότητα του άχρηστου, δεν θα καταλάβουμε την τέχνη- και μια χώρα που δεν καταλαβαίνει την τέχνη είναι μια χώρα σκλάβων ή ρομπότ, μια χώρα δυστυχισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που δεν γελάνε και δεν χαμογελάνε, μια χώρα χωρίς πνεύμα όπου δεν υπάρχει χιούμορ . όπου δεν υπάρχει γέλιο, υπάρχει οργή και μίσος».
Ο σύγχρονος άνθρωπος, που δεν έχει πλέον χρόνο να σταθεί στα μη χρήσιμα πράγματα, είναι καταδικασμένος να μετατραπεί σε άψυχη μηχανή. Αιχμάλωτος της ανάγκης, δεν είναι πλέον σε θέση να καταλάβει ότι το χρήσιμο μπορεί να μεταμορφωθεί σε «ένα άχρηστο, καταπιεστικό βάρος», και ότι αν «δεν καταλαβαίνουμε τη χρησιμότητα τού άχρηστου, δεν καταλαβαίνουμε την τέχνη».
Έτσι ο άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει την τέχνη γίνεται σκλάβος ή ρομπότ, μεταμορφώνεται σε ένα ον που υποφέρει, ανίκανο να γελάσει ή να χαρεί. Και, ταυτόχρονα, μπορεί να γίνει εύκολο θήραμα ενός «παραληματικού φανατισμού» (αρκεί να αναλογιστούμε, τις τελευταίες δεκαετίες, τους θρησκευτικούς φανατισμούς) ή ενός «οποιουδήποτε βίαιου ομαδικού πάθους»:
«Διότι αυτά τα αγχωμένα, πολυάσχολα άτομα, που τείνουν σε έναν σκοπό που δεν είναι ανθρώπινος σκοπός ή που είναι μόνο μια αυταπάτη, ξαφνικά μπορούν, στον ήχο ποιος ξέρει ποιας σάλπιγγας, στο κάλεσμα οποιουδήποτε τρελού ή δαίμονα, να αφεθούν να παρασυρθούν από έναν παραληρηματικό φανατισμό, από ένα οποιοδήποτε βίαιο ομαδικό πάθος, από μια λαϊκή νεύρωση.
Οι πιο διαφορετικοί ρινοκερισμοί, της δεξιάς και της αριστεράς, οι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους, αποτελούν απειλές που βαραίνουν σε μια ανθρωπότητα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, να έρθει στα συγκαλά της».
Η αποκάλυψη του Μίσσιου: «Ζωή χωρίς αμαρτία είναι ζωή… εν τάφω»