Η θάλασσα εμπνέει τους ταξιδευτές των ηπείρων αλλά και τις ψυχές των ποιητών. Θεραπευτικό μέσο και σίγουρα τόπος διαμονής όλων των μουσών.
Στην απέραντη έκταση της θάλασσας, η έμπνευση ανοίγει τα πανιά της, πιάνοντας τους ανέμους των δυνατοτήτων. Ο ρυθμικός χορός των κυμάτων ψιθυρίζει αρχαίες ιστορίες, μια συμφωνία μυστικών που αντηχεί μέσα στο χρόνο. Ο ορίζοντας, μια άπιαστη μούσα, γνέφει με υποσχέσεις ανακάλυψης. Η θάλασσα, ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος καμβάς, ζωγραφίζει τα όνειρα σε αποχρώσεις του γαλάζιου και του σμαραγδένιου. Στο θαλάσσιο θέατρο, ο στοχασμός γίνεται μια ήπια παλίρροια, που ξεβράζει στην ακτή κομμάτια δημιουργικότητας.
Κάθε κορυφογραμμή και κοιλάδα αφηγείται αφηγήσεις που δεν έχουν ειπωθεί, εμπνέοντας το μυαλό να περιηγηθεί στα αχαρτογράφητα πεδία της φαντασίας. Στη θάλασσα, γίνεται κανείς παρατηρητής των άστρων, χαράσσοντας πορείες όχι μόνο στα νερά αλλά και στους ουράνιους διαδρόμους της έμπνευσης.
Τα ποιήματα για τη θάλασσα δεν λείπουν από την ελληνική ποίηση όντας θαλασσινός λαός εμπνευστήκαμε πολλές φορές κάνοντας μακρινά ταξίδια σε αυτήν.
Ντίνος Χριστιανόπουλος: 10 ερωτικά ποιήματα ενός αιρετικού που αγαπήσαμε
K.Καρυωτάκη, Η θάλασσα I
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της. Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί. Είδα πολλά λιμάνια.
Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες. Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα – ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος – ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.
Νίκος Καββαδίας, Fata Morgana, απόσπασμα
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ’ αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ’ τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Η άρνηση της Ιφιγένειας
Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια.
Λιβάνι στρώθηκαν τα σκαλοπάτια
προς τη θάλασσα.
Το βήμα σου, το φόρεμα και τα μαλλιά
αποσταλμένοι του ανέμου.
Έρχονταν μια μια δυο δυο οι νύχτες
στις ρώγες των δακτύλων σου
και στην κορφή της πλάτης
αβασίλευτος πάντα ένας ήλιος.
Ανήμπορη να μετρήσεις τους αμπελώνες
τα χωράφια και τους ελαιώνες σου
χανόσουν σε καλοκαιριάτικο όνειρο.
Εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι σου
θέριευαν τα γεράνια
μεγάλωναν τα σπιτικά πουλιά
κι έπαιζες τα δειλινά με χαϊμάλια
και ιστορίες αγάπης.
Βασιλοκόρη
ξέχναγες τα ωραία σάνταλά σου
όταν ο λιονταρογέννητος ουρανός
σε γυναικεία του στιγμή
ακουμπούσε στα γόνατά σου.
Ιφιγένεια, κάθε καΐκι κι ένας άγριος Απρίλης
κάθε γοργόνα πλώρης
κι ένα γιορτερό ακρογιάλι.
Γέροντες σοφοί
πριν απ’ την αρχή των δέντρων
γέροντες πολύξεροι
είχαν διηγηθεί —
πριν ακόμα γεννηθεί η Αφροδίτη
πίσω απ’ τα σύννεφα—
την ιστορία της κοπέλας
που φιλική ήταν στους ανέμους.
Κι εσύ
—μάρμαρο το φως
δέσμια κρατά την κεφαλή σου—
μίλησες στη θάλασσα την Παναγιά
γλυκά σκυμμένη
στο γιο της το Σεπτέμβρη
για τους πολεμιστές
και τις κακές τους σκέψεις.
Δεν πιστεύουν οι πολεμιστές.
Ταύροι είναι
με ήλιους ζωγραφιστούς στις πανοπλίες
και τις κνήμες
βαριά φυτεμένες στο χώμα.
Δεν πιστεύουν στους καρπούς της αναμονής
στις θάλασσες που επιστρέφουν
όλο και πιο πλούσιες —
αναγεννιούνται κι οι βυθοί.
Χρειάζεται ο καιρός του πουλαριού
των ψηλών κάκτων
της νεροφίδας
και των αστεριών ώς να ξαναφανούν.
Χρειάζεται η αιωνιότητα της εμπιστοσύνης.
Μιλάνε για τη μάχη
τη θρέφουν μαζί με τ’ άλογα
και τις αγριοπέρδικες.
Όλα είναι έτοιμα λένε.
Τα αιχμηρά όπλα, τα ηνία
η γη ανασκαμμένη για τα σώματα
ο θυμός, οι φωνές των γυναικών.
Κι ο άνεμος;
Φάνηκαν τα πρώτα δελφίνια, Ιφιγένεια.
Τα πουλιά και τα καράβια ακολουθούν.
Κλαρί λεμονανθού άνθιζ’ η καλοσύνη
στο περβόλι σου.
Κι όμως ο λαιμός σου προσφέρεται
αόρατο μονοπάτι του κακού.
Θόρυβος στ’ ακρογιάλι.
Στις πλάκες του λιμανιού
πατήματα ανδρών, τρεξίματα
μαντάτα πρόσωπα.
Αρνήθηκε είπαν.
Αρνήθηκε η Ιφιγένεια.
Για την αγάπη έλεγε
για τη γλυκιά καρδιά
για ειρηνικές πολίχνες
να φροντίσουμε τα καρποφόρα
τις βροχές να δεχτούμε στην ώρα τους
για τις βοσκές
για τους Αγγέλους.
Αρνήθηκε.
Να μη φτάσουν οι πολεμιστές·
να ομορφύνουν τα κάστρα
απ’ τον κισσό
να τρανέψουν τα παιδιά.
Για τη χαρά είπε
κι ανέβηκε στους ουρανούς.
Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί
ανέβαλαν τον πόλεμο
και την Ελένη βρήκαν ταπεινή
να ετοιμάζει το δείπνο.
Γιάννη Ρίτσου, Υπολογισμένη αναβολή
(Καρλόβασι, 29. VI. 87.)
Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του
μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν,
όσες φορές κι αν σε αρνήθηκαν ή κι αν αρνήθηκες,
ένα άσπρο σπίτι πάνω στο λόφο ζητάει τη ματιά σου,
ένα παιδί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα χαμογελώντας,
ένα πουλί τη νύχτα τραγουδάει και για σένα.
Λοιπόν, ας αναβάλουμε και πάλι ας ενθρονίσουμε
αυτή τη μικρή πεταλούδα στο ραγισμένο τζάμι.
Γιώργου Σαραντάρη, «Άλλοτε η θάλασσα»
Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα
Τις μέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ’ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύκτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ως τα βουνά μας οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο θεός