“Η Φόνισσα” αποτελεί την κορωνίδα του έργου του Παπαδιαμάντη. Δεν το έγραψε αυθόρμητα. Είχε ζυμωθεί στο μυαλό του για χρόνια και ήθελε να κοινωνήσει ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα, ο Παπαδιαμάντης δεν χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία ως πλαίσιο για το έργο του. Σε αντίθεση με πολλούς συγγραφείς της εποχής του, ο Παπαδιαμάντης εμβαθύνει σε πραγματικές εμπειρίες αντί να επινοεί αφηγήσεις στη Φόνισσα. Τα έργα του δεν είναι απλώς πεζά, αλλά αντικατοπτρίζουν τη ζωή του, την ψυχή του και τον τρόπο με τον οποίο έζησε. Έγραψε για πράγματα που μπορούσε να περιγράψει αυθεντικά.
Η κοινωνική θέση της γυναίκας σε συνδυασμό με την απαξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη φτωχή ελληνική επαρχία ήταν το βασικό ερέθισμα του Παπαδιαμάντη. Σε μια εποχή που όλες οι παραπάνω έννοιες ήταν σχεδόν άγνωστες σε πολλούς, εκείνος έθεσε έναν ισχυρό προβληματισμό που αντηχεί ακόμη και σήμερα!
Ο συγγραφέας, ένας άνδρας, μετέφερε με επιτυχία σημαντικό όγκο πληροφοριών σχετικά με την κοινωνική θέση της γυναίκας σε ένα έργο που περιλαμβάνει 17 κεφάλαια. Η «Φόνισσα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Παναθήναια” με τον υπότιτλο “κοινωνικό μυθιστόρημα”. Ας μην σταθούμε όμως στον μύθο, το έργο περικλείει μια βαθιά κοινωνική ανησυχία, ασχολούμενο συγκεκριμένα με τη θέση και τη μοίρα των γυναικών της υπαίθρου κατά την περίοδο εκείνη, γεγονός που δικαιολογεί τον υπότιτλό του. Το έργο χαρακτηρίζεται πρωτίστως ως ψυχογραφικό και εμβαθύνει στις σκέψεις, τις πράξεις και τον συνολικό χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς, μιας ψυχοπαθούς προσωπικότητας, με πληροφορίες για το περιβάλλον που τη διαμόρφωσε.
Ακολουθεί το απόσπασμα από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη
Ἅμα ἀπῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον τῆς γωνίας, μεταξὺ τῆς ἑστίας καὶ τοῦ λίκνου, ἔχασεν ἐκ νέου τὸν ὕπνον της, καὶ ἤρχισε νὰ συνεχίζῃ τοὺς πικροὺς καὶ πόρρω πλανωμένους διαλογισμοὺς της. Ὅταν λοιπὸν ἐξενιτεύθησαν εἰς τὴν Ἀμερικὴν οἱ δύο μεγαλύτεροι υἱοί, καὶ ἡ Δελχαρὼ ἐμεγάλωσεν, ἀνάγκη ἦτο αὐτὴ ἡ μήτηρ νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης, καθότι ὁ γέρων, ὁ «Λογαριασμός», δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι. Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τάς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι τοὐλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ὑπανδρεύσῃ καὶ νὰ προικίσῃ καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα νὰ γίνῃ. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώσῃ οἰκίαν, ἄμπελον, ἀγρόν, ἐλαιῶνα, νὰ δανεισθῇ μετρητά, νὰ τρέξῃ εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθηκεύσῃ. Ὡς γυνή, πρέπει νὰ κατασκευάσῃ ἤ νὰ προμηθευθῇ «προῖκα», τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτὰς ἐσθῆτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρια πρέπει ν’ ἀνιχνεύσῃ γαμβρόν, νὰ τὸν κυνηγήσῃ, νὰ τὸν ἁλιεύσῃ, νὰ τὸν ζωγρήσῃ. Καὶ ὁποῖον γαμβρόν!
Ἕνα ὡσὰν τὸν Κωνσταντήν, ὅστις ἐρρογχάλιζε τώρα, πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸν πλαγινὸν θαλαμίσκον, ἄνθρωπον σπανόν, «ἀίσκιωτον», ἄγαρμπον. Καὶ ὁ τοιοῦτος να ἔχῃ «καπρίτσια», ἀπαιτήσεις, πείσματα· σήμερον νὰ ζητῇ τοῦτο καὶ αὔριον ἐκεῖνο· τὴν μίαν ἡμέραν νὰ ζητῇ τόσα, τὴν ἄλλην περισσότερα· καὶ συχνὰ «νὰ τὸν βάζουν στὰ λόγια» ἄλλοι ἰδιοτελεῖς ἤ φθονεροί, ν’ ἀκούῃ ἐντεῦθεν κ’ ἐκεῖθεν διαβολάς, ῥᾳδιουργίας, «μαναφούκια» καὶ νὰ μὴ θέλῃ «νὰ ταιριασθῇ». Καὶ νὰ ἐγκαθίσταται μετὰ τὸν ἀρραβῶνα στῆς πενθερᾶς τὸ σπίτι, καὶ να «σκαρώνῃ» ἔξαφνα «πρωιμάδι». Κι ὅλον τὸν καιρὸν «κόττα−πίττα».
Κι αὐτὸν τὸν γαμβρόν, μὲ μυρίους κόπους, μὲ ἀνεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετὰ πολὺν καιρόν, νὰ τὸν πείθῃ τις νὰ στεφανωθῇ ἐπὶ τέλους. Κ’ ἡ νύφη νὰ καμαρώνῃ, φέρουσα στολισμὸν πολυτελῆ, καρπὸν πολλῆς νηστείας καὶ οἰκονομίας, κ’ ἡ νύφη νὰ μὴν ἔχῃ πλέον μέσην, διὰ ν’ ἀναδεικνύεται τὸ πάλαι λιγυρὸν ἀνάστημά της.
Καὶ τρεῖς μήνας μετὰ τὸν γάμον νὰ γεννᾷ κόρην − μετὰ τρία ἀκόμη ἔτη ἓναν υἱὸν − μετὰ δύο ἔτη πάλιν κόρην − αὐτὴν τὴν νεογέννητον, χάριν τῆς ὁποίας ἠγρύπνει τώρα τόσας νύκτας ἡ γηραιὰ μάμμῃ.
Καὶ δι’ ὃλ’ αὐτὰ τὰ θυγάτρια νὰ μέλλῃ νὰ ὑποφέρῃ ἡ μήτηρ των τόσα − κι ἄλλα τόσα − κι ἄλλα τόσα, ἀπὸ ὅσα ἔχει ὑποφέρει ἡ μάννα της δι’ αὐτήν.
Ἔμεινεν ἡ καημένη, ἡ ἀνδροκόρη, ἡ Ἀμέρσα, ἀνύπανδρη (ἂς ἔχῃ τὴν εὐχὴν της). Εἶδε τὴν γλύκα. Τῷ ὄντι, φρόνιμη νέα. Τὶ θ’ ἀπήλαυεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου; Καὶ οὒτ’ ἐζήλευε κἂν! Τὶ νὰ ζηλέψη; Ἔβλεπε τὴν μεγάλην ἀδελφὴν της καὶ τὴν ἐλυπεῖτο − τὴν ἐκαίετο.
Ὅσον διὰ τὴν μικράν, τὴν Κρινιώ, ἄμποτε κι αὐτὴν ὁ Θεὸς νὰ τὴν φωτίση! Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ μάννα της δὲν ἔχει σκοπὸν − δὲν βαστᾷ πλέον, δὲν ἀντέχει − νὰ ὑποφέρῃ διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύση καὶ τὸ πολλοστημόριον ὅσων διὰ τὴν μεγάλην ἀδελφὴν της ὑπέφερε. Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ, ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν’ ἀνατρέφωνται; «Δεν εἶναι», ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννού, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι βράχος;» Καλύτερα «να μὴ σώνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». «Σὰ σ’ ἀκούω γειτόνισσα!»
Μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀνακούφισιν ᾐσθάνετο ἡ πολυπαθὴς γυνή, ὅταν συνέβαινε, μετὰ τῆς μικρὰς πομπῆς τοῦ ἱερέως, προπορευομένου τοῦ Σταυροῦ, ν’ ἀκολουθῇ βαστάζουσα εἰς τάς χεῖρας της ἡ ἰδία, ὡς φιλεύσπλαγχνος καὶ συμπονετικὴ ὁποὺ ἦτον, τὸ ἐν εἴδει λίκνου μικρὸν φέρετρον. Προέπεμπε τὸ θυγάτριον μιᾶς γειτόνισσας, ἤ μακρινῆς συγγενοῦς, μέχρι τοῦ τάφου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ καταλαμβάνῃ τὶ ἐμορμύριζεν ὁ ἱερεὺς μασῶν τάς λέξεις μὲ τοὺς ὀδόντας του. «Οὐδέν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδέν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον… Πολλάκις γὰρ τοῦ μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς μαστοὺς συγκροτοῦσι καὶ λέγουσιν· Ὦ υἱέ μου καὶ τέκνον γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μητρός σου τὶ φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ γαστὴρ ἡ βαστάσασά σέ. Ἵνα τὶ οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἡμῖν. Ἀλληλούια! [1].» Καὶ πάλιν· «Ὦ τέκνον, τὶς πότε μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ ἐμφανές, πρόσωπον εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ῥόδον τερπνόν![2]»
Ἀλλὰ μεγάλως εὐφραίνετο ὅταν ἡ μικρὰ πομπή, μετὰ δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον ἔφθανεν εἰς τὰ «Μνημούρια». Ὡραία ἐξοχή, παντοτινὴ ἄνοιξις, θάλλουσα βλάστη, ἀγριολούλουδα, ἐμύριζε κῆπος. Ἰδοὺ ὁ περίβολος τῶν νεκρῶν! Ὤ! ὁ Παράδεισος, ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη, ἤνοιγε τάς πύλας διὰ νὰ δεχθῇ τὸ μικρὸν ἄκακον πλάσμα, τὸ ὁποῖον ηὐτύχησε νὰ λυτρώσῃ τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τόσα βάσανα. Χαρῆτε, ἀγγελούδια ποὺ πετᾶτε γύρω−τριγύρω μὲ τὰ φτερὰ σας τὰ χρυσόλευκα, καὶ σεῖς, ψυχαὶ τῶν Ἁγίων, ὑποδεχθῆτέ το!
Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν νεκρώσιμον οἰκίαν ἡ γραῖα Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῇ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν παρηγοριάν, − παρηγορίαν καμμίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπῃ, μόνον ἦτο χαρωπὴ ὅλη κ’ ἐμακάριζε τὸ ἀθῷον βρέφος καὶ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἡ λύπη ἦτο χαρά, καὶ ἡ θανὴ ἦτο ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων.
Ἂ! ἰδού… Κανὲν πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο − μᾶλλον τὸ ἐναντίον.
Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγίεια. Ἆρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖναι, αἱ κατὰ τὸ φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὅσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, ἡ εὐλογία κ’ ἡ ὀστρακιὰ κ’ ἡ διφθερῖτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι θωπεύματα καὶ πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες χαίρουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τάς ψυχὰς τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ τυφλώσει μας, νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγάς, ὡς κακὸν πρᾶγμα.
Καὶ χάνουν τὸν νοῦν των οἱ ταλαίπωροι γονεῖς, καὶ πληρώνουν τόσον ἀκριβὰ τοὺς ἡμιαγύρτας ἰατροὺς καὶ τὰ τριωβολιμαῖα φάρμακα, διὰ νὰ σώσουν τὸ παιδὶ τους. Δεν ὑποπτεύονται ὅτι, ὅταν νομίζουν ὅτι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» τὸ τεκνίον. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπεν, ὅπως εἶχεν ἀκούσει ἡ Φραγκογιαννοὺ νὰ τῆς ἐξηγῇ ὁ πνευματικὸς της, ὅτι ὃποιος ἀγαπᾷ τὴν ψυχὴν του, θὰ τὴν χάση, κι ὃποιος μισεῖ τὴν ψυχὴν του, εἰς ζωὴν αἰώνιον θὰ τὴν φυλάξη[3].
Δὲν ἔπρεπε τῷ ὄντι, ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ βοηθοῦν τὴν μάστιγα, τὴν διὰ πτερῶν Ἀγγέλων πλήττουσαν, ἀντὶ νὰ ζητοῦν νὰ τὴν ἐξορκίσουν; Ἀλλ’ ἰδού, τ’ Ἀγγελούδια δὲν μεροληπτοῦν οὔτε χαρίζονται, καὶ παίρνουν ἀδιακρίτως εἰς τὸν Παράδεισον ἀγόρια καὶ κοράσια. Περισσότερα μάλιστα ἀγόρια − πόσα χαδευμένα καὶ μοναχογέννητα! − ἀποθνήσκουν ἄωρα. Τὰ κορίτσια εἶν’ ἑφτάψυχα, ἐφρόνει ἡ γραῖα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν, καὶ σπανίως ἀποθνήσκουν. Δεν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοὶ χριστιανοί, νὰ βοηθῶμεν τὸ ἔργον τῶν Ἀγγέλων; Ὤ, πόσα ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. Ἀκόμη καὶ τ’ ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνήσκουν − ἂν καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου − παρ’ ὅσον τὰ ἀπειράριθμα θηλυκὰ τῆς φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἑφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη.Ἂ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ὁ νοῦς του»!
…………………………………………………………….
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἄρχισε τὸ θυγάτριον νὰ βήχῃ καὶ νὰ κλαυθμυρίζῃ. Ἡ γραῖα ἀφοῦ εἶχε συλλογισθῆ ὅλα τ’ ἀνωτέρω, ὅσον καὶ ἂν εἶχεν ἐξαφθῆ ἀπὸ τὰ κύματα τῶν ἀναμνήσεων, ᾐσθάνθη αἴφνης ζάλην, ἀπὸ τὸν σάλον οἱονεὶ καὶ τὴν ναυτίαν τῆς ζωῆς της, καὶ ἄρχισε νὰ ναρκώνεται, κ’ ἐνύσταζεν ἀκρατήτως.
Τὸ μικρὸν κοράσιον ἔβηχε κ’ ἔκλαιε κ’ ἐθορύβει «ὡς νὰ ἦτον μεγάλος ἄνθρωπος». Ἡ μάμμῃ του ἐσκίρτησεν, ἐστράφη, κ’ ἔχανε πάλιν τὸν ὕπνον της.
Ἡ λεχῶνα ἐκοιμᾶτο βαθέως, καὶ οὔτε ἄκουσε τὸν βῆχα καὶ τὰ κλαύματα.
Ἡ γραῖα ἤνοιξε βλοσυρὰ ὄμματα, κ’ ἔκαμε χειρονομίαν ἀνυπομονησίας καὶ ἀπειλῆς.
−Ἔ! θὰ σκάσης; εἶπε.
Τῆς Φραγκογιαννοῦς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνει ὁ νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἦτο, διότι εἶχεν ἐξαρθῇ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δύο μακρούς, σκληροὺς δακτύλους μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση».
Ἤξευρεν ὅτι δὲν ἦτο τόσον συνήθεια «νὰ σκάζουν» τὰ πολὺ μικρὰ παιδία. Ἀλλ’ εἶχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ἐνόει καλὰ τὶ ἔκαμνε, καὶ δὲν ὡμολόγει εἰς ἑαυτὴν τὶ ἤθελε νὰ κάμῃ.
Καὶ παρέτεινε τὸ σκάσιμον ἐπὶ μακρόν· εἶτα ἐξάγουσα τοὺς δακτύλους της ἀπὸ τὸ μικρὸν στόμα τοῦ ὁποίου εἶχε κοπῆ ἡ ἀναπνοή, ἔδραξεν ἔξωθεν τὸν λαιμὸν τοῦ βρέφους, καὶ τὸν ἔσφιγξεν ἐπ’ ὀλίγα δευτερόλεπτα.
Αὐτὸ ἦτο ὅλον.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν εἶχεν ἐνθυμηθῇ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας, τὸ ὁποῖον αὕτη ἐλθοῦσα πρὸ μιᾶς ὥρας, μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τοῦ τρίτου λαλήματος τοῦ πετεινοῦ, εἶχε διηγηθῆ εἰς τὴν μητέρα της!
Εἶχε «ψηλώσει» ὁ νοῦς της!
Α. Παπαδιαμάντης, «Η Φόνισσα», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 444−448