Το 1826, ο Maurice Allhoy δημιούργησε μια παριζιάνικη εφημερίδα που τελικά θα εξελισσόταν στη διάσημη Figaro που γνωρίζουμε σήμερα.
Όταν οι Ναζί ταξίδεψαν μέχρι το Θιβέτ για να βρουν τις ρίζες της «Άριας φυλής» (ΒΙΝΤΕΟ)
Αρχικά παρουσίαζε μια ποικίλη θεματολογία όπως μόδα, θέατρο, πολιτική και πολλά άλλα και σταδιακά έγινε καθημερινή έκδοση υπό την εκδοτική επιμέλεια του Henri de Villemessant τη δεκαετία του 1850. Ο Villemessant, ένας αριστοτεχνικός συντάκτης, καλλιέργησε μια ποικιλία από συντελεστές περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων των Αλέξανδρο Δουμά και Σαρλ Μπωντλαίρ, ενώ προσέλκυσε τους αναγνώστες με τις αιχμηρές και συνοπτικές απαντήσεις του στη στήλη των επιστολών.
Ο Villemessant παρομοίαζε μια εφημερίδα με ένα πολυκατάστημα, υποστηρίζοντας μια ολοκληρωμένη προσφορά που καλύπτει όλα τα γούστα και τα ενδιαφέροντα. Πίστευε στην ευχαρίστηση τόσο των σοβαροφανούντων ατόμων όσο και εκείνων που αναζητούσαν να «παρεκτραπούν». Αυτή η φιλοσοφία διαμόρφωσε την εκδοτική κατεύθυνση της Le Figaro, καθιερώνοντάς την ως μια πολύπλευρη έκδοση που εξυπηρετεί ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Ωστόσο, οι αλλαγές στα ηνία της ιδιοκτησίας στις αρχές του 20ου αιώνα έφεραν προκλήσεις. Η εξαγορά του Francois Coty το 1922 σηματοδότησε μια περίοδο παρακμής, αν και η εφημερίδα ανέκτησε το ανάστημά της υπό την ηγεσία του Pierre Brisson το 1934. Η καθοριστική στάση του Brisson κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μετεγκατάσταση της εφημερίδας στη Λυών και αργότερα το κλείσιμό της με σκοπό να μην διαδίδει ψέματα, ενίσχυσε τη φήμη της Le Figaro για ακεραιότητα.
Μεταπολεμικά, η Le Figaro φτάνει σε εντυπωσιακά ύψη μέχρι τη δεκαετία του 1950. Η συντηρητική της στάση και η έντονη αντίθεσή της στον κομμουνισμό, κυρίως μέσω των κριτικών του αρθρογράφου Francois Mauriac, την έκαναν αγαπητή σε πολλούς, τοποθετώντας την εφημερίδα ως προπύργιο των αστικών αξιών.
Στη δεκαετία του 1960 σημειώθηκαν περαιτέρω αλλαγές στην ιδιοκτησία, με τον Jean Prouvost και τον Ferdinand Beghin να ασκούν επιρροή προτού ένα σχέδιο ιδιοκτησίας εργαζομένων αποκαταστήσει τη συντακτική αυτονομία. Σήμερα, η Le Figaro παραμένει ένας φάρος δημοσιογραφικής αριστείας, που φημίζεται για την οξυδερκή κάλυψη της πολιτικής, της οικονομίας και των τεχνών.
Η δέσμευση της Le Figaro στην ποιοτική δημοσιογραφία αποδεικνύεται από τα πρωτοποριακά της ρεπορτάζ, όπως η αποκλειστική κάλυψη της δίκης του Τζακ Ρούμπι και της επίσκεψης του Προέδρου Τζόνσον στη Νοτιοανατολική Ασία το 1966. Με ένα συνδυασμό έμπειρου προσωπικού και εξωτερικών συνεργατών, η εφημερίδα συνεχίζει να διατηρεί την κληρονομιά της ως την «πρωινή βίβλο της ανώτερης μεσαίας τάξης της Γαλλίας», διατηρώντας το συντηρητικό της ήθος, ενώ προσαρμόζεται στο εξελισσόμενο τοπίο των μέσων ενημέρωσης.