Μια διαμαρτυρία, η τελευταία από έναν φιλόσοφο ή -όπως τον αποκάλεσαν για τελευταία φορά στο μοιραίο όχημα που τον οδήγησε προς το τέλος – δάσκαλο. Το τελευταίο γράμμα του Λιαντίνη προς την κόρη του.
Ο Λιαντίνης αγαπούσε την Αρχαία Ελλάδα και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά της. Τα εκτενή συγγράμματά του κάλυπταν την ηθική, τη ζωή και τον θάνατο και την αλληλεπίδραση μεταξύ Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Το κομβικό του έργο, το Γκέμμα, απέκτησε διεθνή αναγνώριση με μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες.
Ο Λιαντίνης τάχθηκε υπέρ της ενσωμάτωσης των αρχαίων ελληνικών εθίμων στη σύγχρονη εκπαίδευση και την καθημερινή ζωή των Ελλήνων, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στη φθίνουσα ανθρωπιστική πορεία του δυτικού πολιτισμού. Το κοινό τον γνώρισε το 1998, όταν η μυστηριώδης εξαφάνισή του, σε ηλικία 56 ετών, έγινε θέμα ευρείας ανησυχίας. Η σορός του ανακαλύφθηκε τελικά επτά χρόνια αργότερα, στις 6 Ιουνίου 2005, σε μια σπηλιά κοντά στην κορυφή του Ταϋγέτου.
Ποια βιβλία πρότεινε ο Δημήτρης Λιαντίνης στους φοιτητές του;
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα στην κόρη του Διοτίμα
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή,το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.»