Δεν είναι συχνό φαινόμενο να ακούμε για την γυναίκα από την οποία, η πόλη του έρωτα και προσφυγομάνα, Θεσσαλονίκη, πήρε το όνομά της. Μα φυσικά, γίνεται λόγος για την αδερφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε τον Διογένη – Ο διάλογος που έμεινε στην «ιστορία»
Η Θεσσαλονίκη ήταν κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, την οποία είχε αποκτήσει με μία από τις πολλές του γυναίκες τη Νικησίπολη. Η Νικησίπολη ήταν από τις Φερές, σημερινό Βελεστίνο. Λίγα γνωρίζονται για τη μητέρα της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, γνωρίζουμε πολλά για τον πατέρα της, Φίλιππο. Ο Φίλλιπος παρέλαβε ένα ρημαγμένο βασίλειο, όταν ανέβηκε στο θρόνο. Όμως, αυτό το βασίλειο κατάφερε να το αναδείξει ως το ισχυρότερο βασίλειο της εποχής του, κατακτώντας όλα τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη, εκτός από τη Σπάρτη.
Μάλιστα, χαράχτηκε στην ιστορία η απάντηση των Σπαρτιατών όταν ο Φίλιππος τους είπε: «Αν σας κατακτήσω δεν θα δείξω έλεος, γι’ αυτό παραδοθείτε». Οι Σπαρτιάτες απάντησαν: «ΑΝ». Αυτή η απάντηση αποστόμωσε τον Φίλιππο και δεν ξαναενόχλησε ποτέ τους Σπαρτιάτες. Το ακριβώς αντίθετο έκανε με τους Θεσσαλούς.
Ο Φίλιππος αφού παντρεύτηκε την Ολυμπιάδα, αποξενώθηκε μετά από λίγο καιρό μαζί της, γι’ αυτό και πήρε και άλλες συζύγους. Μια από αυτές ήταν και η μικρή Νικησίπολη, η οποία όταν γέννησε, ο Φίλιππος μόλις είχε κερδίσει σε μάχη τους Θεσσαλούς. Έτσι, το νεογέννητο πήρε το όνομα Θεσσαλονίκη. Ατυχώς, είκοσι μέρες αργότερα η Νικησίπολη, πέθανε.
Η Ολυμπιάδα, λόγω ιδιαίτερης συμπάθειας που είχε για τη Νικησίπολη αποφάσισε να υιοθετήσει τη Θεσσαλονίκη και να μεγαλώσει μαζί με τον γιο της, τον Αλέξανδρο. Όταν ο Αλέξανδρος κίνησε για τη μεγάλη του εκστρατεία, η Θεσσαλονίκη ήταν 11-12 ετών περίπου και δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ. Έτσι, η μικρή πριγκίπισσα της Μακεδονίας περνούσε τον περισσότερο χρόνο με τη θετή της μητέρα.
Με τον θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου το βασίλειο της Μακεδονίας ήταν ακέφαλο. Η Ολυμπιάδα έτρεξε στην Πύδνα για να κρυφτεί, μαζί με το εγγόνι της και διάδοχο του θρόνου, αλλά και με τη Θεσσαλονίκη. Τότε, ένα παμπόνηρος αριστοκράτης, ο Κάσσανδρος, πολιόρκησε την εγκαταλελειμμένη πόλη και έστειλε αμέσως στρατιώτες να σκοτώσουν την Ολυμπιάδα, κάτι που δεν το κατάφεραν. Ο Κάσσανδρος σκέφτηκε έναν άλλο τρόπο για να πετύχει το σκοπό του. Ετοίμασε έναν όχλο από οργισμένες μανάδες εκτελεσμένων από την Ολυμπιάδα. με αποτέλεσμα τον μαρτυρικό θάνατό της, αλλά και του εγγονιού της. Τη Θεσσαλονίκη ωστόσο, την παντρεύτηκε.
Ο Κάσσανδρος έχτισε δύο πόλεις: μια για τον ίδιο, στη Χαλκιδική, την Κασσάνδρεια, σημερινή Ποτίδαια και μια για τη γυναίκα του, στο Θερμαϊκό Κόλπο και την είπε Θεσσαλονίκεια (αργότερα καθιερώθηκε το Θεσσαλονίκη). Η Θεσσαλονίκη απέκτησε τρεις γιους. Ο Κάσσανδρος (ο οποίος απεχθανόταν τους προηγούμενους βασιλείς), θέλοντας να κερδίσει τη συμπάθεια του λαού ονόμασε δύο από τους γιους του Φίλιππο και Αλέξανδρο, ενώ τον τρίτο Αντίπατρο, προς τιμήν του πατέρα του.
Μετά τον θάνατο του Κάσσανδρου, τον θρόνο διαδέχθηκε ο Φίλιππος στα 18 του χρόνια, ο οποίος πέθανε λίγο καιρό μετά. Ο θρόνος έμεινε άδειος με τον μεσαίο γιο τον Αντίπατρο, να τον διεκδικεί. Εδώ είναι που η μητέρα Θεσσαλονίκη δραστηριοποείται περισσότερο στα πολιτικά. Έτσι, έπεισε τον Αντίπατρο να μοιραστεί το θρόνο με τον μικρότερο γιο της τον Αλέξανδρο, στον οποίο είχε αδυναμία. Η συνβασιλεία κράτησε για μια τριετία περίπου. Ο Αντίπατρος αγανάκτησε με την ιδιαίτερη αγάπη που έδειχνε η μητέρα του στο μικρό αδερφό του και έσπασε τη συγκυβέρνηση και εξόρισε τον Αλέξανδρο. Το χειρότερο; Σκότωσε τη Θεσσαλονίκη, για να μην μπλεκόταν άλλο στα πόδια του.
Τα δύο αδέρφια δολοφονήθηκαν από αντιπάλους τους λίγο καιρό αργότερα.
Η Θεσσαλονίκη μπορεί να μην αποτελεί δημοφιλή βασίλισσα στα ιστορικά δεδομένα, όμως, είχε άμεσες σχέσεις με οκτώ βασιλείς της Μακεδονίας. Μάλλον αδικήθηκε από την ιστορία, καθώς οι πληροφορίες μας γι’ αυτήν είναι λίγες. πλην μια βάσης αρχαίου αγάλματος που φέρει την επιγραφή “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ” (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης). Το τμήμα βάθρου περιείχε αγάλματα της οικογένειας του Φιλίππου Β΄, με ένα από αυτά να απεικονίζει τη Θεσσαλονίκη. Η συγκεκριμένη ανακάλυψη χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ.
Πηγή πληροφοριών: Archaeostoryteller Podcast