Ο Κίπλινγκ αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς στην Αγγλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, διαπρέποντας τόσο στην πεζογραφία όσο και στον στίχο.
Ο Χένρι Τζέιμς θεωρούσε τον ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ως την πιο ολοκληρωμένη ιδιοφυΐα που είχε συναντήσει ποτέ. Το 1907, ο Κίπλινγκ έγραψε ιστορία στη λογοτεχνία, καθώς του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που ένας αγγλόφωνος συγγραφέας έλαβε αυτή την τιμή και καθιστώντας τον τον νεότερο παραλήπτη εκείνη την εποχή. Παρά το γεγονός ότι του προσφέρθηκαν επανειλημμένα ιπποτικά αξιώματα, παρόλο που είχε την άποψη ότι όσοι περιφρονούν τον κόσμο, με τη σειρά τους θα περιφρονηθούν από αυτόν.
ΑΝ…Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Αν να κρατάς μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι τά’ χουν χαμένα και σ’ εσένα ρίχνουν την αιτία,
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου, όταν ο κόσμος δεν σε πιστεύει, κι αν μπορείς να του συχωρνάς αυτή τη δυσπιστία,
να περιμένεις αν μπορείς, δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι αν όλοι σε συκοφαντούν, να μη καταδεχθείς ποτέ το ψέμα,
κι αν σε μισούν εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια,
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων,
Αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
Αν ν’ αντικρίζεις σού βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια,
κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
Αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς, όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για να’ ναι για τους άμυαλους παγίδα,
ή συντριμμένα να θωρείς όσα σου έχουν ρουφήξει τη ζωή σου,
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία που ‘ναι φθαρμένα,
Αν όσα απόκτησες μπορείς, σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο μονομιάς κορώνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου,
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό, όλα να τα σφίξεις,
να σε δουλέψουν ξαναρχής κι ας είναι από πολύν καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δε σου ‘χει τίποτα απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σ’ όλα αυτά «βαστάτε»,
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακραίνεις,
Αν μήτε φίλοι μήτ’ εχθροί μπορούνε πια ποτέ να σε πειράξουν,
όλο τον κόσμο ν’ αγαπάς, μα και ποτέ πάρα πολύ κανένα,
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θα’ ναι τότε η γη μ’ όσα απάνω της κι αν έχει,
και κάτι ακόμα πιο πολύ:
Άντρας αληθινός θά’ σαι παιδί μου!