Άλμπερ Καμύ

Άλμπερ Καμύ: «Μ’ αγαπάς»; Αν τολμούσα να πω όχι, κινδύνευα να….»

Η «πτώση» του Αλμπέρ Καμύ (La Chute, 1956) αποτελεί ένα από τα πιο αιχμηρά και ανησυχητικά έργα της υπαρξιακής λογοτεχνίας, έναν μονόλογο εκθαμβωτικής ειρωνείας και ηθικής αποσύνθεσης.

Γραμμένο με τη μορφή εξομολογητικής αφήγησης, είναι ένα μυθιστόρημα που διαλύει τα όρια μεταξύ ομιλητή και ακροατή. Ο Jean-Baptiste Clamence, ο αυτοαποκαλούμενος «δικαστής-ενοχοποιημένος» του κειμένου ξεδιπλώνει το παρελθόν του με υπολογισμένη θεατρικότητα, ερμηνεύοντας την ενοχή του όσο και εξομολογούμενος την ενοχή του.

Ο έρωτας, για τον Clamence, γίνεται μια συναλλαγή εξουσίας και όχι μια πράξη αμοιβαίας αναγνώρισης. Η πτώση του είναι ηχηρή.
(Διαβάστε το λογοτεχνικό απόσπασμα παρακάτω)

Άλμπερ Καμύ: «Ανάμεσα στη δικαιοσύνη σας και τη μάνα μου, προτιμώ ….»

Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση.

Αφού πάλεψα, αφού εξάντλησα την αυθάδη περηφάνια μου, αποθαρρυμένος από την αχρηστία των προσπαθειών μου, αποφάσισα να εγκαταλείψω τη συναναστροφή των ανθρώπων.

Όχι, όχι, δεν έψαξα για ερημονήσι, δεν υπάρχουν πια.

Κατέφυγα μονάχα στις γυναίκες.

Το ξέρετε, δεν καταδικάζουν καμιά αδυναμία στην πραγματικότητα: θα προσπαθούσαν μάλλον να ταπεινώσουν ή να αφοπλίσουν τις δυνάμεις μας.

Γι’ αυτό κι η γυναίκα είναι η ανταμοιβή όχι του πολεμιστή, αλλά του εγκληματία.

Είναι το λιμάνι του, το καταφύγιό του, στο κρεβάτι της γυναίκας τον πιάνουν κατά κανόνα.

Αυτή άραγε δεν είναι ό,τι μας απομένει απ’ τον επίγειο παράδεισο;

Χαμένος, έτρεξα στο φυσικό μου λιμάνι.

Μα δεν έλεγα πια λόγια.

Έπαιζα ακόμα λιγάκι, από συνήθεια · έλειπε όμως η ευρηματικότητα.

Διστάζω να το ομολογήσω, από φόβο μην πω ξανά παχιά λόγια: νομίζω πως την εποχή εκείνη ένιωσα την ανάγκη ενός έρωτα.

Αισχρό, έτσι;

Όπως και να ‘χει, ένιωθα έναν βουβό πόνο, ένα είδος στέρησης που μ’ έκανε πιο άδειο και μου επέτρεπε, εν μέρει από ανάγκη και εν μέρει από περιέργεια, να αναλάβω κάποιες υποχρεώσεις.

Εφόσον είχα ανάγκη ν’ αγαπήσω και να αγαπηθώ, πίστεψα πως ήμουν ερωτευμένος.

Έκανα, μ’ άλλα λόγια, το βλάκα.

Έπιανα ξαφνικά τον εαυτό μου να κάνει συχνά μια ερώτηση που, ως έμπειρος άντρας, μέχρι τότε την απέφευγα πάντοτε.

Άκουγα τον εαυτό μου να με ρωτάει: “Μ’ αγαπάς”;

Ξέρετε ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις είθισται να σου απαντάς: “Κι εσύ”;

Αν έλεγα ναι, βρισκόμουν δεσμευμένος πέρα από τα πραγματικά μου αισθήματα.

Αν τολμούσα να πω όχι, κινδύνευα να μη μ’ αγαπούν πια και υπέφερα.

Όσο λοιπόν το συναίσθημα όπου είχα ελπίσει να βρω ανάπαυση απειλούνταν, τόσο το απαιτούσα από τη σύντροφό μου.

Προχωρούσα έτσι, σε όλο και πιο ρητές υποσχέσεις και κατέληγα ν’ απαιτώ απ’ την καρδιά μου ένα συναίσθημα όλο και αχανέστερο.

Διαβάστε περισσότερα από τη φιλοσοφική πραμάτεια μας.

Φωτογραφία εξωφύλλου

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr