Ο Άγγελος Σικελιανός, που γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου 1884 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951, υπήρξε μια εξέχουσα μορφή μεταξύ των Ελλήνων παραδοσιακών ποιητών.
Η ποίησή του Άγγελου Σικελιανού χαρακτηρίζεται από βαθιά λυρικότητα και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο. Ο Σικελιανός κυκλοφόρησε προσωπικά το ποιητικό του έργο σε τρεις τόμους με τίτλο “Λυρικός Βίος” (αποτελούμενος από τους τόμους 1946 Α, 1946 Β και 1947 Γ), αποκλείοντας σκόπιμα κάποια κομμάτια που έκρινε περιττά για να συμπεριληφθούν.
Το 1965 άρχισε η έκδοση της συλλογής του “Απαντήσεις”, τους οποίους επιμελήθηκε ο Γ. Π. Σαββίδης. Μέσα σε λίγα χρόνια (1965-1968), πέντε τόμοι με τα δημοσιευμένα έργα του Σικελιανού τέθηκαν στη διάθεση του κοινού. Επιπλέον, το 1969 εκδόθηκε ένας έκτος τόμος, ο οποίος περιείχε τα ποιήματα που είχε αρχικά παραλείψει από το προηγούμενο έργο του «Λυρικός Βίος».
Αρχαία Ελλάδα:10 φιλοσοφικές σχολές που γέννησαν τη Δυτική φιλοσοφία
6 αγαπημένα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού
Ω χώματα της γής μου!
Χώμα Λευκαδίτικο,
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!
Χώμα Αιγινήτικο,
αλαφρό σαν αφρομύγδαλο
πηλέ που μου δροσίζεις την καρδιά
σαν τα λαγήνια σου
που κρυώνουνε τα καλοκαίρια το νερό!
Χώμα της Πελοπόννησος,
που θρέφεις άμετρα τα κυπαρίσσια,
από το πιο μικρό
που παίζει με τον αέρα ως σκύμνος λιονταριού
ώσμε το μεγαλύτερο που η μνήμη μου κρατεί!
Αργίτικο φλογάτο κοκκινόχωμα,
που καις στον ήλιο ως πυρωμένο σίδερο ―
κι ωστόσο σε φλογίζει ακόμα πιότερον η παπαρούνα!
Ω χώματα της γής μου,
μύρια κι αξεχώριστα σαν τα νερά.
Ζευγάρια
Κάτου ζευγάρια αλάτρευαν
τ᾿ άτια τ᾿ ανεμόποδα,
στ᾿ αλώνι από το πέταλο
και το στουρνάρι ευώδα,
σπιθοβολώντας έλαμπαν,
οι αθημωνιές εβάραιναν,
να ξαναμπούνε πάλευαν
στους σβώλους τα σκουλήκια.
Ανακοχλάαν στις ελιές
μια βράση τα τζιτζίκια,
το λυγερόν αγέρι
εσήμαινε αιθερόηχον,
ψηλά το μεσημέρι,
στις λαγκαδιές εσειόντανε
σαν ποταμός η φτέρη.
Γιατί βαθιά μου δόξασα
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νού μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, η καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νού μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!
Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!
Θαλερό
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ᾿ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη ―
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη·
βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν
μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιάννοι,
κι άπλων᾿ απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι…
Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ’να από τ᾿ άλλο πίσω,
την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσο·
σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
ζητώντας μου τα χνάρια·
και κάτου απ᾿ την κληματαριά την άγουρη μ᾿ επρόσμενε,
στο ξάγναντο το σπίτι,
σωστό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Αποσπερίτη.
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπούχε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα·
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ᾿ τη σφιχτή της ντυμασιά στα στήθια της τ᾿ αμάλαγα,
χώριζ᾿ ολόρτη η ρώγα·
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρει η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π᾿ αγανάχτησε
στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας
μια σφήνα, μες στα μάτια·
εκεί τ᾿ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ᾿ το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο.
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν᾿ αμολήσει.
Κι ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
μ᾿ αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μου ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θάμνα…
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ αναπαυτεί λιγάκι
πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι.
Ύμνος του μεγάλου Νόστου
Νυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ’ αμπέλια, ώσμε το γόνα
κι ώς το λαιμό τρανά·
που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
μεγάλου ποταμού…
Α, ποιο παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
του κάταστρου ουρανού!
Όλυμπος πια χειροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
και, λάτρα σιωπηλή,
σ’ όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
μια κρύφια ανατολή…
Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
με κοίταε σκεφτική…
Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
βαφόνταν οι ουρανοί.
Και πίσω από τ’ απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
κι ως πρώτος στο χορό
που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
σα νά ’σερνα φυλή,
απ’ τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
τηρώντας εντολή,
στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
πως έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π’ αδράζεται απ’ τη λύρα,
το ερωτικό κορμί!…
Νυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
βαθύ, πολεμικό ―
και στην ψυχή μου θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
πανώρια και βαριά!
K’ εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
κ’ εσύ πυρρή π’ ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
στην όψη τ’ ουρανού·
του Ολύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Ιωλκό!
Κυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ’γγίζει ο Χρόνος,
του νού μου η αγκαλιά!
Νά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν’ ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
οι δρόμοι μου ένα Ναι,
την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
που εσκίρτα στον αφρό…
Του Ολύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Ιωλκό.
Υμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θα βρω,
σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
για μιαν επιθυμιά·
κι όλ’ η φωτιά των ουρανών μου κύκλωσε, μου κρύβει
το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νού μου η πάνοπλη ήβη
προς τ’ άστρα ν’ ανεβώ!
Κυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ’γγίζει ο Χρόνος,
η πλέρια μου αγκαλιά!
Των άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός…
Βροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
κι ο ουρανός οργά,
σαν απ’ της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
σπαράζει κι αγαπά!
Όργιο βαθύ! Στον παγκόσμιο παλμό σου, μες στο νέο
που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
μ’ ανήκουστην ορμή,
κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
τα βάθη τ’ ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
με τ’ άρματα του νου!
Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ’ τον πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός…
Ηχήστε οι σάλπιγγες (απόσπασμα)
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ώς το Πήλιο κι ώς την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ώς τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ώς τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!