Θεωρίες σχετικά με την προέλευση του «γούστου» και την διάκριση της κουλτούρας σε υψηλή και χαμηλή.
Πολυάριθμες είναι οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί από τις απαρχές της Κοινωνιολογίας έως και σήμερα σχετικά με την προέλευση του «γούστου» και τις διακρίσεις που αφορούν κουλτούρα. Ωστόσο, δύο είναι οι επικρατέστερες αντιλήψεις που συγκεντρώνουν γύρω τους πλήθος εκπροσώπων και υποστηρικτών: η ιεραρχική θεωρία και η φασματική θεωρία.
Σύμφωνα με την πρώτη, ο πολιτισμός είναι σαν πυραμίδα και τα καλλιτεχνικά αγαθά μπορούν να ταξινομηθούν ιεραρχικά. Επομένως, είναι εύλογο πως η ιεραρχική αξιολόγηση των διαφορετικών ειδών μπορεί να αναπαράγει δομές κοινωνικής διάκρισης. Η αντίληψη αυτή θεμελιώθηκε θεωρητικά με ένα πλήθος προσεγγίσεων που αναπτύχθηκαν στο 19ο και στον 20ό αιώνα σε διαφορετικά πεδία: κριτική, θεωρία της τέχνης, αισθητική (Matthew Arnold, Thomas S. Eliot, Theodor Adorno), φιλοσοφία (Friedrich Nietzsche, José Ortega Υ Gasset, Theodor Adorno, Max Horkheimer), κοινωνιολογία (Vilfredo Pareto, Gaetano Mosca, Theodor Adorno, Max Horkheimer) και κοινωνική ψυχολογία (Gustave Le Bon). Κατά την άποψή του Mathew Arnold, η ανάδυση της δημοκρατίας επέβαλε μια νέα αντίληψη για την κουλτούρα, η οποία θα έπρεπε να προσδιοριστεί με βάση την αξιοκρατία και όχι την αριστοκρατία. Μπορεί σαφώς να διακριθεί σε «υψηλή» και «λαϊκή». Η «υψηλή» κουλτούρα ανταποκρίνεται στο εκλεπτυσμένο γούστο και στην καλλιεργημένη ευαισθησία ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων (=μεσαίων αστικών). Η «λαϊκή» κουλτούρα ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις των αγροτών και των εργατών. Ο Arnold θεωρούσε ότι μόνο ορισμένα κοινωνικά στρώματα (οι μικροαστοί διανοούμενοι) έχουν το προνόμιο να αποφασίζουν τι εμπίπτει στη μία ή την άλλη κατηγορία και ότι θα πρέπει να μεταδίδεται στις επόμενες γενιές μόνο ό,τι θεωρείται αξιόλογο (=«υψηλή» κουλτούρα).
Η «φασματική» αντίληψη για την τέχνη, από την άλλη, δημιουργήθηκε από την άποψη ότι η ιεραρχική αντίληψη για την τέχνη δεν ταιριάζει σε μια δημοκρατική κοινωνία, διατυπώθηκε ρητά από την Ανεξάρτητη Ομάδα (Independent Group) στη δεκαετία του ’50 και αποτέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο για την εμφάνιση της pop art. Η ομάδα αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες ανταποκρίνεται καλύτερα μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κουλτούρα θα πρέπει μάλλον να θεωρείται ως φάσμα, στο οποίο τόσο οι «καλές», όσο και οι «λαϊκές» τέχνες θεωρούνται ισότιμες. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η κουλτούρα μπορεί να θεωρηθεί ως φάσμα, στο οποίο τόσο η «υψηλή», όσο και η μαζική τέχνη θεωρούνται διαφορετικές, αλλά ισότιμες πολιτισμικές εκφράσεις. Παρόλο που η προσέγγιση αυτή φαίνεται (και μπορεί να είναι) πιο δημοκρατική, αναγνωρίζοντας τη μαζική και την πρωτοποριακή τέχνη ως ισάξιες, μπορεί κανείς να καταλήξει σ’ ένα είδος πολιτιστικού λαϊκισμού. Η «φασματική» αντίληψη θεμελιώθηκε θεωρητικά με τις προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν τον 20ό αιώνα, κυρίως στα πεδία της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας και των πολιτισμικών σπουδών, με πρωτοπόρο τον Raymond Williams.
Ο Pier Bourdieu ήταν Γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και κοινωνικός επιστήμονας, ο οποίος ανέπτυξε μια θεωρία σχετικά με την πολιτισμική κατανάλωση. Υποστήριξε ότι οι κοινωνικές τάξεις και η πολιτισμική κατανάλωση έχουν εξαρτημένη σχέση. Οι ανώτερες τάξεις αποστασιοποιούνται από το λαϊκό και μαζικό πολιτισμό και χρησιμοποιούν κατανάλωση προϊόντων υψηλού πολιτισμού για να πετύχουν τη διάκρισης τους από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Συνακόλουθα, τα πρότυπα πολιτισμικής κατανάλωσης αναπαράγουν την κοινωνική διαστρωμάτωση. Βασική του θέση ήταν η έννοια της «μεταφοράς» όσον αφορά τις πολιτισμικές προτιμήσεις, η παραδοχή, δηλαδή, ότι το άτομο που καταναλώνει ένα είδος πολιτισμικών προϊόντων ανώτερου ή νόμιμου γούστου (πχ. στη μουσική) θα κάνει το ίδιο και σε άλλα ήδη (εικαστικά, κινηματογράφος κτλ).
Το γούστο σύμφωνα με Μπουρντιέ είναι κοινωνικά προσδιορισμένο: ο Μπουρντιέ επιτίθεται στην φιλοσοφική αντίληψη ότι οι αισθητικές κρίσεις μπορούν να διατυπωθούν με βάση καθολικά και αντικειμενικά κριτήρια για το καλό και το κακό γούστο. Απέδειξε ερευνητικά ότι οι διάφορες τάξεις και επαγγελματικές κατηγορίες στη Γαλλία (δεκαετία ’60) είχαν διαφορετικά γούστα στη μουσική, τη τέχνη, το φαγητό. Επίσης, θεωρούσε πως αυτό συνδέεται με τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες αφού προκύπτει από αυτές και δημιουργεί τύπους δράσης που αναπαράγουν τις αντικειμενικές αυτές δομές. Το γούστο καθορίζεται και αναπαράγεται σε μεγάλο βαθμό από το σχολείο και την οικογένεια και δίνει στο σώμα την κοινωνική του φυσιογνωμία.
Τρία είναι τα Είδη γούστου που προέκυψαν από την έρευνα του Μπουρντιέ:
Νόμιμο (υψηλό) γούστο: έργα που έχουν νομιμοποιηθεί ως σημαντικά (αφορούν την κυρίαρχη τάξη και έχει θετική συνάρτηση με ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο).
Μέσο γούστο: ελάσσονα έργα από τις μείζονες τέχνες (αφορά κυρίως μεσαία στρώματα).
Λαϊκό γούστο: ελαφρά τέχνη ή διαχυμένη λόγια τέχνη, αφορά κυρίως έργα χωρίς καλλιτεχνικές φιλοδοξίες ή αξιώσεις (κατώτερα λαϊκά κοινωνικά στρώματα).
Επιπλέον, κατά τον Μπουρντιέ υπάρχουν 3 είδη κεφαλαίου: το οικονομικό κεφάλαιο (οι υπάρχοντες οικονομικοί πόροι-εισόδημα), το κοινωνικό κεφάλαιο (γνωριμίες–δίκτυο φίλων με σκοπό την κοινωνική, επαγγελματική, πολιτική ακόμη και την οικονομική ωφέλεια) και το πολιτισμικό κεφάλαιο (γνώση τεχνών και πολιτισμού, γούστα και πολιτισμικές προτιμήσεις, τυπικά προσόντα: πτυχία πανεπιστημίου, τίτλοι σπουδών κτλ, δεξιότητες και τεχνογνωσία π.χ. μουσικό όργανο, δεξιότητα στη διάκριση καλού-κακού.) Οι κοινωνικές ελίτ είναι εκείνες που προσδιορίζουν ποιο πολιτισμικό κεφάλαιο είναι αποδεκτό και σημαντικό και ποιο όχι. Προσδιορίζοντας το νόμιμο πολιτισμικό κεφάλαιο οι ελίτ διασώζουν την αξία των δεξιοτήτων και γνώσεων τους και εμπεδώνουν την κοινωνική τους θέση. Έτσι, προκύπτει η αντίθεση μεταξύ εκλεπτυσμένης, πνευματώδους, ανθεκτικής και σοβαρής υψηλής κουλτούρας και λαϊκής, εφήμερης και τετριμμένης καθώς και μια λαϊκή αισθητική που ο Μπουρντιέ βλέπει ότι διατηρεί μια συνέχεια μεταξύ τέχνης και ζωής, η οποία αντιτίθεται σε μία υψηλή αισθητική που δίνει έμφαση στην αισθητική μορφή έναντι του περιεχομένου και αναζητά στοιχεία αποστασιοποίησης από το καλλιτεχνικό έργο.
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος R. Peterson τη δεκαετία του ’90, αμφισβητώντας το σχήμα του Bourdieu, εισήγαγε την έννοια της «παμφαγίας» (omnivore). Αντιπροτείνει ένα νέο διπολικό σχήμα μεταξύ «παμφαγίας» και «μονοφαγίας». Τα άτομα υψηλής κοινωνικοοικονομικής θέσης κινούνται καταναλωτικά σ’ ένα ευρύ φάσμα πολιτισμικών προτιμήσεων-προϊόντων (π.χ. καταναλώνουν και κλασσική και λαϊκή μουσική). Τα άτομα με κατώτερη κοινωνική θέση τείνουν να κινούνται σε μικρότερο φάσμα πολιτισμικών προτιμήσεων (μονοφαγία-univores)
Όλες οι κοινωνιολογικές κριτικές στο σχήμα τονίζουν ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν αντανακλάται απόλυτα στην πολιτισμική κατανάλωση όπως υποστήριζε ο Bourdieu, αυτό όμως δεν ακυρώνει τη σημασία της. Οι κριτικές, επίσης, δεν συμμερίζονται της μετανεωτερικές προσεγγίσεις που τονίζουν τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής των ατόμων στο πεδίο του πολιτισμού και αυτονομίας τους στο πεδίο της κατανάλωσης και άρα παραμένουν εν μέρει πιστές στο αρχικό σχήμα του Bourdieu για την αναζήτηση του κοινωνικού καθορισμού του γούστου.
Συμπερασματικά, η ιεραρχική προσέγγιση επιβάλλει την αξιολογική ιεράρχηση των καλλιτεχνικών έργων, της πρακτικής και των ίδιων των καλλιτεχνών, άρα οδηγεί στην πολιτιστική «απολυτοκρατία» ή «απολυταρχία», ενώ η σχετικιστική προσέγγιση δεν επιτρέπει ιεράρχηση των καλλιτεχνικών έργων, ούτε της πρακτικής ή των καλλιτεχνών, επομένως ταυτίζεται με την πολιτιστική σχετικοκρατία ή πολιτιστικό σχετικισμό.
Η αλήθεια είναι πως το ερώτημα σχετικά με το εάν υφίσταται η διάκριση σε υψηλή και χαμηλή κουλτούρα είναι περίπλοκο, επικίνδυνο και δύσκολο να απαντηθεί. Μολαταύτα, το φασματικό σχήμα φαίνεται να ανταποκρίνεται καλύτερα στις συνθήκες της σημερινής κοινωνίας, στην οποία κυριαρχεί μία ρευστότητα στην κατανάλωση και μία τάση παγκοσμιοποίησης στην επιλογή, με παρόν, ωστόσο, το στοιχείο της εξατομίκευσης και της διαφοροποίησης. Η υιοθέτηση τέτοιων αντιλήψεων και όχι απόλυτων σχημάτων συμβάλλει στην εξάλειψη των διακρίσεων και της ταξικής κατηγοριοποίησης.
Κείμενο: Εύη Καλαϊτζή (Lavart)
Βιβλιογραφία: P. Bourdieu, Η διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης, Πατάκης, Αθήνα 2002.
J. Walker, Art in the age of mass media, Pluto Press, Λονδίνο 1983.