«Kurt Cobain: Montage of Heck» του Brett Morgen – Κριτική της Μαρίας Μιχαλάκη
Μερικές φορές οι ζωές κάποιων καλλιτεχνών χρειάζονται αποσαφήνιση. Ή μία τελεία. Για να δικαιολογηθούν πράξεις, να γνωστοποιηθούν παρασκηνιακές ιστορίες και άγνωστα κίνητρα. Για να ειπωθούν όλα όσα υπάρχουν και να μείνει μόνο η τέχνη και τίποτα άλλο. Μία τέτοια αποσαφήνιση είναι το μουσικό ντοκιμαντέρ «Kurt Cobain: Montage of Heck», για τη ζωή του τραγουδιστή των Nirvana, σε σκηνοθεσία του μετρ των rockumentaries Brett Morgen και παραγωγή της κόρης του Cobain, Frances Bean. Η ίδια αφού είδε το αποτέλεσμα, είπε στον σκηνοθέτη: «Έφτιαξες την ταινία που ήθελα να δω». Συμφωνούμε.
[dropcap size=big]T[/dropcap]ο «Kurt Cobain: Montage of Heck» συγκεντρώνει αδημοσίευτο υλικό από τη ζωή του rock μουσικού που καλύπτει τα παιδικά του χρόνια μέχρι το θάνατό του. Οικογενειακά βίντεο και φωτογραφίες, πειραματικές ηχογραφήσεις, σχέδια και σημειώσεις του ίδιου συνδυάζονται με συνεντεύξεις από τα πρόσωπα που τον έζησαν από κοντά, συναρμολογώντας το κολάζ της ζωής του. Η αρχή του, η οικογένεια του, η εφηβεία του και η επανάστασή του, το συγκρότημα και η μουσική του, οι γυναίκες και η κόρη του, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις και η αυτοκτονία του. Η άνοδος και η πτώση ενός καλλιτέχνη.
[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Η[/dropcap] ευθύνη του δημιουργού ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή κάποιου είναι τεράστια. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την ταραγμένη ζωή ενός ειδώλου που έχει επηρεάσει κάθε μεταγενέστερή του γενιά. Ο Brett Morgen αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ευθύνης, στέκεται απέναντι στη θολή αλήθεια και προσπαθεί να την ανακαλύψει, όσο το δυνατόν πληρέστερα. Είχε στη διάθεση του έναν τεράστιο όγκο αμοντάριστου οπτικού υλικού, από τα πρώτα γενέθλια του Cobain μέχρι τα πρώτα γενέθλια της κόρης του και ό,τι υπήρξε ενδιάμεσα, αμέτρητες σελίδες από ημερολόγια και κασέτες με αυτοσχεδιασμούς. Μίλησε με αυτούς που τον ήξεραν καλύτερα, τους γονείς του, την αδερφή του, τις γυναίκες που τον σημάδεψαν και τους φίλους του. Αναζήτησε τα γεγονότα και προσπάθησε να καταλάβει τα συναισθήματα και την ψυχή του ανθρώπου από αυτά που έχει αφήσει πίσω. Στο τέλος του ντοκιμαντέρ νιώθεις ότι (επιτέλους) ξέρεις τον Cobain πίσω από το μύθο και την εικόνα, ότι τον ξέρεις όπως πραγματικά ήταν. Περίεργο αίσθημα.
[dropcap size=big]Ε[/dropcap]κτός από την πιστότητα στην αλήθεια, ο Morgen είχε να αντιμετωπίσει ακόμα μία πρόκληση. Την αναβίωση ενός ρυθμού, μιας εποχής, μιας αίσθησης που δεν υπάρχει πια. Το γρήγορο μοντάζ και η σωστή ακολουθία του υλικού, συνθέτουν το τέμπο της ταινίας, που παρά τα εκατό σαράντα πέντε λεπτά που διαρκεί, δεν σε κουράζει. Το όμορφο, λακωνικό animation και η επεξεργασία που ζωντανεύει τα σχέδια του Cobain, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα υπνωτιστικό, μαγνητικό που δεν σε αφήνει να στρέψεις αλλού το βλέμμα σου. Είναι, όμως, και η μουσική της ταινίας, οι ήχοι των Nirvana και η grunge φωνή του Cobain που προσδίδουν στην μαγεία. Τη μαγεία της συνειδητοποίησης, ότι όλοι οι στίχοι ήταν πηγαία δημιουργία και ανάγκη για έκφραση και αποδοχή, ότι όλοι ήρθαν μέσα από τα άδυτα ενός ταλαντούχου, ευαίσθητου, παθιασμένου ανθρώπου που έγραφε ό,τι ζούσε.
Τελικά έμελλε να γίνει βορά. Των γυναικών, των ναρκωτικών, της διασημότητας, της εικόνας του. Και έζησε μέχρι εκεί που πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει. Κάποιοι τον θαύμασαν και κάποιοι τον λάτρεψαν, κάποιοι τον κατηγόρησαν, κάποιοι άλλοι τον υπονόμευσαν. Ένα μπερδεμένο τοπίο που ξεκαθαρίζεται με ένα ντοκιμαντέρ. Το κεφάλαιο «Kurt Cobain» έκλεισε με αυτήν την ταινία. Και έμεινε μόνο η ιστορία και μερικοί στίχοι.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)