[dropcap size=big]Π[/dropcap]ολλοί θεωρούν ότι ο Reed δεν υπήρξε ποτέ καλλιτέχνης που κουβαλά το αστέρι ή την γκλαμουριά πάνω του, όπως σίγουρα υπήρξε ο Bowie ή ο Iggy Pop. Εγώ, από την άλλη, θα έλεγα ότι υπήρξε μια «ήσυχη δύναμη».
«Ήσυχη δύναμη», γιατί ενώ η καριέρα του χαρακτηρίζεται από μεγάλες στιγμές, πολλή μουσική, πάθη, ρηξικέλευθες αλλαγές, ποτέ δεν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ή δεν αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Μάλιστα, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της μουσικής του καριέρας, ως βασικό μέλος των Velvet Underground, η επιτυχία δεν ήρθε νωρίς καθώς οι δίσκοι τους δεν συνάντησαν μεγάλη αποδοχή. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει πει και ο Brian Enο: ‘’Όσοι τότε αγόρασαν το δίσκο, ξεκίνησαν να δημιουργούν τη δική τους μπάντα». Αλλά και τεράστια ονόματα, όπως David Bowie, Roxy Music, Sex Pistols, R.Ε.Μ., Brian Eno, Patti Smith αποτέλεσαν οπαδοί της μουσικής των Velvet και «έκλεψαν» πολλά στοιχεία ακούγοντας τις ηχογραφήσεις τους. Πράγματι, ο Reed και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος δημιούργησαν έναν τόσο επιδραστικό και διαφορετικό για την εποχή ήχο που δύσκολα κάποιος αδιαφορούσε για τη μουσική και το ύφος τους. Έθεσαν μία νέα βάση στα μουσικά δεδομένα και διεύρυναν το φάσμα σε σχεδόν όλα τα είδη της ροκ. Ακόμα και το αντικείμενο των στίχων που έγραφε -κυρίως- ο Lou ήταν διαφορετικό. Μιλάμε για τις δεκαετίες 1960 και 1970, κατά τις οποίες ο πόλεμος, η ειρήνη και ο έρωτας απασχολούσαν το κοινό λόγω κυρίως του πολέμου στο Βιετνάμ και αυτά, επομένως, ήταν τα θέματα που πλαισίωναν τους στίχους των τραγουδιών. Αντίθετα, ο Lou έγραφε τραγούδια για τη βία, την κακόφημη γειτονιά του, το σεξ και τα ναρκωτικά. Φαίνεται ότι η ψυχοσύνθεσή του, πάντα με μια δόση ποίησης και ρομαντισμού, τον κατεύθυναν στη δημιουργία τέτοιων στίχων, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές αποτέλεσαν αιτία για να δοκιμάσει την απόρριψη από πολλές δισκογραφικές εταιρείες.
[dropcap size=big]O[/dropcap] Reed ασχολήθηκε από πολύ μικρός με τη μουσική. Έμαθε κιθάρα από το ραδιόφωνο λατρεύοντας τα blues και rock ‘n’ roll ακούσματα της εποχής, με επακόλουθο στα 14 χρόνια του να έχει κυκλοφορήσει τον πρώτο του μικρό δίσκο σε στυλ Rythm and Βlues ενώ συμμετείχε και σε μουσικές μπάντες του σχολείου του. Μεγαλωμένος στη Νέα Υόρκη σε ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, το 1956 υποβλήθηκε σε «θεραπεία» με ηλεκτροσόκ (τρεις φορές την εβδομάδα!) για να αποβάλει την αμφισεξουαλικότητά του. Ο ίδιος αναφέρεται σε αυτό στο τραγούδι Kill Your Sons: ‘’All your two-bit psychiatrists / Are giving you electroshock / They said they’d let you live at home with mom and dad / Instead of mental hospitals / But every time you tried to read a book / You couldn’t get to page seventeen / Cos you forgot where you were / So you couldn’t even read’’. Έπειτα σπούδασε δημοσιογραφία, σκηνοθεσία και δημιουργική συγγραφή, για να καταλήξει πίσω στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε ως μουσικός σε στούντιο. Την επόμενη χρονιά ίδρυσε μαζί με τον Ουαλό βιολιστή συνάδελφό του, John Cale το συγκρότημα The Primitives, το οποίο μετεξελίχθηκε τελικά στους The Velvet Underground με επιπλέον μέλη τον κιθαρίστα Streling Morrison και τον ντράμερ Angus MacLise, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Moe Tucker το 1965.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] εποχή των Velvet Underground θα διαρκέσει μόλις μια τετραετία, από το 1967 μέχρι το 1970. Μέσα σ’ αυτήν την τετραετία, θα γνωρίσουν το μέντορά τους και φίλο του Reed, Andy Warhol. Λέγεται ότι τον γνώρισαν δύο ημέρες πριν τα Χριστούγεννα ενώ ανήμερα των Χριστουγέννων θα έπαιζαν στο Café Bizarre (ενός club στο Greenwich Village). Μη θέλοντας να δουλέψουν ανήμερα των Χριστουγέννων, αποφάσισαν να απολυθούν και σκαρφίστηκαν μία τέλεια ιδέα! Ο μάνατζερ του club τούς είπε ότι εάν έπαιζαν ξανά το The Black Angel’s Death Song θα τους απέλυε. Έτσι και έκαναν! Έκτοτε θα βασιστούν στον ταλαντούχο καλλιτέχνη και πρωτοπόρο της Pop Art, Andy Warhol, ο οποίος δεν θα τους απογοητεύσει. Εμπνευστής και δημιουργός του χαρακτηριστικού σκίτσου με την μπανάνα στον πρώτο τους δίσκο θα τον κατατάξει -πολύ αργότερα- σ’ έναν από τους δημοφιλέστερους δίσκους όλων των εποχών! Αν έπρεπε να αποδώσουμε κάπου τα ένσημα για την -μετέπειτα- επιτυχία αυτού του δίσκου, θα λέγαμε ότι αυτή σίγουρα οφείλεται 50 τοις εκατό στον ήχο και την ιδιοσυστασία του συγκροτήματος και στο άλλο 50 τοις εκατό στο καλλιτέχνημα του Warhol. Η είσοδός τους στη μουσική βιομηχανία το 1967 με τον πρώτο αυτό δίσκο εγκαινιάστηκε με τη συνεργασία τους με την Nico, Γερμανίδα πρώην μοντέλο, την οποία σύστησε ο Warhol. Ο Lou δεν ήταν και πολύ σύμφωνος με αυτήν τη συνεργασία, αλλά τελικά δέχτηκε. Λέγεται ότι συχνά στις συναυλίες ο Reed και ο Cale έπαιζαν σκόπιμα πάνω από τη φωνή της Nico ή χαμήλωναν την ένταση του καναλιού της την ώρα που τραγουδούσε. Η συνεργασία αυτή, τελικά, διήρκησε μόνο για έναν δίσκο αφού μέχρι την ηχογράφηση του δεύτερου δίσκου (White Light/White Heat), η Nico είχε απομακρυνθεί και ο Warhol είχε απολυθεί. Το 1972 ο Lou Reed και ο John Cale επανενώνονται στη σκηνή με την Nico για μία συναυλία στο γνωστό σε όλους μας -μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι- Bataclan.
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο ταλέντο των Velvet, όμως δεν περιορίστηκε μόνο στη μουσική αφού με παρακίνηση του Warhol, έκαναν ένα μικρό πέρασμα και στον κινηματογράφο με τη συμμετοχή τους σε μία σειρά ταινιών του τελευταίου, με τον τίτλο Cinematique Uptight αλλά και στην τηλεόραση με την παρουσία τους στην εκπομπή The Exploding Plastic Inevitable. Οι Velvet Underground, ένα συγκρότημα-αποκύημα -κυρίως- της avant-garde κουλτούρας του Ουαλού John Cale και του άκρως ποιητικού λόγου -αλλά και εσωτερικού κόσμου- του Lou Reed συνθέτουν ένα μοντέρνο, ποικιλόμορφο μουσικό μωσαϊκό που αρχικά θα γοητεύσει μόνο τους underground μουσικούς κύκλους της Νέας Υόρκης. Αργότερα, θα εμπνεύσει και θα εμπνέει αμέτρητα συγκροτήματα του ανεξάρτητου ροκ με τις συγχορδίες από την κιθάρα του Reed να αποτελούν τη βάση στις ηχογραφήσεις τους.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] προσωπική καριέρα του Reed αρχίζει το 1972. Όταν έφυγε από τους Velvet Underground, ο Reed εργάστηκε για περίπου ένα χρόνο στην φοροτεχνική επιχείρηση του πατέρα του. Έβγαζε 40 δολάρια την εβδομάδα ως δακτυλογράφος, μέχρι να υπογράψει συμβόλαιο με την RCA και να ηχογραφήσει τον πρώτο του solo δίσκο. Στο δεύτερο solo δίσκο του, με τίτλο Transformer, συνεργάζεται με τον Mick Ronson και τον David Bowie. Η συνεργασία αυτή αποδεικνύεται δημιουργική με το τραγούδι Walk On The Wild Side να ανεβαίνει για πρώτη φορά στα 10 πρώτα charts της Αμερικής! Σημαντικό γεγονός για τον Reed, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι κανένα τραγούδι των Velvet δεν είχε παιχτεί από το αμερικανικό ραδιόφωνο! Παρ’ όλα αυτά, οι στίχοι του Walk On The Wild Side: ‘’But she never lost her head / Even when she was giving head’’, δεν λογοκρίθηκαν από το BBC, επειδή δεν γνώριζαν ότι η έκφραση «giving head» παραπέμπει σε κάτι πονηρό! Στο ίδιο άλμπουμ υπήρχε και το Perfect Day, το οποίο θα ανακαλύψει το κοινό στη δεκαετία του ’90 και θα συμβάλει σε μία μεγάλη ανατροπή: To Perfect Day αντικαθιστά το Walk On The Wild Side, ως το βασικό τραγούδι, στις συναυλίες που ακολούθησαν μετά την επιτυχία του.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
[dropcap size=big]Σ[/dropcap]
τα υπόλοιπα χρόνια της δεκαετίας του ’70, θα ακολουθήσει το επίσης αρκετά εμπορικό Berlin, το Sally Can’t Dance και το πειραματικό διπλό άλμπουμ Metal Machine Music, που θα επικριθεί από πολλούς και θα είναι ο βασικός λόγος διακοπής της συνεργασίας του με την εταιρεία RCA. Μάλιστα, όσον αφορά το Berlin, αυτή η ‘’rock opera’’ για τα ναρκωτικά το αλκοόλ, την πορνεία, τη βία και την αυτοκτονία, έλαβε αρνητικές κριτικές από το Rolling Stone για να λάβει τη θέση που του άξιζε τριάντα χρόνια μετά ως ένας από τους σπουδαιότερους δίσκους όλων των εποχών! Και εάν όλα αυτά σκιαγραφούν έναν Lou Reed διψασμένο για μια κάποια επιτυχία, τελικά μας διαψεύδει η ίδια η ιστορία. Στο τέλος, διαγράφεται ένας μουσικός πιστός στην θρησκεία του, τη ροκ μουσική αλλά και την ιδαίτερα ποιητική του ιδιοσυγκρασία με τάσεις πειραματικότητας, πεπεισμένος ότι μια μέρα οι δημιουργίες του θα δικαιωθούν..
[dropcap size=big]Σ[/dropcap]την επόμενη δεκαετία θα συνεργαστεί ξανά με τον John Cale για την ηχογράφηση του album Songs For Drella αφιερωμένο στη μνήμη του φίλου τους Andy Warhol, που πέθανε το 1987 ύστερα από μία εγχείριση ρουτίνας. Το Drella στον τίτλο ήταν ο συνδυασμός των λέξεων Dracula και Cinderella που ήταν τα υποκοριστικά που χρησιμοποιούσαν για τον Warhol οι φίλοι του. Πάλι, ο θάνατος δύο φίλων του θα τον οδηγήσει το 1991 στην ηχογράφηση του Magic and Loss. Παράλληλα με τη μουσική, ο Reed υπήρξε και αφοσιωμένος εραστής της ποίησης. Αποκορύφωμα αυτής της ενασχόλησης υπήρξε η εμβάπτιση της ποίησης στα νερά της μουσικής με την ηχογράφηση του διπλού album The Raven, εμπνευσμένο από το γνωστό κοράκι του Edgar Allan Poe, καθώς και το υλικό που χρησιμοποίησε στο musical Time Rocker που έγραψε μαζί με τον Robert Wilson.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
[dropcap size=big]Γ[/dropcap]ενικά, η δισκογραφική δουλειά του Reed είναι τόσο εκτενής που λαμβανομένου κάθε φορά υπ’ όψιν του ιστορικού και ψυχικού υποβάθρου του, απαιτεί αναλύσεις επί αναλύσεων. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι εάν κάποιος προσέξει κάθε μουσική δουλειά του Reed θα διαπιστώσει ότι καμία δεν έχει ομοιότητες με την άλλη. Με μια μικρή παράφραση του ποιήματος του Παυλόπουλου Τα Αντικλείδια, αυτός ο καλλιτέχνης είναι σαν να προσπαθούσε μέσω του νέου δημιουργήματός του, να προσεγγίσει κάτι νέο στο μουσικό κόσμο, μέσω ενός καινούριου κλειδιού να ανοίξει την Πόρτα της Μουσικής.. Σαν σήμερα, πριν 4 χρόνια, μία καθόλου ‘’Perfect Day’’ αυτός ο ασταμάτητος αναζητητής της μουσικής και ποιητικής γνώσης, στα 71 του χρόνια, μας αφήνει. Όμως, αυτή η Πόρτα δεν έκλεισε και δεν θα κλείσει ποτέ. Κάθε φορά που θα ακούμε αυτήν τη βραχνή φωνή και τον ιδαίτερο, ξεχωριστό ήχο του, η Πόρτα θα ανοίγει και πάλι..
Κείμενο: Δήμητρα Παπαγεωργίου (Lavart)