Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, η απρόβλεπτη ποίηση και η απρόβλεπτη ζωή του
Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω.
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί!…
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής
Θέλετε
θα ‘μαι ακέραιος όλο κρέας λυσσασμένος,
—κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός—
θέλετε —
θα ‘μαι η άχραντη ευγένεια
— όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια.
Το ποίημα Σύννεφο με παντελόνια (ή Σύγνεφο, όπως αποδόθηκε από τον Ρίτσο) γράφτηκε από τον Ρώσο ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι το 1915, όταν εκείνος ήταν σε ηλικία μόλις 22 ετών. Ο Μαγιακόφσκι, γεννημένος στο χωριό Μπαγκντάτα της σημερινή Γεωργίας, τον Ιούλιο του 1893, μετακόμισε με την μητέρα και τ’ αδέρφια του στη Ρωσία το 1906, όταν ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή. Ήδη από τα 15 του ξεκινά να δραστηριοποιείται πολιτικά και εντάσσεται στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, φυλακίζεται επανειλημμένα για τη δράση του και μέσα στη φυλακή ξεκινά να γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Η ποίησή του σύντομα αποκτά χαρακτήρα και ταυτότητα, καθώς ο Μαγιακόφσκι ασπάζεται και ακολουθεί το κίνημα του φουτουρισμού. Αδιαφορία έως και απαξίωση για καθετί «παλιό», λατρεία για τη νέα, τότε ρηξικέλευθη τεχνολογία και μια σαφής απόσταση των φουτουριστών καλλιτεχνών από τον ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό που κατέκλυζε τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα των προηγούμενων χρόνων. Ο Μαγιακόφσκι γράφει με γλώσσα σίγουρα όχι «ρομαντική», ακόμα κι όταν μιλάει για τον έρωτα, δηλαδή σχεδόν πάντα. Λέξεις σκληρές και σαρκασμός στα μικρά του «μανιφέστα», όπως στο κείμενο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού», που υπέγραψε από κοινού με τους Ντμίτρι Μπουρλιούκ, Αλεξέι Κριουτσιόνιχ και Βελιμίρ Χλέμπνικοφ, μέσα από το οποίο δεν δίστασαν να αποκηρύξουν μέχρι και τους μεγάλους Ρώσους λογοτέχνες.
Το παρελθόν είναι πολύ στενό. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι λιγότερο καταληπτοί από τα ιερογλυφικά.
Η -όχι και τόσο συνηθισμένη για την εποχή- ποίηση του Μαγιακόφσκι, είχε γίνει ήδη δημοφιλής στα χρόνια πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, περίοδο εξάλλου που χαρακτηρίστηκε από πολιτιστική έκρηξη. Πέρα όμως από τις πολιτικές ιδέες που τροφοδοτούν τη σκέψη και την ποίησή του, έρχεται κι ο έρωτας, για να ζωντανέψει ακόμα περισσότερο την καλλιτεχνική του φλόγα.
Ο έρωτας στη ζωή του Μαγιακόφσκι
Το 1915, ο Μαγιακόφσκι γνωρίζει τη Λίλια Μπρικ, την γυναίκα που οι σημερινοί ιστορικοί τέχνης και βιογράφοι του ποιητή ονομάζουν ως τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Η Μπρικ εκτός από μεγάλος έρωτας του Μαγιακόφσκι ήταν και η σύντροφος του εκδότη του, Όσιπ Μπρικ, με τον οποίο πάντως είχαν συμφωνήσει πως θα έχουν έναν ανοιχτό γάμο. Ανάμεσα στον εκδότη Μπρικ, τη Λίλια και τον Μαγιακόφσκι αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη σχέση μέχρι που το 1918 μετακομίζει μαζί τους και γίνεται το τρίτο πρόσωπο του γάμου, ένα τρίτο πρόσωπο -ποιος θα το φανταζόταν- επίσημα αναγνωρισμένο.
Συνήθως ο Βλαντιμίρ ξυπνούσε πρώτος. Περνούσε από το δωμάτιο του Όσιπ κι αν άκουγε πως είχε ξυπνήσει του ζητούσε να έρθει αμέσως για πρωινό. Είχε ετοιμάσει το σαμοβάρι κι έφτιαχνε ένα βουνό από σάντουιτς –βούτυρο, αβγά, λουκάνικα- καθόμασταν στο τραπέζι, τρώγαμε, πίναμε τσάι και διαβάζαμε τις πρωινές εφημερίδες. Το πρωινό ήταν η αγαπημένη του στιγμή της μέρας. Το πρωί ήταν πάντα καλοδιάθετος και κάθε πρωί το περνούσαμε έτσι. Ο Όσιπ του μιλούσε για όλα αυτά που διάβαζε. Ο Μαγιακόφσκι σπανίως είχε χρόνο να διαβάσει. Έγραφε συνεχώς. Αλλά τον ενδιέφεραν τα πάντα. (Από το ημερολόγιο της Λίλια Μπρικ)
Ο Μαγιακόφσκι, σχεδόν ερωτευμένος με τον έρωτα, έμεινε με την Μπρικ (και τον Οσίπ) για πάνω από μια δεκαετία, έπειτα έφυγε χωρίς, ωστόσο, να πάψει να τους θεωρεί ως τη μοναδική του οικογένεια. Σ’ ένα ταξίδι του στην Αμερική γνωρίζει την Έλι Τζόουνς. Από τον έρωτά τους γεννιέται ένα κορίτσι, του οποίου την ύπαρξη δεν μαθαίνει παρά λίγα χρόνια μετά, την περίοδο που ζούσε έναν ακόμη παθιασμένο έρωτα, στο Παρίσι αυτή τη φορά, με την συμπατριώτισσά του Τατιάνα Γιακόβλεβα. Η ιστορία λέει για τον Μαγιακόφσκι πως αγάπησε τόσο πολύ την Γιακόβλεβα που είχε φροντίσει, αφού πεθάνει, να της αποστέλλεται κάθε βδομάδα ένα μπουκέτο λουλούδια, για να μην σκεφτεί ούτε στιγμή πως δεν είναι μαζί της. Η Γιακόβλεβα γίνεται η πρώτη γυναίκα, η μοναδική σχέση του Μαγιακόφσκι που θα προκαλέσει ζήλια στην Μπρικ που πάντως δε θέλησε ποτέ να τον βγάλει από τη ζωή της.
Η αυτοκτονία
Στις 14 Απριλίου 1930, ο Μαγιακόφσκι γράφει ένα ακόμη αντισυμβατικό κείμενο που δεν είναι όμως κάποιο δοκίμιο ή ποίημα αλλά ένα σημείωμα που συνέταξε πριν στρέψει πάνω του το περίστροφο, για να αυτοκτονήσει.
Σε όλους.
Μην κατηγορήσετε κανέναν για τον θάνατό μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ’ ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.
Όπως λένε “Το επεισόδιο έληξε”.
Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών;
Να ‘στε ευτυχισμένοι.
Ο θάνατός του υπήρξε για χρόνια ένα μυστήριο, καθώς πολλοί θεώρησαν πως δεν πρόκειται για αυτοκτονία αλλά για δολοφονία από τις μυστικές υπηρεσίες του σοβιετικού καθεστώτος. Ο Μαγιακόφσκι είχε, βέβαια, νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική με σημάδια κατάθλιψης λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του. Μόνο 37 ετών ήταν όταν απόφασισε να αποχαιρετίσει την αγαπημένη του Λίλια. Οι βιογράφοι του αναγνωρίζουν σ’ αυτόν μια προσωπικότητα που δεν χωρούσε στα μέτρα της εποχής, που πάλευε να ταιριάξει τους ρυθμούς της φρενήρους ζωής του με τη ζωή των άλλων.
«Συντρίμμια η βάρκα της αγάπης/ πάνω στην καθημερινότητα», έγραφε. Χωρίς μελοδράματα, χωρίς αχρείαστα δήθεν ρομαντικά αποφθέγματα χάρισε στο κοινό του μια ποίηση απαλλαγμένη από υπεκφυγές και απαγορεύσεις.
Μετά την αυτοκτονία του και παρά την έντονη πολιτική του δράση, ο σοβιετικός τύπος στρέφεται κατά του Μαγιακόφσκι. Η Λίλια Μπρικ ζήτησε τότε από τον Στάλιν να αποκαταστήσει το όνομα του Μαγιακόφσκι, ο οποίος δεν το αρνήθηκε χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής». Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε από τον συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ ως ένας «δεύτερος θάνατος» για τον ποιητή.
Η ποίηση του Βολόντια, όπως τον αποκαλούσε η Μπρικ, οι τολμηροί, πολύμορφοι για να χωρέσουν σε καλούπια, στίχοι του πηγάζουν από τα βάθη της Ρωσίας και διατρέχουν ακόμη και σήμερα με πάθος τα αναγνώσματά μας. Ίσως και σήμερα ακόμη ο Μαγιακόφσκι να μην μπορούσε να ζήσει ελεύθερα τόσο αντισυμβατικά όσο επιθυμούσε. Ίσως να ήταν «ο φευγάτος κουλτουριάρης», που στερεοτυπικά κάποιοι θα τον αποκαλούσαν. Σίγουρα όμως, θα ήταν ο αθεράπευτα ερωτευμένος που ούτε για μια στιγμή δεν φοβάται να ζήσει τον έρωτά του.
Κάθε τριχούλα σου
σγουρή,
χρυσωμένη,
τη γεμίζω με χάδια.
Ω, τι άνεμοι,
από ποιο νότο
θαυματουργήσανε
με τη θαμμένη αυτή καρδιά;
Τα μάτια σου ανθίζουν
δυο ξέφωτα!
Σ’ αυτά τα ξέφωτα χοροπηδάω
σάμπως χαρούμενο παιδί.
(Έρωτας και Πόλεμος, απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Κείμενο: Ανθή Γιάγκα (Lavart)