Ο Ναρκισσισμός στην πιο γοητευτική του εκδοχή
“Α ωραίο το βιβλίο που έχεις εκεί. Το είδα προχθές στο βιβλιοπωλείο , μου κίνησε το ενδιαφέρον το εξώφυλλο και το ξεφύλλισα λίγο”, μου είπε τις προάλλες μια συμφοιτήτρια μου. Και πράγματι, γιατί να μην κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του; Δύσκολα θα μείνει ένας αναγνώστης που βιγλίζει τα ράφια σε κάποιο βιβλιοπωλείο αδιάφορος από το εξώφυλλο του “Πρωτόλειου”. Το ύφος της καθισμένης νεαρής κοπέλας, στο οποίο έχει διοχετευτεί η ματαιοδοξία, ο ναρκισσισμός, το πείσμα και η φιλοδοξία σε τόσο ίσες ποσότητες, θρέφει την περιέργειά μας και ωθεί πολλούς στο να ρίξουν μια παραπάνω ματιά στο βιβλίο.
Ξεκινώ να μιλήσω για αυτό το βιβλίο ως νεαρός φοιτητής-αναγνώστης με λογοτεχνικούς προβληματισμούς και αναζητήσεις. Θα μιλήσω δηλαδή εκ μέρους του 90% των συνομηλίκων μου μιας και η θεωρία πως οι νέοι δεν διαβάζουν δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας καθησυχαστικός μύθος από εκάστοτε “μεγαλύτερους” ώστε να υποβιβάζουν τις νέες γενιές. Οι σύγχρονοί μου όχι μόνο διαβάζουν , αλλά γράφουν και οι ίδιοι κατά κόρον.
Και γύρω από αυτόν τον προβληματισμό, που είναι αρκετά προσωπικός αλλά ταυτόχρονα και τόσο κοινός, κινείται το “Πρωτόλειο”. Διότι πρόκειται για την συναισθηματική και εν πολλοίς αισθητική αντανάκλαση πολλών από εμάς και είναι σίγουρα ενδιαφέρον να βλέπεις κάποιες πτυχές του νεανικού σου εαυτού να εκτυλίζονται σαν αμερικανική σειρά στο Netflix αλλά μέσα από ένα μυθιστόρημα. Ο βασικός ήρωας, Πίτερ, η κοπέλα του, η φίλη τους που κάποια στιγμή ερωτεύεται, όλοι θέλουν να γίνουν συγγραφείς. Και περιμένουν να λάμψει το άστρο τους προτού -ή ακόμα και αν δεν- το ζωγραφίσουν εκείνοι πρώτα στον καμβά της ζωής τους. Και φυσικά το αλκοόλ ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας τους, σωσίβια λέμβος για να τους σώσει από την ψυχική ανισορροπία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα απόνερα των επιλογών τους. Τα κύματα του ενός σκάνε στου άλλου, αλληλεπιδρούν, ερωτεύονται, χωρίζουν, φλερτάρουν, μαλώνουν. Και όλα αυτά ο συγγραφέας τα παρουσιάζει με μια ατόφια απλότητα, που δίνει την αίσθηση ότι είναι ανεπεξέργαστα δανεισμένη από στιγμές μιας ενδιαφέρουσας παρέας νέων ανθρώπων. Και στην προσπάθεια αυτή συνεπικουρεί η μετάφραση της Βίβιαν Στεργίου που συν τοις άλλοις καταφέρνει να αποδώσει την αργκό της ελληνικής νεολαίας με έναν πλήρως αντιπροσωπευτικό τρόπο.
Από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα ξεδιπλώνεται η ιστορία μέσα από μια σαρκαστική διάθεση, εν είδει μάλλον μιας ήπιας αυτοκριτικής εκ μέρους του συγγραφέα. Και στην ουσία την θεώρησα ως μια πλοκή σχεδόν προδιαγεγραμμένη από την αρχή, χωρίς σπουδαίες ανατροπές. Παρόλα αυτά ρούφηξα κάθε σελίδα διότι άγγιζαν μια ευαίσθητη πνευματική χορδή εντός μου, που πολλές φορές ο ήχος της δεν ήταν και πολύ ευχάριστος. Φιλοδοξίες , μα βαρεμάρα και μισοτελειωμένα πράγματα. Ναρκισσισμός, μα με αύρα ματαιότητας. Και αυτό το αντιφατικό κράμα ναρκισσισμού και ματαιοδοξίας είναι το “Πρωτόλειο”, στην πιο γοητευτική του εκδοχή.
Κείμενο: Βαγγέλης Βαϊάννης (Lavart)