«…Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα μνημεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους…»
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον λογοτέχνη, ποιητή και πεζογράφο, Δημήτριο Βικέλα και ακούστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο Αθλητισμού, που πραγματοποιήθηκε το 1894 στο Παρίσι, με θέμα την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Την ιδέα της αναβίωσης του αρχαιοελληνικού αυτού ιδεώδους είχε ο Βαρώνος Ντε Κουμπερτέν, ο οποίος , μάλιστα, επιθυμούσε η πραγματοποίησή του να λάβει χώρα στη Γαλλία το 1900. Ο μεστός , όμως, λόγος του Δημήτρη Βικέλα και η δύναμη της πειθούς που διέθετε, κατάφερε ν’ αλλάξει τα αρχικά σχέδια του Βαρώνου. Έτσι, ο πρώην λογιστής κατάφερε να διοργανωθούν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Πρωτεύουσα της Ελλάδας και να κερδίσει την εμπιστοσύνη , όσων τον εξέλεξαν, ως πρώτο Πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
Ο Δημήτρης Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου , στις 15 Φεβρουαρίου του 1835. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και έλκυε την καταγωγή του από τη Βέροια του Νομού Ημαθίας, η δε μητέρα του, Σμαράγδα, καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Ηπείρου, τους Μελάδες . (Ο εθνικός ήρωας, Παύλος Μελάς, ήταν συγγενής του).
Από την παιδική του ηλικία , ο Δημήτρης, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας . Η φοίτησή του σε σχολείο καθίσταται αδύνατη και η μητέρα του Σμαράγδα, που υπήρξε πολύ καλλιεργημένη, αναλαμβάνει τη μόρφωσή του. Σ΄αυτήν, όπως ο ίδιος ομολόγησε κάποτε, όφειλε την κλίση του στη Λογοτεχνία.
Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, η οικογένεια μετακινείται συχνά. Κάποτε επιστρέφουν στη Σύρο και ο έφηβος, πια, Δημήτρης φοιτά στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, μαζί με τον Εμμανουήλ Ροϊδη, με τον οποίο υπήρξαν συμμαθητές , εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα.
Σε ηλικία 16 ετών το 1851, ο νεαρός Βικέλας μεταφράζει από τα Γαλλικά την «Εσθήρ» του Ρακίνα, γεγονός που σήμανε και την είσοδό του στον χώρο των γραμμάτων. Ένα χρόνο μετά, σε ηλικία 17 ετών, εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου εργάζεται ως λογιστής στην επιχείρηση των θείων του «Αφοι Μελά» και στη συνέχεια γίνεται συνέταιρός τους. Παράλληλα σπουδάζει Βοτανική και παίρνει το δίπλωμά του.
Στα 1876 η εταιρεία διαλύεται και ο Βικέλας στρέφεται αποκλειστικά στην κοινωνική δράση και τα γράμματα. Άλλωστε, η περιουσία που έχει αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια, τον βοηθά σε αυτή του την απόφαση. Την ίδια χρονιά μετακομίζει οριστικά στην Αθήνα. (Στο Παρίσι διέμενε τα τελευταία χρόνια αναγκαστικά, λόγω της ασθένειας της γυναίκας του, που κατέληξε στον εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική).
Σημαντικότερο έργο του Δημήτρη Βικέλα, το οποίο αποτελεί τομή στην Ελληνική Λογοτεχνία είναι ο «Λουκής Λάρας», αφού μέσω αυτού εισάγεται στα ελληνικά γράμματα ένα νέο είδος πεζογραφίας, η Ηθογραφία. Μαζί με τον Γεώργιο Βιζυηνό, γίνονται οι πρώτοι ηθογράφοι. (Ηθογραφία είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού, που πολύ συχνά περιέχει και νατουραλιστικά στοιχεία).
Ο «Λουκής Λάρας», ένας αντι-ήρωας, θα λέγαμε, της εποχής του, χαρακτηρίζεται ως εκτεταμένο διήγημα ή βραχύ μυθιστόρημα και δημοσιεύεται σε συνέχειες στην «Εστία», ενώ ολόκληρο το έργο εκδίδεται σε βιβλίο, τον Ιούνιο του 1879. Θέμα του, οι επιπτώσεις της Επανάστασης του 1821, στους απλούς ανθρώπους της χώρας.
Άλλα έργα τουσυγγραφέα είναι, «Ο λυσσασμένος», «Η άσχημη αδελφή», ο «Φίλιππος Μάρθας» κ.α. ενώ έχει γράψει και σαράντα περίπου ποιήματα.
Ο Δ. Βικέλας, εκτός από την προσφορά του στα γράμματα, ανέπτυξε και σημαντικό κοινωφελές έργο, αφού υπήρξε ο ιδρυτής του Οίκου Τυφλών, της Σεβαστοπούλειας Σχολής και του «Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων», όπου εκδίδονταν βιβλία σε χαμηλές τιμές. Το 1897, κατά τη διάρκεια του πολέμου, κι έπειτα από παραίνεση του συγγενή του, Παύλου Μελά, οργάνωσε πλωτό νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών του μετώπου της Ηπείρου.
Η πλούσια βιβλιοθήκη του, μετά τον θάνατό του στις 20 Ιουλίου του 1908, πέρασε, έπειτα από επιθυμία του ίδιου, στον Δήμο Ηρακλείου Κρήτης και είναι γνωστή μέχρι σήμερα με την επωνυμία «Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη» .
«Πού επηγαίνομεν; Τι ηθέλομεν; Έμφυτος τις ορμή διηύθυνε τα βήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους Τούρκους. Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεταί τις εις τοιαύτας ώρας;»
Άραγε, τι μπορεί κανείς να σκέφτεται, την ώρα του χαμού;
Κείμενο: Νάσια Δεληγιάννη (Lavart)
Για περισσότερα αφιερώματα, μπείτε εδώ.