Ο Γιώργος Σεφέρης προβάλλει μια διαφορετική πλευρά που ενθουσιάζει. Ωμός και αφιλτράριστος προσαρμόζεται σε μια διαφορετική πρόζα.
Στον τομέα της ποίησης, η εξερεύνηση των ανθρώπινων επιθυμιών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της αισθησιακής φύσης, αποτελεί μακρόχρονη παράδοση.
Οι ποιητές συχνά υφαίνουν στίχους που εμβαθύνουν στο περίπλοκο μωσαϊκό του ερωτισμού, αντανακλώντας την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ πάθους, οικειότητας και ευαλωτότητας. Το μέσο της ποίησης παρέχει έναν διαφοροποιημένο χώρο για την περιήγηση σε θέματα που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα, υπερβαίνοντας τα ρητά οπτικά στοιχεία της παραδοσιακής πορνογραφίας.
Μέσα στο ποιητικό τοπίο, οι λέξεις γίνονται πινελιές που ζωγραφίζουν ζωντανές σκηνές, προκαλούν αισθήσεις και ξετυλίγουν τα μυστήρια της ανθρώπινης σύνδεσης. Οι ποιητές χρησιμοποιούν μεταφορές και συμβολισμούς για να μεταφέρουν την ουσία της επιθυμίας, δημιουργώντας έναν χορό της γλώσσας που διεγείρει τη φαντασία. Η ερωτική ποίηση προσκαλεί τους αναγνώστες να αναλογιστούν τις περιπλοκές της απόλαυσης, της λαχτάρας και της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας.
Ωστόσο, όπως ακριβώς η ποίηση έχει τη δύναμη να φωτίζει την ομορφιά του ανθρώπινου αισθησιασμού, έτσι και η ποίηση καταπιάνεται με ηθικούς προβληματισμούς.
Τα ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ περιλάμβαναν σύντομη, ρητή και χυδαία και ενίοτε πορνογραφική ποίηση που δημιουργήθηκε από Τουρκοκρητικούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής πληθυσμών του 1923. Ο όρος προέρχεται από την τουρκική λέξη “edepsiz”, που δηλώνει κάποιον αγενή, κακομαθημένο, αυθάδη ή βέβηλο. Σύμφωνα με το λεξικό, τα «edepsiz»αναφέρονται σε “ξόρκια με χρήση άσεμνης γλώσσας, που χρησιμοποιούνται από γυναίκες για να προκαλέσουν την επιθυμία ενός άνδρα”.
Τα ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ
ΛΙΜΕΡΙΚΙΑ
1939 ‒ 1961
1.
Ήταν ένα πέος στη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
όταν τό ειδε φώναξε: «Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.»
1939
2.
Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
κ’ ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
σαν της είπα: «Τί θές;»
μ’ αποκρίθη: «Δραχμές
ενενήντα, χωρίς τα διόδια.»
3.
Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο
κ’ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
και του λέει: «Βρε συ,
γιά να ιδώ το δεξί –
το ζερβί σου τ’ αρχίδι είναι κλούβιο.»
1940
4.
Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
σαν έρχουνταν κανείς
βολικός συγγενής,
έδινέ το με λίγο πιλάφι.
5.
Ήτανε μια Κυρία στο «Βρυντίριον»
που έλεγε σε μια φίλη της: «Μυστήριον
τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
κ’ έχει δέσει ο αλιτήριος
στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.»
6.
Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
που κοίταζε μια τζακαράντα·
κ’ ένας γέρος με ομπρέλα
σαν την είδε την κοπέλα
της έδειξε το πέος του από μια βεράντα.
8. 10. 41
7.
Ήτανε μια Κυρία στο Λουρένθο Μάρκες
που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
σα γαμιόταν στη στεριά
φώναζ’: «Όρτσα, ρε παιδιά!
Όρτσα, και θα τρακάρουμε τις νάρκες!»
10. 1941
8.
Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
πού ‘κραξε: «Αϊ Φανούριε μ’, θα του φάου!»
όταν είδε στην αυλή
να της γνέφει ένα καυλί
πού ‘ζγιαζε παραπάνω από ‘να πάου.
10. 1941
9.
Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
πού ‘χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
και διαλάλα: «Κρύο-μπούζι
το πουλάω το καρπούζι,
το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!»
10. 1941
10.
Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
που ήταν χωμένη κάτω απ’ έναν πάγκο·
σαν της εδείχναν ψωλή
έβγαζε την κεφαλή
και την πιπίλα’ σαν της δίναν ένα φράγκο.
10. 1941
11.
Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
με μια κόκκινη κλωστή
είχε δέσει μι’ απαυτή
και την τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.
10. 1941
12.
Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που είπε στον άντρα της: «Μαλάκα, ντύσου.
Α’ δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρές ένα χασάπη
και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.»
10. 1941
13.
Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
κ’ ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
σαν εφίλευε κανεί
έλεγε: «Είναι τάχα κει;
έχει φύγει; – Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»
10. 1941
14.
Ήτανε μια κοπέλα στο Βίδι
που ψάρευε με καλαμίδι·
σαν της είπα «Τσιμπά;»
μ’ αποκρίθη: «Πού; … Μπά!
Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι.»
23. 10. 1948
15.
Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα
πού ‘χε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
σαν ετσάκωνε ψωλή,
τσ’ έκοβε την κεφαλή
κράζοντας καυλωμένη: «Χαίρε, Αυγούστα!»
Βαρώσια [1954;]
16.
Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
που μόνο στην ανηφόρα ετσούλα’·
την ελέγαν Σεβαστή
κι όταν άφηνε πορδή
γίνουνταν εξωφρενική ρεμούλα.
4. 9. 1961
17.
Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο,
κι ένας Λόρδος περνώντας του λέγει: «Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω,
να σ’ τον κάτσω για λίγο,
θα σε στείλω μετά στο κολέγιο.»
18.
Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
κι έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
Σαν την έπιαναν οίστροι,
ζήταε πούτσο μ’ αγκίστρι
για να βγάλει το χάντρο απ’ τ’ άντρο.
Γ. Σ. 29. 8. 1940
Διαβάστε περισσότερα ερωτικά ποιήματα:
10 ερωτικά ποιήματα που μας πήραν κοντά τους στο σκοτάδι της απογοήτευσης
Ντίνος Χριστιανόπουλος: 10 ερωτικά ποιήματα ενός αιρετικού που αγαπήσαμε
Κώστας Καρυωτάκης: 10 ερωτικά ποιήματα για την οδύνη του έρωτα
11 ουρανογενή ποιήματα ερωτικής μύησης και σπαραγμού