Jim Morrison

Τζιμ Μόρισον, ο αποστάτης της κουλτούρας του ‘60

Αυτόν τον μήνα συμπληρώνονται 50 χρόνια (2 Ιουλίου 1971) από τον θάνατο του Τζιμ Μόρισον, ποιητή, τραγουδιστή και στιχουργού των Doors.

Ο Μόρισον θεωρείται σήμερα μια από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της αμερικανικής πολιτιστικής επανάστασης του 1960. Η φιγούρα που ενσαρκώνει χαρακτηριστικά τη σύγκρουση εκείνης της νεολαίας με την πειθαρχημένη κοινωνία του καιρού της, με προμετωπίδα της την αυτοπραγμάτωση και την απόλυτη ελευθεριακότητα, έτσι όπως συνοψίστηκε στο σύνθημα «απαγορεύεται το απαγορεύεται».

Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια από τις πλέον παρεξηγημένες μορφές εκείνης της εποχής, που θα τυποποιηθεί από την πολιτιστική βιομηχανία τόσο εν ζωή, όσο και μετά θάνατον, με έναν τρόπο που διαστρεβλώνει τα μηνύματα που ο ίδιος εξέφραζε μέσα από τα τραγούδια του, την ποίηση και τις συνεντεύξεις του.

Χαρακτηριστική περίπτωση της διαστρέβλωσης αυτής υπήρξε η ταινία του Όλιβερ Στόουν, The Doors (1991), όπου ο ίδιος, με το συγκρότημά του σε ρόλο κομπάρσων, παρουσιάζεται λίγο ως πολύ ως ένας αρχιναρκισσιστής και ηδονιστής που με καύσιμο τα ναρκωτικά και το αλκοόλ ξεκίνησε μια περιπέτεια στην αμερικανική μουσική σκηνή της εποχής του για να πει και να δείξει ότι «όλα επιτρέπονται». Το φιλμ απέσπασε κέρδη 2 εκ.$ (κόστισε 32 εκ.$ και κέρδισε 34 εκ.$), είχε μεγάλο αντίκτυπο στην νεολαία, και πυροδότησε έναν νέο κύκλο της μορισόν-μανίας: Οι δίσκοι των Doors, οι μπλούζες του Μόρισον, οι αφίσες που τον παρουσιάζουν στις χαρακτηριστικές του πόζες, εκτόξευσαν τις πωλήσεις τους. Οι οπαδοί του άρχισαν να συνωστίζονται και πάλι στο μνήμα του, που βρίσκεται στο Παρίσι, και το νεκροταφείο του Πιέρ Λασέζ.

Οι μετοχές του θα ανεβούν και πάλι στο χρηματιστήριο της σώου μπίζ, ωστόσο, η ταινία θα δημιουργήσει και σφοδρές αντιδράσεις από άλλα μέλη του συγκροτήματος και φίλους του Μόρισον, μιας και η προσέγγιση του Όλιβερ Στόουν παίζει με την μυθοποίησή του, διαστρεβλώνοντας εντελώς το ποιος ήταν και το τι έκανε.

«H ταινία αυτή είναι πραγματικά χάλια. Αναπαριστά τον Μόρισον σαν να ήταν ένας μέθυσος μαλ… δεν θα είχα καμιά σχέση με τον τύπο που παρουσιάζεται στην ταινία. Αυτός δεν ήταν ο Τζιμ Μόρισον». Θα πει ο Ρέϊ Μάνζαρεκ, κημπορντίστας των Doors, και εμπνευστής αυτού του τόσο χαρακτηριστικού ηχοχρώματος τους.

Jim Morrison
Jim Morrison

Ο καθημερινός, στενός κύκλος του Μόρισον, θα αντιδράσει γι’ αυτήν την κατασκευασμένη εικόνα του νεκρού τους φίλου, η οποία εκπορευόταν τόσο από βιογραφίες του που κυκλοφόρησαν, με πιο χαρακτηριστική εκείνη του βιβλίου No One Here gets Out Alive των Jerry Hopkins και Danny Sugerman – «Κανείς δεν θα βγει ζωντανός από εδώ μέσα» –με δανεισμένο τον τίτλο της από έναν στίχο του Μόρισον, όσο και στην συγκεκριμένη ταινία.

Ο σκηνοθέτης Φρανκ Λισιάντρο, που με τη γυναίκα του υπήρξαν ιδιαίτερα κοντά στον Μόρισον, ιδίως κατά τα τελευταία 3 χρόνια της ζωής του, θα πάρει την πρωτοβουλία να εκδώσει 2 βιβλία με τις δικές του μαρτυρίες για τον τραγουδιστή των Doors, καθώς και 30 ακόμη φίλων του που τον συναναστρέφονταν σε καθημερινή βάση και παρουσίαζαν τις διάφορες πτυχές της προσωπικότητάς του. Γνωρίζοντας τον Μόρισον, στις καλές και τις κακές του πλευρές, θέλησαν με τις δικές τους μαρτυρίες να ανασκευάσουν την εικόνα του «νευρόσπαστου με τα δερμάτινα» που τον έκανε τόσο δημοφιλή στις αρχές της δεκαετίας του 1990: «Για μένα και τους 30 ανθρώπους που μου έδωσαν συνεντεύξεις το βιβλίο αυτό (σ.σ. των Jerry Hopkins και Danny Sugerman) δεν συνεισφέρει σε τίποτα. Γι’ αυτό έχουμε παραλλάξει τον τίτλο του και το αποκαλούμε Nothing Here But Lots Of Lies [Δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτα πέρα από πολλά ψέμματα]. Και η ταινία αυτή του Όλιβερ Στόουν θα έπρεπε να ονομάζεται κάπως έτσι, γιατί απλά δίνει συνέχεια σε αυτό το απαράδεκτο βιβλίο. Δείχνει άλλον άνθρωπο, όχι τον Τζιμ Μόρισον, και απλά χρησιμοποιεί το όνομά του. [ ] Ο Όλιβερ Στόουν ήταν στο Βιετνάμ εκείνη την εποχή, όταν εμείς διαδηλώναμε εναντίον του πολέμου».

Ο Όλιβερ Στόουν, και μέσω αυτού, η εποχή όπου γύρισε την ταινία, είδε στην περίπτωση του Μόρισον αυτό που ήθελε εξ αρχής να αναγνωρίσει. Ο κόσμος του 1991, εκείνη η εποχή όπου οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης πανηγύριζαν το ‘Τέλος της Ιστορίας’ και ξεκινούσαν το ταξίδι της ανάδειξης του «τελευταίου ανθρώπου» –αυτόν που περιγράφει η σύγχρονη κουλτούρα της διαφήμισης, το κινηματογραφικό κατεστημένο της εποχής μας ή οι ανθρωπολογικές θεωρίες που περιστρέφονται γύρω από το μοτίβο «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομο»– είδε στην προσωπική ιστορία του Μόρισον την ηδονιστική, ατομικιστική εξέγερση που εκείνη ήθελε να προτάξει: Τον ‘βουλιμικό εαυτό’.

Αν αντιπαραβάλουμε τον Τζίμ Μόρισον του Όλιβερ Στόουν (Βαλ Κίλμερ), με τον πρωταγωνιστή μιας άλλης πολυδιαφημισμένης ταινίας, τον Λύκο της Γουόλ Στρητ του Μάρτιν Σκορτσέζε, όπου ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο υποδύεται έναν μεγαλοχρηματιστή της Γουόλ Στρήτ, θα δούμε, ότι ουσιαστικά περιγράφεται ο ίδιος χαρακτήρας: Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, που υποδύεται στην ταινία του Σκορτσέζε το αρπακτικό των χρηματοπιστωτικών αγορών, ζει αλλά και δρά μέσα στην αγορά με την τυπική συμπεριφορά που αποδίδεται συνήθως στους αστέρες της ροκ: Παίρνει ακατάσχετα ναρκωτικά αναζητώντας πειθαναγκαστικά το ‘υπέρτατο φτιάξιμο’, εκβιάζει κάθε στιγμή για την ατομική του ευχαρίστηση, ζει «χωρίς κανόνες» και –μαντέψτε– το ίδιο κάνει κερδοσκοπώντας στην χρηματοπιστωτική αγορά με τίμημα την οικονομική καταστροφή χιλιάδων μικρών και μεσαίων νοικοκυριών. Αυτός είναι και ο μοναδικός τύπος ανθρώπου μέσα από τον οποίον η εποχή της παγκοσμιοποίησης μπορούσε να προσεγγίσει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ο ‘δεύτερος θάνατος’ του Τζιμ Μόρισον, λοιπόν, συντελέστηκε μέσα από τον τρόπο που η βιομηχανία των τρόπων ζωής θα αναπαραστήσει τον βίο του, και μέσω αυτού τη δεκαετία του 1960.

Ποιος, όμως, ήταν πραγματικά ο Τζιμ Μόρισον; Από τις προσωπικές μαρτυρίες των φίλων του, εμφανίζεται ως μια προσωπικότητα αντιφατική και πολυκατακερματισμένη: Υπήρξε σίγουρα, λένε, εξαιρετικά ασταθής ψυχικά· ταυτόχρονα όμως ήταν ευαίσθητος, ντροπαλός, ευγενικός και συνεσταλμένος· δημιουργικά ανήσυχος, με μια ακόρεστη όρεξη για τη φιλοσοφία, την ποίηση, τον μεταφυσικό και τον κοινωνικό στοχασμό· δεινός συζητητής με μια σωκρατική προσέγγιση, εκδήλωνε μια αδιάκοπη περιέργεια να μάθει από τους ανθρώπους, και μέσα από αυτούς για τον κόσμο· την ίδια στιγμή ήταν –απ’ ό,τι αποδείχθηκε αθεράπευτα– αλκοολικός: Όταν πίνει μεταβάλλεται σε σκιά του εαυτού του, πολύ συχνά αυτογελοιοποιείται και γενικώς γίνεται εντελώς ανυπόφορος. Πίνει με μια πεισιθανάτια επιμονή, ενώ τα ψυχοτρόπα και τα άλλα ναρκωτικά δεν παίζουν παρά δευτερεύοντα ρόλο στην αυτοκαταστροφικότητά του, αν και το μοιραίο θα επέλθει στο Παρίσι  όταν μια δόση καθαρότερης από το σύνηθες ηρωΐνης θα τινάξει στον αέρα την ήδη διαλυμένη από το αλκοόλ υγεία του.

Jim Morrison
Photo by Ed CaraeffGetty

Το αποτύπωμα της πορείας του Τζιμ Μόρισον, όμως, δεν μπορεί να αποτιμηθεί από αυτού του είδους την οπτική της κλειδαρότρυπας. Όπως οι φίλοι του λένε, αυτό θα κριθεί από τα όσα είπε και έκανε δημοσίως, τις απόψεις που ξεδιπλώνει στις συνεντεύξεις του, τα τραγούδια και τα ποιήματά του.

Αν καταφέρει κανείς, λοιπόν, να προσεγγίσει το έργο του πίσω από την πολυδιαφημισμένη τοξική του περσόνα, θα συναντήσει κανείς στιγμές ενός αυθεντικού ποιητικού ταλέντου. Αλλά και ενός κριτικού στοχασμού, που δεν θα στραφεί μόνον ενάντια στο κατεστημένο της εποχής του, αλλά και στην ίδια την «αντικουλτούρα» του ’60, καθώς και τον κόσμο που κυοφορούσε μέσα της.

Το ίδιο ισχύει και ευρύτερα για το 1960: Αν απομυθοποιήσουμε, εκείνη την εποχή, αν την αποκαθηλώσουμε από τον θρόνο του ‘πολιτιστικού παραδείγματος’ που την έχει τοποθετήσει ο επιτρεπτικός καπιταλισμός της εποχής μας –πετσοκόβοντάς την ταυτόχρονα, για να την φέρει στα μέτρα του– ίσως να διακρίνουμε αυτό που αξίζει να μείνει ανεξάρτητα από την συστημική της ενσωμάτωση και τυποποίηση. Μιλώντας για την ίδια την αμερικανική πολιτιστική επανάσταση του 1960, εξ άλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες προσωπικότητές της, τουλάχιστον για την περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπως ο Μπομπ Ντύλαν, ο Φρανκ Ζάππα, ο Μόρισον και πολλοί πολλοί άλλοι θα εκφράσουν, όχι κατόπιν εορτής, αλλά τότε, την βαθιά τους δυσανεξία με την τροπή που παίρνει η πολιτιστική υπόθεση της γενιάς τους.

Για την επίσημη εκδοχή της μουσικής βιομηχανίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε από ΜΜΕ σαν το MTV ή τον μουσικό τύπο, η αποχή του Μπόμπ Ντύλαν από τα μουσικά πράγματα κατά το απόγειο της καριέρας του, την περίοδο ’66-’68/’69 ήταν απλώς «χαμένα χρόνια». Αυτή η αποστασιοποίηση, ωστόσο, συνιστά και μια τοποθέτηση απέναντι στην ίδια την εξέλιξη του πολιτιστικού κινήματος του ’60. Μια διάθεση διαχωρισμού από αυτό.

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκε και ο Μόρισον, από το 1968 και μετά, όταν άρχισε να εκδηλώνει ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του, με την εικόνα που ο ίδιος βέβαια δημιούργησε, αλλά που έπειτα  αυτονομήθηκε, άρχισε να τον καταδιώκει και να τον καταδικάζει σε ασφυξία.

Ο Μόρισον και οι Doors, παρουσίαζαν αρχικώς τα τραγούδια τους στις συναυλίες σαν ένα ενιαίο οπτικοακουστικό θέαμα, το οποίο, λίγο ως πολύ, γύρευε να δανειστεί τις φόρμες της Αρχαίας Τραγωδίας. Η επίδρασή της, καθώς και της μελέτης του Νίτσε πάνω στο διονυσιακό και το απολλώνειο στοιχείο, που αποτελούν τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους διαμορφώνεται η πνευματική ισορροπία του αρχαιοελληνικού πνεύματος, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στην δημιουργία του Μόρισον.

Ο ίδιος πολλές φορές θα επαναλάβει ότι βλέπει τις παραστάσεις που δίνει σαν ένα είδος καθαρτήριας εμπειρίας για μια κοινωνία σαν την Αμερικανική, όπου ο εγγενής οικονομικός και στρατιωτικός της επεκτατισμός τής έχει κληροδοτήσει ένα αβάσταχτο ψυχικό βάρος. Αυτός ήταν ο ‘σαμανισμός’ του Μόρισον, ο οποίος θα μελετήσει κατά τα χρόνια που σπούδαζε κινηματογράφο στο UCLA, τις μελέτες της κοινωνικής ανθρωπολογίας για τη συλλογική λειτουργία που υπηρετούσαν τέτοιου τύπου ‘μάγοι’ στις ινδιάνικες φυλές.

Στις πρώιμες συνεντεύξεις του, θα επαναλαμβάνει διαρκώς ότι το μουσικό, νεανικό κίνημα που ξέσπασε το 1967-1968 ήταν μια ‘κοινοτική εμπειρία’, η οποία επιτελεί το έργο της ψυχικής αποσυμπίεσης. ‘Κοσμική θρησκευτικότητα’, θα την αποκαλέσει σε μια συζήτηση που είχε με έναν παπά της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος θα σπεύσει στο παρασκήνιο μετά από μια συναυλία τους, για να του πει πόσο ανησυχεί που βλέπει τη νεολαία να δαιμονίζεται στις παραστάσεις του. Η συνομιλία διασώζεται σε ένα ντοκιμαντέρ (Α Feast of Friends) που προετοίμασαν οι ίδιοι οι Doors για τις περιοδείες τους. Και προκαλεί μια κάποια σχετική έκπληξη, γιατί κινείται πέραν της αναμενόμενης διακωμώδησης της θρησκευτικότητας και των φορέων της, που επιβάλουν τα στερεότυπα εκείνης της εποχής. Ο Μόρισον, εξ άλλου, έδειχνε στις συνεντεύξεις του έναν ιδιαίτερο σεβασμό για τις ταυτότητες που διαπότιζαν την καταγωγή του, είτε την ιρλανδική/καθολική, είτε εκείνην από τον Αμερικάνικο Νότο.

Και αυτό, ήταν κάτι που χαρακτήριζε πολλούς εκπροσώπους της αμερικανικής αντικουλτούρας, όχι μια προσωπική ιδιαιτερότητα. Την ίδια στάση εκφράζει και ο Ντύλαν απέναντι στις δικές του ρίζες. Ο δε J.D. Salinger, συγγραφέας του Φύλακας στη Σίκαλη (1951), ενός έργου που διαβάζεται ιδιαίτερα από την νεολαία της δεκαετίας του 1960, θα αντλήσει για την μετέπειτα νουβέλα του Franny & Zooey, έμπνευση από την ησυχαστική Φιλοκαλία.

Βέβαια υπάρχει πάντοτε μια μεγάλη απόσταση μεταξύ του πολιτιστικού σημαίνοντος και του σημαινόμενου· ίδιως όταν παρεμβάλλεται η μουσική βιομηχανία, ή εκείνη της κατασκευής των αναγκών, και των τρόπων ζωής, που πάτησαν επάνω σε όλη αυτή την πολιτιστική έκρηξη του 1960, για να μαζικοποιηθούν και να αποκτήσουν τη μορφή που σήμερα έχουν.

Στην περίπτωση του Μόρισον, της ενσωμάτωσής του στη μαζική κουλτούρα που συντελούταν, καθώς οι συναυλιακοί χώροι γίνονταν ολοένα και πιο γιγαντιαίοι, τα εξώφυλλα των περιοδικών πλήθαιναν, και οι «σφαίρες από ζάχαρη» πολλαπλασιάζονταν, όλο το φιλοσοφικό και υπαρξιακό υπόβαθρο που θέλησε να επικοινωνήσει πετάχτηκε στα σκουπίδια. Η μουσική βιομηχανία μετέπλαθε την εικόνα του και την παρέδιδε πιο εύπεπτη στο καταναλωτικό κοινό: Ο ‘βασιλιάς – σαύρα’ με τους εξεζητημένους στίχους, και τις υπερσεξουαλικές του πόζες, που διεγείρει τα 16χρονα και αφηνιάζουν στις συναυλίες του.

Σε κάποια περίσταση, όταν εκείνος ήταν απών, τα τρία υπόλοιπα μέλη της μπάντας του, θα συμφωνήσουν να εκχωρήσουν το Light My Fire, για να παίζει ως ηχητικό χαλί σε μια διαφήμιση της αυτοβιομηχανίας Buick. Κάτι τέτοιο, όμως, φάνταζε στα μάτια του ως υπέρτατη προδοσία από μια μπάντα που θα ήθελε να διέπεται από σχέσεις αμοιβαιότητας.

Μέσα σε κάτι που εξελισσόταν σε μια πολιτιστική σουπερ-επιχείρηση, αισθανόταν να χάνεται εντελώς το νόημα· στο κάτω κάτω αυτός ήθελε να είναι μόνο ποιητής, ζούσε κυρίως από εδώ και από εκεί, σε φτηνά ξενοδοχεία, και τον περισσότερο καιρό δεν είχε στην κατοχή του παρά μόνο διάφορα βιβλία, τα χειρόγραφά του, και τα ρούχα που φορούσε. Την ίδια στιγμή, οι υπόλοιποι τρεις ζούσαν μια πολυτελή ζωή στις νεοαποκτηθείσες επαύλεις τους, και κυνηγούσαν ολοένα και μεγαλύτερα ακροατήρια που θα εκτόξευαν ακόμα περισσότερο τα έσοδά τους.

Με αυτά και μ’ εκείνα, ο Μόρισον άρχισε να εκδηλώνει ολοένα και περισσότερο την δυσφορία του, με τον χαρακτηριστικό, θεατρινίστικό του τρόπο. Αφού ο Φρανκεστάιν που συνδημιούργησε και που τώρα τον καταδίωκε είχε ως επίκεντρο την δική του περσόνα, ήρθε η ώρα αυτή να αποκαθηλωθεί με γενναίες δόσεις διασυρμού και αυτοκαταστροφής.

Το αποκορύφωμα ήρθε με τη συναυλία των Doors στο Μαϊάμι, όπου ο Μόρισον θα βγει καθυστερημένα στην σκηνή, εντελώς μεθυσμένος· θα τραγουδήσει με το ζόρι γύρω στα σαράντα πέντε λεπτά, κοροϊδεύοντας πολλές φορές τους στίχους του, για να την διαλύσει στο τέλος με ένα εξωφρενικό acting-out: «δεν είστε όλοι τίποτε πέρα από ένα μάτσο σκλάβοι», θα πει στο κοινό του, που θα αρχίσει να τον γιουχάρει· μετά θα αρχίσει να γδύνεται, ζητώντας από τις χιλιάδες κόσμου που τον παρακολουθούσαν να κάνουν το ίδιο. Κάπου εκεί, το βοηθητικό προσωπικό της μπάντας, θα τον ακινητοποιήσει προς αποφυγήν των χειρότερων, και οι υπόλοιποι τρεις του συγκροτήματος θα αποχωρήσουν.

Την επομένη, η εισαγγελία του Μαϊάμι θα ασκήσει δίωξη για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και για μερικά άλλα αδικήματα, οπότε, η υπόληψη του συγκροτήματος θα τραυματιστεί θανάσιμα. Οι υπόλοιπες συναυλίες της περιοδείας θα ακυρωθούν, οι πόρτες θα κλείνουν η μία μετά την άλλη, ενώ η εμφάνιση στο Μαϊάμι θα κοστίσει στους Doors και την πρόσκληση στο Γούντστοκ.

Ο Μόρισον, παρόλο που θα ταλαιπωρηθεί τους επόμενους μήνες αρκετά με τη δικαιοσύνη, γιατί οι δικαστές πίστευαν ότι έχουν να κάνουν με έναν δημοφιλή ταραξία, που συνειδητά επιδιώκει την διασάλευση της αμερικάνικης τάξης, θα αποδεχθεί την ταχεία πτώση της δημοφιλίας των Doors, και την δική του, μάλλον με ανακούφιση.

Jim Morrison
By Michael Ochs Archives

Ένα χρόνο μετά, και ενώ η δίκη βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη (ο Μόρισον εν τέλει θα λάβει χάρη από τον κυβερνήτη της Φλόριντα μετά θάνατον, μόλις το… 2010)  θα πει σε μια συνέντευξή του, με μια δόση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμού: «Είχα μπουχτίσει με το ίματζ που είχε δημιουργηθεί πάνω μου, στο οποίο ορισμένες φορές συνειδητά, αλλά τις περισσότερες φορές ασυνείδητα είχα συμπράξει. Είχε αρχίσει όμως να γίνεται μεγάλο βάρος ώστε να το αντέξει το στομάχι μου, οπότε, έθεσα ένα τέλος σε όλη αυτήν την ιστορία, μέσα σε μια μεγαλειώδη βραδιά…».

Οι υπόλοιποι της μπάντας του θα τον μισήσουν ακριβώς για εκείνο το βράδυ. Ο ντράμερ του συγκροτήματος, Τζον Ντένσμορ, κάποτε θα δηλώσει: «Ο Τζιμ Μόρισον κατέστρεψε την καριέρα μου», πράγμα που είναι η μισή αλήθεια, καθώς ταυτόχρονα, εκείνη στηρίχτηκε εν πολλοίς σε αυτόν.

Η αντίστροφη μέτρηση για την ενότητα του συγκροτήματος είχε αρχίσει. Ο Μόρισον, παρόλο που πάντοτε μιλούσε για τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας με τα καλύτερα λόγια, δήλωνε σε κάθε ευκαιρία του ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει: Θα κάνει τους δίσκους που υπολείπονται για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από το συμβόλαιο που είχε και έπειτα θα ασχοληθεί με την ποίηση και τον κινηματογράφο. Παρόλα αυτά, οι 2 δίσκοι που θα κυκλοφορήσουν έπειτα, το Morrison Hotel, και το La Woman, θα τύχουν θετικής αποδοχής, περιέχοντας ορισμένα από τα εμβληματικά τραγούδια του συγκροτήματος.

Έπειτα, θα εγκαταλείψει το Λος Άντζελες, για το Παρίσι, ελπίζοντας ότι η φυγή του στην Ευρώπη, και η σύνδεσή του με την Πόλη του Φωτός θα σηματοδοτήσει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Ωστόσο, η αδράνεια της προηγούμενής του ζωής, θα τον καταπιεί. Ο Μόρισον πεθαίνει στις 2 Ιουλίου 1971, και θάβεται βιαστικά –δίχως ιατρική γνωμάτευση– στο κοιμητήριο του Πιέρ Λασέζ.

Στα αποσπάσματα που ακολουθούν, παρουσιάζονται μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες που θα εκφράσει ο Μόρισον στις συνεντεύξεις του για το ροκ, την αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960, την πορεία που παίρνει η ανθρωπότητα προς μια αυτοματοποιημένη κοινωνία, την αυξανόμενη βαρύτητα που αποκτά ο ρόλος των διανοουμένων μέσα σε αυτήν, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αποσπάσματα αυτά, μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το πνεύμα της εποχής εκείνης πέραν των μετέπειτα εξιδανικεύσεων.

***

Παρουσιάζονται εδώ, ορισμένα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Μόρισον που παρουσιάζουν μερικά σπαράγματα της οξύνοιάς του:

– Πρόσφατα δήλωσες ότι πιστεύεις πως το Ροκ είναι νεκρό. Είναι κάτι που πιστεύεις στ’ αλήθεια.

[…] Η αρχική, δημιουργική φλόγα έχει εξαντληθεί. Αυτό που ονομάζουν τώρα Ροκ, και που κάποτε το έλεγαν Ροκ-εν-Ρολ, είχε παρακμάσει. Ήρθε βέβαια η αναβίωσή του από τους Άγγλους. Αλλά το πράγμα πήγε πολύ μακριά. Αρχικά είχε πράγματα να πει. Μετά έγινε αυτοαναφορικό, κάτι που πιστεύω ότι οδηγεί προς τον θάνατο. Έγινε αυτοαναφορικό, ομφαλοσκοπικό, και κατά κάποιον τρόπο αιμομικτικό. Η ενέργειά του χάθηκε. Δεν υπάρχει σε αυτό πια κάποια πίστη.

Πιστεύω ότι κάθε γενιά, προκειμένου να υπάρξει ως μια συνειδητή ανθρώπινη οντότητα, θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν της, οπότε, προφανώς, οι επόμενες γενιές δεν θα μοιράζονται πολλά κοινά με όσα αισθανόμαστε εμείς σήμερα. Θα δημιουργήσουν τον δικό τους, μοναδικό ήχο. Φυσικά, εμπλέκονται και πράγματα όπως οι πόλεμοι και οι οικονομικοί κύκλοι. H ανάδυση του Ροκ εν Ρολ θα μπορούσε να ερμηνευθεί κάπως έτσι… ήταν μετά το τέλος του πολέμου στην Κορέα… και έπειτα εκδηλώθηκε η τάση για μια ψυχική κάθαρση. Φαίνεται ότι υπήρξε η ανάγκη για μια υπόγεια έκρηξη, ένα ξέσπασμα. Έτσι, όταν ο πόλεμος του Βιετνάμ τελειώσει –θα πάρει κάποια χρόνια, ίσως, είναι δύσκολο να πει κανείς, αλλά είναι πιθανόν ότι οι θάνατοι θα πάψουν σε κάποια χρόνια, και θα υπάρχει και πάλι η ανάγκη για την δύναμη της ζωής να αξιώσει την έκφρασή της.

[ ]

– Υπάρχουν ορισμένες έννοιες που επανέρχονται ξανά και ξανά στη συζήτησή μας. Μια από αυτές είναι η έννοια της ‘τελετουργίας’. Τι σημαίνει για σένα;

Είναι σαν ένα ανθρώπινο γλυπτό. Κατά κάποιον τρόπο, σχετίζεται με την τέχνη, επειδή δίνει μορφή στην ενέργεια, είναι ένα έθιμο, κάτι το επαναλαμβανόμενο… ένα σχέδιο που επιστρέφει ξανά και ξανά, και φέρει μέσα του ένα νόημα. Διαπερνά τα πάντα. Είναι σαν ένα παιχνίδι.

– Υπάρχει κάποιο τελετουργικό ή κάποια διάσταση παιχνιδιού σε αυτό που κάνεις εσύ/ή οι Doors σαν μπάντα;

Ναι, είναι ένα τελετουργικό, υπό την έννοια ότι χρησιμοποιούμε τα ίδια στοιχεία, και τους ίδιους ανθρώπους και τις ίδιες φόρμες, ξανά και ξανά. Η μουσική είναι σίγουρα μια τελετουργία. Αλλά δεν πιστεύω ότι την αποσαφηνίζει περισσότερο ή έρχεται να προσθέσει κάτι σε αυτήν…

[ ]

– …Θα ‘θελα να ακούσω τον ορισμό που δίνεις για την ηθική

Καλύτερα να μιλήσω για τον ορισμό που δίνω για την πολιτική, παρόλο που δεν τον έχω δουλέψει και πολύ καλά, αλλά είναι αυτό που έχω καταλάβει, μέχρι τα τώρα. Για μένα, η πολιτική δεν είναι τίποτα παραπάνω από την επιδίωξη συγκεκριμένων ατομικοτήτων, για την συσσώρευση ισχύος. Μπορούν να την εκφράσουν με οποιεσδήποτε φιλοσοφικές, ιδεολογικές, ρομαντικές δικαιολογίες επιθυμούν, αλλά στην ουσία της είναι μια ατομική επιδίωξη της ισχύος. Πιστεύω ότι η πολιτική σου, η θρησκεία σου, η φιλοσοφία σου δεν είναι τόσο αυτό που καπνίζεις, αυτό που πίνεις, αυτό που φοράς… τα ρούχα σου, το πρόσωπο του κ.λπ. Η θρησκεία σου ή η πολιτική σου είναι αυτό στο οποίο αφιερώνεις το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που διαθέτεις. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Είναι η έκρηξη των επιτευγμάτων μας. Δεν πιστεύω ότι έχει να κάνει με το αν είναι κανείς κομμουνιστής, αναρχικός ή καπιταλιστής. Δεν έχει και πολλή σημασία αυτό, για μένα. 

Συνέντευξη στον Jerry Hopkins για λογαριασμό του περιοδικού The Rolling Stone, 26/09/1969.

***

– Τζιμ, τι πιστεύεις ότι λατρεύουν οι άνθρωποι σήμερα; Τι πιστεύουν; Πού στηρίζονται και ελπίζουν;

 

Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό των νέων ανθρώπων, αλλά μάλλον μπορώ να υποθέσω ότι κινούνται γύρω από τα πράγμα που η νεότητα πάντοτε διατρανώνει, τη χαρά της ζωής, την αναζήτηση του εαυτού, την ελευθερία, τέτοια πράγματα…

 

– Λοιπόν, υπάρχει πάντοτε ένα χάσμα γενεών σε κάθε εποχή, αλλά τώρα το χάσμα αυτό φαίνεται να οδηγεί σε έναν πιο απόλυτο διαχωρισμό. Οι νέοι του σήμερα δείχνουν ότι αισθάνονται και σκέφτονται διαφορετικά. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό;

… πιθανόν να έχει ξεκάθαρα κοινωνιολογική εξήγηση. Αυτό που αποκαλούμε ‘χάσμα των γενεών’ θα μπορούσε να οφείλεται απλά στο ότι οι νέοι άνθρωποι σήμερα συγκροτούν μια μεγάλη κατηγορία. Νομίζω ότι συνέβη λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν δεν κάνω λάθος, σήμερα, περίπου το μισό του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών είναι κάτω από τα 18, ή κάτι αντίστοιχο.

 

– Κομμάτι του χάσματος των γενεών είναι και οι διαφορές στις προτιμήσεις που έχουν οι άνθρωποι στη μουσική. Τώρα το ροκ και το hard rock δείχνει να αφορά περισσότερο το νεανικότερο κοινό, και κάποιοι από εμάς που είμαστε κάπως μεγαλύτεροι, βρισκόμαστε σε μια σύγχυση γιατί δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τους ήχους αυτούς. Το συνειδητοποιείς αυτό;

 

Στην εφηβεία και την πρώιμη νεότητα, οι φωτιές μέσα μας καίνε πιο γρήγορα, και καθώς το επίπεδο της ενεργητικότητάς μας φτάνει στο ζενίθ, έχει ανάγκη από μια μουσική θορυβώδη, με ουρλιαχτά. Τώρα είμαι στα 26 μου, και να σου πω την αλήθεια το ενδιαφέρον μου στρέφεται πιο πολύ στην τζάζ. Δεν μπορώ πια ούτε ραδιόφωνο να ακούσω. Μου αρέσουν τα παλιά μπλουζ, το πρώιμο ροκ εν ρολ, καθώς και μερικά άλλα πράγματα, αλλά ειλικρινά, τα περισσότερα από αυτά μου φαίνονται εντελώς βαρετά.

– Είναι κάτι που κατά κάποιον τρόπο με ενοχλεί. Φαίνεται ότι σε όλους τους νέους, σήμερα, αρέσει το ίδιο πράγμα. Περιμένω περισσότερα από τη νέα γενιά.

 

Ναι, λοιπόν, αυτό που νομίζω είναι ότι τους προγραμματίζουν τα ραδιόφωνά τους. Οι μεγαλύτεροι σταθμοί, αυτοί που παίζουν ροκ, παίζουν διαρκώς 30 τραγούδια, 24 ώρες το 24ώρο, και έχει αποδειχθεί πλέον, ότι θα σου αρέσει εκείνο το τραγούδι που το έχεις ακούσει περισσότερες φορές. Έτσι, δεν τίθεται θέμα επιλογής. Κάποιος το προγραμματίζει αυτό. 

 

[ ]

– Η ζωή γίνεται όλο και πιο εξελιγμένη και πολύπλοκη. Σε αυτήν τη διαδικασία γινόμαστε ολοένα και περισσότερο σαν τα κομπιούτερ, και χάνουμε την ανθρωπιά μας. Αυτό για μένα είναι ενοχλητικό. Αναρωτιέμαι αν είναι ενοχλητικό και για σένα και τη γενιά σου.

Όντως, φαίνεται ότι εκδηλώνεται μια τάση για επιστροφή σε μια πιο πρωτόγονη εκδοχή της ζωής, και σε μια στάση περισσότερο αρχαϊκή, και πιστεύω κι εγώ ότι πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση στην βιομηχανοποίηση. Αλλά δυστυχώς, νομίζω ότι είναι και μια αφελής στάση, γιατί κι εγώ συμφωνώ ότι το μέλλον επρόκειτο να καταστεί περισσότερο μηχανοποιημένο, ‘κομπιουτεροποιημένο’ όπως το αποκάλεσες, και δεν πιστεύω ότι υπάρχει πραγματικά γυρισμός από αυτήν την διαδικασία. Επίσης, υπάρχει και κάτι άλλο. Ο χίπικος τρόπος ζωής είναι στην πραγματικότητα ένα μεσοστρωματικό φαινόμενο, και δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε καμία άλλη κοινωνία πέρα από την δική μας όπου υπάρχει τέτοια αφθονία αγαθών, προϊόντων και ελεύθερου χρόνου. Οι αμέσως προηγούμενες γενιές είχαν να αντιμετωπίσουν Παγκόσμιους Πολέμους και την οικονομική κρίση, και για πρώτη φορά σε αυτήν την χώρα, τα τελευταία 10 ή 15 χρόνια, υπάρχει αρκετός χρόνος και αρκετό χρήμα, ώστε να μπορεί να ζήσει κανείς αυτόν τον σκανδαλώδη, εξωφρενικό τρόπο ζωής που ήταν αδιανόητος μέχρι χθες.    

 

– Τζιμ, υπάρχει ένας στίχος στο βιβλίο σου, στο οποίο γράφεις: «ο διαχωρισμός των ανθρώπων ανάμεσα σε δρώντες και θεατές είναι το κεντρικό γεγονός του καιρού μας». Νομίζω ότι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά αναρωτιέμαι, το ίδιο δεν συνέβαινε πάντοτε μέσα στην κοινωνία;

Φαντάζομαι ότι έτσι συνέβαινε πάντα, αλλά με την ανάδυση των ΜΜΕ, σήμερα, γίνεται όλο και πιο προφανές. Αυτό που με ενδιέφερε σε εκείνο το βιβλίο είναι το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται κενοί, και αδύναμοι να ελέγξουν τη μοίρα τους, τη μοίρα της ανθρώπινης ζωής, και πιστεύω ότι αυτό είναι λυπηρό. Πιστεύω ότι ο μέσος άνθρωπος, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να αποτελέσει μέρος αυτής της διαδικασίας, και επίσης πιστεύω ότι όλοι αισθάνονται ότι τα γεγονότα γλιστράνε μέσα από τα χέρια τους, και δεν έχουν τη γνώση ή δεν μπορούν να τα ελέγξουν. Νομίζω ότι είναι μια από τις τραγωδίες του καιρού μας. Αποφάσεις λαμβάνονται για μας, δίχως να έχουμε κανέναν ρόλο. Απλώς υπενθυμίζω το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι με το να ζουν μια πολύ ήσυχη, καλότροπη, και ομαλή ζωή την ίδια στιγμή που γύρω μας συμβαίνουν τόσο προφανείς αδικίες, που εκείνοι φαίνεται ότι τις αγνοούν ή κατά κάποιον τρόπο αδιαφορούν γι’ αυτές. Πιστεύω ότι απλά τις αφήνουν να συμβούν δίχως ποτέ να θελήσουν να εμπλακούν. Και πιστεύω ότι αυτό είναι λυπηρό. 

 

– Σχετικά με τα όσα λες ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν ενεργητικότερο ρόλο στη ζωή, και να έρθουν σε επαφή με τις χαρές της, έγραψες έναν στίχο που λέει ότι «ο θεατής είναι ένα θνήσκον ζώο». Δεν έρχεται σε αντίθεση αυτό με τα όσα μου είπες προηγουμένως;

Όχι. Έχει να κάνει με τον ίδιο τον διαχωρισμό ανάμεσα στους δρώντες και τους θεατές. Για μένα, υπάρχει κάτι το εξαιρετικά λυπηρό όταν ένα τσούρμο ανθρώπινα όντα συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν ένα συμβαίνον. Αξίζει να σκεφτούμε λίγο πάνω σε αυτό. Κι εγώ λατρεύω τις ταινίες όπως όλοι, αλλά το θέαμα εκατομμυρίων και εκατομμυρίων ανθρώπων που συνωστίζονται στις αίθουσες προβολές ή μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες, και κάθε μέρα παρακολουθούν μια αναπαραγωγή της πραγματικότητας από δεύτερο ή τρίτο χέρι, την ίδια στιγμή που ο πραγματικός κόσμος βρίσκεται εκεί έξω, στο σαλόνι τους, έξω ακριβώς από το σπίτι τους, ή κάπου στη γειτονιά τους [είναι εξαιρετικά λυπηρό]. Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα εργαλείο που υποβάλλει τους ανθρώπους και τους μετατρέπει σε υπνοβάτες, αλλά ταυτόχρονα νομίζω ότι την μεγαλύτερη επιρροή στα χρόνια που έρχονται θα την αποκτήσουν οι άνθρωποι… δεν ξέρω πώς να τους αποκαλέσω ακριβώς… ίσως διαβιβαστές;… που έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν μεγάλες μάζες ανθρώπων σ’ ένα σημείο, όπως είδαμε να συμβαίνει με τα μεγάλα φεστιβάλ της Ποπ μουσικής τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια. Αυτού του είδους οι άνθρωποι, λοιπόν, που έχουν αυτήν την ικανότητα, θα έχουν την καθοριστικότερη επίδραση στη μαζική κουλτούρα στα χρόνια που θα έλθουν.

 

[ ]

– Μιλάμε σήμερα για τη ζωή που έχουμε στην οικονομία ή τις σεξουαλικές μας σχέσεις, τις σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, και αναλογιζόμαστε πόσο έχουν αλλάξει αυτές –τον ρόλο του άνδρα και της γυναίκας στην σύγχρονη εποχή. Έχουμε ακόμα αυτό το απαίσιο πράγμα που λέγεται Unisex και το οποίο, εμένα προσωπικά, με τρομοκρατεί. Εσύ τι πιστεύεις, υπάρχουν σήμερα αλλαγές στους τρόπους ζωής που επηρεάζουν τις σχέσεις ανδρών και γυναικών;

 

Κοίτα εάν κοιτάξει κανείς την ιστορία, θα κατανοήσει ότι υπάρχει μια κυκλικότητα. Υπήρχαν πολλές εποχές σε αυτήν, όταν οι γυναίκες ασκούσαν τον μεγαλύτερο έλεγχο και την επιρροή πάνω στη ζωή, μιλάω για τις μητριαρχικές κοινωνίες κ.λπ. Σήμερα, πιστεύω ότι ο ρόλος της γυναίκας ενισχύεται. Το ξέρω ότι είναι κάπως γελοίο να προσπαθεί κανείς να συζητήσει τους μετασχηματισμούς αυτούς με τόσο απλό τρόπο, αλλά πιστεύω ότι η επίδραση των γυναικών γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να πω παραπάνω πράγματα γι’ αυτό, αλλά νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τώρα όλη αυτή η ιστορία με το unisex, εμένα μου φαίνεται μια χαζομάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ζωή ‘θηλυκοποιείται’ όλο και πιο πολύ.

– … Δηλαδή τα αρσενικά είναι λιγότερο αρρενωπά επειδή δεν υπάρχει κάποια ανάγκη για πολλή αρρενωπότητα;

Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Ναι, δεν υπάρχει πλέον άλλο σύνορο να κατακτήσουμε ή η ανάγκη να κυνηγάμε και να ψαρεύουμε. Δεν είναι πλέον [η αρρενωπότητα] ένα πρωταρχικό στοιχείο της επιβίωσης. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ζωή ‘θηλυκοποιείται’ ολοένα και πιο πολύ.

– Και έτσι οι άνδρες γίνονται πιο μαλακοί. Πιστεύεις ότι πρόκειται για θετική εξέλιξη;

Ναι

-Γιατί;

Γιατί πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι ανώτερες από τους άνδρες. Πραγματικά, πιστεύω ότι έχουν σωστότερη άποψη [για τη ζωή].

– Η οποία ποια είναι;

Λιγότερη κλίση προς την θεωρητικοποίηση, και την ανάγκη τυποποίησης και εξιδανίκευσης της ζωής. Απλά τη δέχονται και τη ζουν.

– Τείνουμε να πιστεύουμε πως οι γυναίκες είναι εκείνες που είναι περισσότερο ρομαντικές, που κοιτούν τα άστρα, αλλά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, οι περισσότεροι ρομαντικοί και ιδεαλιστές είναι άνδρες.

Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.

– Πιστεύεις ότι θα αλλάξει αυτό;

Πιστεύω ότι έχει να κάνει με μια κυκλικότητα. Αλλά νομίζω ότι το εξαιρετικά πολύπλοκο και βιομηχανοποιημένο σύστημα στο οποίο εμπλεκόμαστε, όπου οι μηχανές παίρνουν τη θέση εκείνων που καθημερινά αγωνίζονται για την επιβίωσή τους… όταν αυτή η πλευρά της ζωής εξαφανίζεται, τότε έχουμε αυξανόμενη θηλυκοποίηση.  

– Έχεις σπουδάσει σινεμά, στο UCLA, και ένα από τα πράγματα που έχεις γράψει για το σινεμά είναι αυτό: «Είναι λάθος να υποθέτει κανείς, όπως γίνεται από αρκετούς, ότι το σινεμά ανήκει στις γυναίκες. Το σινεμά δημιουργήθηκε από τους άνδρες, προς παρηγοριά των ίδιων των ανδρών». Θα μπορούσες να μας πεις περισσότερα πράγματα γι’ αυτό;

Λοιπόν, ποιος κάνει όλα αυτά τα φιλμ; Ποιοι έχουν στα χέρια τους το δωμάτιο προβολής; Κατά κάποιον τρόπο η επιθυμία να κυριαρχήσει κανείς επάνω στη ζωή, και όχι να την αποδεχθεί και να αφεθεί μέσα της είναι μια αρρενωπή επιθυμία, και πιστεύω ότι αυτή είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία του κινηματογράφου, καθώς και για πολλά άλλα πράγματα…

Συνέντευξη στον Tony Thomas για λογαριασμό του CBC Radio του Καναδά, 27/06/1970.

***

– Eίδες το Easy Rider

Ναι.

– Είχες κάποιες ανάλογες εμπειρίες; [σ.τ.ε. ο δημοσιογράφος εννοεί αν ποτέ έπεσε θύμα επιθέσεων από τους τραχείς Νότιους των ΗΠΑ]

Όχι, καθόλου… Νομίζω ότι όλα αυτά είναι μια υπερβολή. Δεν ξέρω γιατί ο Νότος έχει τέτοια φήμη, τι να πω, μπορεί ορισμένα από αυτά τα κλισέ να έχουν μια δόση αλήθειας σε τελευταία ανάλυση. Αλλά ποτέ δεν θεώρησα ότι ο Νότος είναι κάτι χειρότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος των ΗΠΑ… βέβαια κατάγομαι από τον Νότο, οπότε, μπορεί να είμαι θετικά προκατειλημμένος απέναντί του, αλλά στ’ αλήθεια πιστεύω ότι όλα αυτά είναι μια γκροτέσκα καρικατούρα του Νότου. Βέβαια, να ξέρεις, ο Νότος είναι μια περίεργη επικράτεια…

– Εάν είσαι από τον Νότο, πώς και δεν έχεις την χαρακτηριστική προφορά;

[εκνευρισμένος, και μιλώντας με την προφορά του Νότου] Γιατί; Δεν ξέρω; Πως και δεν έχω την προφορά των Νότιων, ενώ είμαι από τον Νότο… Μάλλον βλέπω πολύ τηλεόραση, και το μόνο που προσπαθώ, είναι, ξέρεις, να ακολουθώ τη νόρμα…

– Τι εννοείς;

Αυτό είναι που λένε, ξέρεις, οι άνθρωποι από τις Μεσοδυτικές πολιτείες, από τον Νότο για τον τρόπο που μιλάνε στην Καλιφόρνια. Λένε ότι είναι «η προφορά της τηλεόρασης». Ο τρόπος που οι άνθρωποι μιλούν στην τηλεόραση, οι δημοσιογράφοι, οι ηθοποιοί, στις διαφημίσεις… είναι «η προφορά της τηλεόρασης»…

Συνέντευξη με τον Howard Smith για λογαριασμό του περιοδικού Village Voice, Νοέμβριος 1970.

 

***

– Τι συμβαίνει στη μουσική αυτή την εποχή… Θέλω να πω… σχετικά με όσα έγιναν –σχετικά με τους θανάτους του Αλ Γουΐλσον, της Τζάνις Τζόλπιν και του Τζίμι Χέντριξ… Πού έχεις την αίσθηση ότι βαδίζει η μουσική, και τι πιστεύεις εσύ, για το πώς έκαψαν τους εαυτούς τους έτσι;

Χμ… Νομίζω ότι αυτή η τεράστια δημιουργική έκρηξη της ενέργειας που συνέβη τρία ή τέσσερα χρόνια πριν, είναι δύσκολο να διατηρηθεί για πολύ, και για τους πιο ευαίσθητους… μπορώ να φανταστώ πως μπορούν να ικανοποιούνται μόνο με τα «ύψη». Όταν η πραγματικότητα παύει να εκπληρώνει αυτό το εσωτερικό τους όραμα, τότε νομίζω ότι πέφτουν σε κατάθλιψη…

Συνέντευξη με την Salli Stevenson για λογαριασμό του περιοδικού Circus Magazine, 13/10/1970.

 

Πηγές:

  • Frank J. Lisciandro, Jim Morrison: Friends Gathered Together, Vision Words & Wonder LLC, Νέα Υόρκη
  • The Collected Works of Jim Morrison: Poetry, Journals, Transcripts, and Lyrics, Harper Design, Λονδίνο
  • Jerry Hopkins, “Jim Morrison: The Rolling Stone Interview”, Rolling Stone, 26/09/1969.
  • Salli Stevenson, “Jim Morrison Interview”, Circus Magazine, 13/10/1970.
  • Tony Thomas, “Jim Morrison Interview”, CBC Radio (transcript), 27/06/1970.
  • Howard Smith, “Jim Morrison Interview”, Village Voice, Νοέμβριος
  • “The Doors Ray Manzarek Talks Jim Morrison In Rare Interview”, https://www.youtube.com/watch?v=sAp06QP2Fws.

Κείμενο: Γιώργος Ρακκάς, για τη Lavart

Διαβάστε επίσης

Συνέντευξη με τον Γιώργο Ρακκά

«Αμερικάνος Προσευχητής»

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr