Δυο καταγάλανα μάτια που μαγνητίζουν, εβένινα μαλλιά, σιδερένια πυγμή και γοητεία είναι μερικά από αυτά που μας έρχονται στο μυαλό, όταν ακούμε το όνομα Τζένη Καρέζη.
Η Ελληνίδα ηθοποιός που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932 ως Ευγενία Καρπούζη, έμελλε να κατακτήσει τη μεγάλη οθόνη αλλά και τη θεατρική σκηνή μένοντας ανεξίτηλη στο μυαλό και την καρδιά του κοινού.
Η μεγάλη απόφαση
Το 1951, αποφοιτά από την Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ» και αποφασίζει να σπουδάσει υποκριτική. Για αυτή της την απόφαση θα έρθει σε ισχυρή ρήξη με τον πατέρα της, που ως εκπαιδευτικός αλλά και γυμνασιάρχης έχει άλλα όνειρα για εκείνη. Παρά τις αντιρρήσεις του θα εισαχθεί στην Δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου και θα κόψει τις σχέσης της μαζί του.
Η καριέρα
Οι σπουδές της ολοκληρώνονται το 1954. Την ίδια χρονιά, κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο στο έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στην Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και ένα χρόνο αργότερα θα εμφανιστεί ως πρωταγωνίστρια στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο». Είναι οι δύο πρώτες από τις πολλές επιτυχίες που θα ακολουθήσουν στο Εθνικό Θέατρο, στον κινηματογράφο, στους θιάσους που θα δημιουργήσει.
Σε μια εποχή που η εικόνα της ξανθιάς ευαίσθητης σταρ θριαμβεύει, η Τζένη βάφει τα μαλλιά της μαύρα και αλλάζει την εικόνα της κλασσικής πρωταγωνίστριας. Χωρίς να χάσει κάτι από τη φινέτσα και τον ερωτισμό της γίνεται το πιο γλυκό μαγκάκι του ελληνικού σινεμά.
Η ερωτική ζωή
Το 1962 παντρεύεται τον Ζάχο Χατζηφωτίου. Λίγο αργότερα όμως και μετά τις φήμες για απιστία εις βάρος της, λήγει το γάμο και οι δυο τους μένουν φίλοι. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, στα γυρίσματα της ταινίας «Κοντσέρτο Για Πολυβόλα», θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωή της Κώστα Καζάκο. Παρά τις αντιρρήσεις της αστυνομίας λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του, το ζευγάρι θα παντρευτεί και θα χαράξει μια μεγαλειώδη καλλιτεχνική πορεία που θα κρατήσει από το 1969 έως και το τέλος.
Ο αντιδικτατορικός αγώνας
Το 1973 στη σκηνή του θεάτρου «Αθήναιον» ανεβαίνει η θεατρική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη, από το θίασο Καρέζη-Καζάκου. Πάνω από 400 χιλιάδες θεατές θα παρακολουθήσουν μια πράξη που δεν ήταν απλά ένα θεατρικό έργο, αλλά μια πολιτική κίνηση και που βοήθησε στον ιδεολογικό αγώνα κατά της χούντας. Συνθήματα της παράστασης θα ακουστούν πρώτα στο σανίδι και μετά στους δρόμους. Λίγο πριν το Πολυτεχνείο η Τζένη και ο Κώστας θα φυλακιστούν αλλά αυτό δεν θα τους εμποδίσει να ξανανεβάσουν το έργο.
Λίγο αργότερα, η Τζένη θα πει για την παράσταση:
«Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα ‘πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα ‘πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν»
Το 1975 θα ανέβει και το έργο «Ο Εχθρός Λαός» που θα είναι εξίσου πολιτικό. Εξάλλου, η Τζένη έχει μυηθεί στην αριστερή ιδεολογία και από το ΄74 είναι μέλος της ΕΔΑ, με δράση εντός και εκτός θεάτρου. Το παρακάτω τραγούδι, που αποτελεί επανεκτέλεση της παράστασης μας ανατριχιάζει ακόμα.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Η πορεία έως το τέλος
Μετά τα ταραγμένα χρόνια της χούντας, η επιτυχημένη πορεία θα συνεχίσει έως και το τέλος της ζωής της, κυρίως στο θέατρο με έργα Αρχαία Ελληνικά όπως η «Μήδεια» και η «Ηλέκτρα», ξένο ρεπερτόριο όπως ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ αλλά και σύγχρονα ελληνικά έργα.
Το τελευταίο έργο της καριέρας της «Διαμάντια και Μπλουζ» θα γραφτεί από τη Λούλα Αναγνωστάκη και θα είναι αφιερωμένο αποκλειστικά σε εκείνη.
Περήφανη όπως ήταν πάντα, θα χάσει τη μάχη με τον καρκίνο και θα σβήσει στις 26 Ιουλίου του 1992 στα εξήντα της χρόνια, το άστρο της όμως θα παραμείνει φωτεινό.
Στην τελευταία της επιστολή προς τον τύπο αναφέρει:
«Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα ελπίζω»
Κείμενο: Βάσω Κουλεντάκη (Lavart)
Πηγή Φωτογραφιών: Google