[dropcap size=big]Σ[/dropcap]την άσφαλτο πνίγονται οι μακρινές εκδρομές. Είχα φτάσει κάποτε στον απρόσιτο χώρο με τα γυναικεία πρόσωπα, κι όλα θύμιζαν πλαστελίνη. Ας διαμορφώσω όπως επιθυμώ το τοπίο, να μεταφέρω τα ελαστικά χέρια των κατοίκων στη θάλασσα με τα βρέφη. Θα ψαρέψουμε κάμποσα, δαγκώνουν εύκολα το αγκίστρι, και από τότε το αποκαλούμε «μητέρα». Δες τα, νεογέννητα και έχουν όρεξη για παιχνίδια. Το ξανθό μωρό κρατά στα μάτια ένα μαχαίρι. Αχ και να ‘χε αντίληψη ενήλικα, τα βλέφαρα να κάρφωνε με μιας, τα τραγικά θεάματα να απέφευγε που καραδοκούσαν. Το άλλο βρέφος σημαδεύει τη μαία στο πρόσωπο και πυροβολεί. Γεννήθηκε θαρρείς με κάνη στο χέρι. Τρίτο βρέφος και ο βηματισμός του λίγο διέφερε από παρελαύνοντες φαντάρους. Όρθιο καθώς είναι, δαγκώνει το γόνατο του συγγενή και, με βήμα κοινό, ξεκινούν την επιστροφή στη θάλασσα:
«Κόκκινη βροχή,
Τίνος το αίμα που φιλούσες;
Λευκό μου βρέφος που κλαις,
Καθώς πίνω τον ιδρώτα μου με ομπρέλα
Μυρίζω το ρούχο σου».
Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)
Φωτογραφία: Σοφία Γκορτζή (Lavart)