Τρεις και μία χαρωπές γιαγιάδες που θα πουν πολλά… χωρίς να μιλήσουν καθόλου.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] διεθνούς παραγωγής ταινία Το Τρίο της Μπελβίλ (αυθεντικός τίτλος: Les Triplettes de Belleville) εκτός από έξοχο σχέδιο, εξαιρετική μουσική επένδυση -τουλάχιστον για τους θαυμαστές της swing και της jazz- και πολύ επιτυχημένη μετάδοση διαβολεμένα μελαγχολικών συναισθημάτων, ασκεί επιπλέον μια εύστοχη κοινωνικοπολιτική κριτική. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ιστορία της εκτυλίσσεται σε κάποια δυστοπική πραγματικότητα, ενώ κάποιος άλλος ίσως να επεσήμαινε ότι αναφέρεται σε μια μεταφορική μεν, ρεαλιστική δε απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας.
Το πρώτο από τα κύρια μοτίβα που προδίδουν αυτήν την κριτική κατεύθυνση είναι αυτό της αποξένωσης από την εργασία και κατ’ επέκταση από κάθε αγαπημένη δραστηριότητα. Στην προκειμένη, πρόκειται για ένα παιδί με πάθος για τα ποδήλατα. Το πάθος του αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αφιερώνει ουσιαστικά ολόκληρη τη ζωή του στο να γίνει καλύτερος ποδηλάτης. Σημαντικό ρόλο παίζει και η γιαγιά του, η μαντάμ Souza, η οποία έχει ήδη αφιερώσει τη ζωή της στη φροντίδα του αγοριού και του υπέρβαρου τρενοφοβικού σκύλου του με το όνομα Μπρούνο, και συνεπώς αφιερώνεται και αυτή ολοκληρωτικά στο να βοηθήσει τον εγγονό της να γίνει καλύτερος ποδηλάτης. Αν και ο νεαρός -όπως και σχεδόν όλοι οι μη σκύλοι στην ταινία- δεν είναι και ιδιαίτερα συναισθηματικά εξωστρεφής, μπορεί κανείς να υποθέσει με μια σχετική ασφάλεια, ότι αυτή η δραστηριότητα του προσφέρει μια κάποιου είδους αυτοπραγμάτωση.
[dropcap size=big]Κ[/dropcap]άποιοι ντουλαπόμορφοι κοστουμάτοι κύριοι όμως, με επικεφαλής έναν μικρόσωμο, μονίμως καπνίζοντα, με μύτη παντζάρι από το αλκοόλ, απαγάγουν τον νεαρό, όταν, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στον γύρο της Γαλλίας, σταματάει εξαντλημένος και ανήμπορος να συνεχίσει. Τον μεταφέρουν σε ένα χώρο όπου τον αναγκάζουν να κάνει πετάλι πάνω σε ένα ακίνητο ποδήλατο μπροστά σε μια οθόνη, στην οποία προσομοιώνεται μια ποδηλατική διαδρομή. Εκεί, συναγωνίζεται άλλους «αποτυχημένους» ποδηλάτες, με το κοινό να βάζει στοιχήματα για το ποιος θα κερδίσει την ψεύτικη κούρσα. Η μετατροπή αυτή του εθελοντικού μόχθου για αυτοβελτίωση σε δουλεργασία, υπογραμμίζεται με έναν ομολογουμένως εξαιρετικά γκροτέσκο τρόπο: Του ρουφούν κυριολεκτικά το αίμα με σωλήνα την ώρα που κάνει ποδήλατο.
Κάπου εδώ μπορούμε εύκολα να μεταπηδήσουμε σε ένα δεύτερο φιλοσοφικό μοτίβο, με το οποίο καταπιάνεται η ταινία. Αυτό του μεταφορικού «κοινωνικού» θανάτου και, σε κάποιες περιπτώσεις, του κυριολεκτικού. Μόνο που στην προκειμένη δε μιλάμε για αυτοπροκαλούμενο ή μοιραίο θάνατο, αλλά μάλλον για εσκεμμένη, ίσως συστηματική, θανάτωση. Οι τρίδυμες γιαγιάδες, το Τρίο της Μπελβίλ, διάσημες τραγουδίστριες-ψυχαγωγοί στα νιάτα τους, ζουν σε εξαθλιωτική φτώχεια σε ένα ξύλινο παραγκοειδές σπίτι και τρέφονται αποκλειστικά με βατράχια, τα οποία μαζεύουν από ένα βάλτο εκεί κοντά. Η εξαθλίωση αυτή λειτουργεί ως «τιμωρία» τους, επειδή… τόλμησαν να γεράσουν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να προσφέρουν θέαμα –τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που απαιτείται-.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] ταινία όμως, όπως είπαμε, δεν περιορίζεται μόνο στη μεταφορική θανάτωση, αλλά και στην κυριολεκτική. Όταν ένας από τους ποδηλάτες σωριάζεται στο πάτωμα, όχι αρνούμενος, αλλά ανήμπορος να συνεχίσει την ποδηλατική-κούρσα-σπήλαιο-του-Πλάτωνα, εκτελείται άμεσα.
O μοναδικός χαρακτήρας στην ταινία που καταλαβαίνει –έστω υποσυνείδητα- το πρόβλημα, φαίνεται να είναι ο σκύλος. Ίσως επειδή κανένας δεν μπορεί να του πει ότι πρέπει να συμμορφωθεί και να παραδεχθεί τη μοίρα του, όπως όλοι οι υπόλοιποι. Ο «απροσάρμοστος» αγχωτικός Μπρούνο, λοιπόν, περνάει την ώρα του γαβγίζοντας στα τρένα που περνούν. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ενστικτώδης φοβία του απέναντι σε ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα και καμάρια της βιομηχανίας παραγωγής λειτουργεί ως προοικονομία που μας υποδεικνύει μέσα από ακαταλαβίστικα τρομοκρατημένα γαβγίσματα και τεντωμένα σκυλίσια δάχτυλα ποιον να περιμένουμε να αποδειχθεί «ο κακός» της ιστορίας.
Το τρίτο και τελευταίο μοτίβο που θεώρησα σημαντικό να αναλύσω είναι αυτό του ματεριαλισμού. Όταν το Τρίο της Μπελβίλ βρίσκει την Μαντάμ Souza και τον σκύλο Μπρούνο στο δρόμο και τους παίρνει σπίτι του, συμβαίνει κάτι που, εμένα τουλάχιστον, μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον. Όταν η Μαντάμ Souza επιχειρεί να βάλει αποφάγια στο ψυγείο, να καθαρίσει με την ηλεκτρική ή να διαβάσει εφημερίδα, μία μία οι τρίδυμες την αποτρέπουν, της τα παίρνουν απ’ το χέρι και τα τακτοποιούν στοργικά πάλι στη θέση τους. Αυτή η χειρονομία ξυπνάει μια άβολη υποψία αντικειμενολατρείας, που ομολογουμένως αρχικά ξενίζει, μέχρι που καταρρίπτεται πανηγυρικά λίγο αργότερα. Αυτό γιατί οι γιαγιάδες δε χρησιμοποιούν τα προαναφερθέντα αντικείμενα ως είθισται, αλλά ως τα μουσικά τους όργανα. Η πράξη τους αυτή λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο αντιματεριαλιστικά, προσδίδοντας προσωπική και συναισθηματική αξία σε καθημερινά αντικείμενα, καταρρίπτοντας την υλική τους.
Ίσως να είναι αισθητό μέχρι τώρα ότι η στάση της ταινίας απέναντι στα πράγματα δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη. Παρόλη τη γενική της απαισιοδοξία, προσφέρει τελικά μια μορφή απολαυστικά ένοχης εξιλέωσης. Η λύση, σύμφωνα με τουλάχιστον τρεις εκ των τεσσάρων χαρωπών γιαγιάδων είναι απλή. Το μόνο που χρειάζεται είναι καλή θέληση. Και λίγο μπαρούτι.
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=qgrpvVSwrS4″ width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
Πηγές φωτογραφιών: 1 – 2 – 3 – 4 – 5
Κείμενο: Λουκάς Τρολλ (Lavart)