Είτε το σημασιοδοτεί κανείς θετικά είτε αρνητικά, το Βυζάντιο παραμένει προπύργιο προκατάληψης και στερεότυπων. Το ίδιο το όνομα γεννά προβλήματα και προβληματισμούς.
H ταυτότητα των «Βυζαντινών»
Κατ’ αρχάς, το κράτος δε λεγόταν Βυζάντιο, ούτε οι υπήκοοι Βυζαντινοί· δε γνώρισαν ποτέ αυτήν την ταυτότητα. Το Βυζάντιο υπήρξε αρχαία πόλη, αποικία των Μεγαρέων, στα θεμέλια της οποίας οικοδομήθηκε η Πόλη του Κωνσταντίνου. Πώς ήταν γνωστή αυτή; Νέα Ρώμη, παρακαλώ. Το λησμονημένο όρο «Βυζάντιο» ανέσυρε τον 16ο αιώνα ο Γερμανός μελετητής Ιερώνυμος Βολφ για να περιγράψει την αυτοκρατορία που καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Επομένως, πώς λεγόταν το κράτος;
Τo «Βυζάντιο» ήταν η Ρώμη, το ανατολικό τμήμα της, η συνέχεια αυτής. Τη Ρώμη δεν την απεμπόλησε ποτέ. Γι’ αυτό και καλείται Imperium Romanum ή, επί το ελληνικότερο, «Πολιτεία Ρωμαίων» και «Ρωμανία». Οι δε υπήκοοι αυτής «Ρωμαίοι».
Διευκρινήσεις
Η ενότητα του ρωμαϊκού κράτους δεν αμφισβητήθηκε. Οι νόμοι που εκδίδονταν στο ανατολικό τμήμα ίσχυαν και στο δυτικό· και αντίστροφα. Η περίφημη μοιρασιά του κράτους από το Θεοδόσιο Α’ στους δύο γιους του, Αρκάδιο και Ονώριο, δε συνεπάγετο διάσπαση. Ο επιμερισμός του imperium σε πλέον του ενός άτομα αποτελούσε πάγια ρωμαϊκή τακτική. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το σύστημα της Τετραρχίας (293-324 μ.Χ.) που εισήγαγε ο Διοκλητιανός, καταλήγοντας στον (Μέγα) Κωνσταντίνο Α’, ο οποίος έμεινε μονοκράτορας. Στη συνέχεια, βέβαια, και ο Κωνσταντίνος μοίρασε τη διοίκηση στους τρεις γιους του. Ποια, λοιπόν, είναι η καινοτομία του Θεοδόσιου;
Ο χωρισμός επήλθε φυσικά με την πτώση της «Αιώνιας Πόλης» το 476, χρονολογία ορόσημο, που για αρκετούς μελετητές υποδεικνύει την είσοδο στο δυτικό Μεσαίωνα. Έκτοτε, η παλαιά πρωτεύουσα τέθηκε στο περιθώριο και αναζήτησε προστασία σε αλλότριες δυνάμεις. Η αποστασιοποίηση της Ρώμης από την Κωνσταντινούπολη ήρθε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας -ή και απροθυμίας- της δεύτερης να υποστηρίξει επαρκώς την πρώτη. H ρήξη, ωστόσο, επήλθε λόγω της συγκρότησης ενός ισχυρού κέντρου στη Δύση, ανταγωνιστικού του ανατολικού, που διεκδικούσε κι αυτό «ρωμαϊκότητα» με τις ευλογίες του Πάπα.
Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του δυτικού πόλου θα πρέπει να θυμηθούμε την υφαρπαγή του τίτλου που έφεραν οι βυζαντινοί ηγεμόνες ως «πιστοί εν Χριστώ βασιλείς και αυτοκράτορες Ρωμαίων». Η αντικανονική ενέργεια έλαβε χώρα κατά την στέψη του βασιλιά των Φράγκων, Καρλομάγνου, σε Imperator Romanorum («αυτοκράτορα Ρωμαίων») από τον Πάπα Λέοντα Γ’ στη Ρώμη, τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο τίτλος αυτός αξιοποιήθηκε αρκετά μεταγενέστερα από τους διαδόχους του θρυλικού ηγεμόνα, προκειμένου να πληγεί η «ρωμαϊκότητα» του Βυζαντίου. Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία ενός παράλληλου χριστιανικού imperium στη Δύση αποτελούσε όντως καινοτομία και παράτολμο εγχείρημα.
Βυζάντιο και Έλληνες
Ο όρος «αυτοκρατορία» δηλώνει ένα πολυεθνικό κράτος. Και η ανατολική ρωμαϊκή εξουσίαζε πράγματι διάφορους λαούς (Έλληνες, Εβραίους, Ίσαυρους, Αρμένιους, Ίβηρες, Σύριους, Αιγύπτιους), ενώ ήταν σε θέση να ενσωματώνει νέους (Γότθους, Σλάβους, Ρως). Η επίσημη γλώσσα και οι τίτλοι, αρχικά ρωμαϊκοί, κυρίαρχα ελληνικοί στη συνέχεια. H γραμματεία ελληνική. Η θρησκεία χριστιανική· «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Έξω από αυτή αυτοκράτωρ δε λογίζετο.
Αντίθετα, όλοι οι αυτοκράτορες δεν υπήρξαν ελληνικής καταγωγής, ούτε μιλούσαν απαραιτήτως άπταιστα ελληνικά. Τρανταχτή περίπτωση αποτελεί ο αυτοκράτορας Ζήνωνας, ο οποίος ήταν ισαυρικής καταγωγής και το πραγματικό του όνομα ήταν Ταρασικόντισα. Αφετέρου, η μητρική γλώσσα του διάσημου Ιουστινιανού Α΄ ήταν η λατινική. Η «ελληνοποίηση» επήλθε σταδιακά και σε συνάρτηση με τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας.
Ποιος γίνεται αυτοκράτορας
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, στο Βυζάντιο δε εφαρμόστηκε κληρονομική μοναρχία. Σε θεωρητικό επίπεδο αυτοκράτορας μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε. Η Θεία Πρόνοια μπορούσε να ευνοήσει κάθε ελεύθερο άνδρα, ακόμα και ψαρά ή βοσκό, ως άλλο Δαβίδ, να αναρριχηθεί στο θρόνο. Μοναδική προϋπόθεση: να είναι κανείς χριστιανός ορθόδοξος και αρτιμελής. Γι’ αυτό και προσφιλής ποινή στους ανταπαιτητές του θρόνου ήταν ο ακρωτηριασμός. Και ο εγκλεισμός του αντίπαλου σε μοναστήρι συνιστούσε πράξη «εξουδετέρωσης», αφού μοναχισμός και τεκνοποιία δηλώνουν ασυμβίβαστα· δίπλα σε αυτά και η δημιουργία δυναστείας.
Κατόπιν των παραπάνω, είναι εύλογη η απορία: τότε πώς προκύπτουν δυναστείες στο Βυζάντιο; Χάριν σταθερότητας, ο ηγεμόνας ήταν σε θέση όσο βρισκόταν εν ζωή να υποδείξει τον συμβασιλέα του, δηλαδή έναν «μικρότερο αυτοκράτορα», ο οποίος θα αναλάμβανε πλήρως τα καθήκοντά του με την εκδημία του ανώτατου άρχοντα. Κατά κανόνα, για τη θέση προορίζονταν μέλη της οικογένειας (αδέλφια, παιδιά, ανίψια), αλλά όχι απαραίτητα. Σε κάθε περίπτωση, ο ηγεμόνας είχε το δικαίωμα να ορίσει πέραν του ενός συμβασιλείς.
Στον λαό αναπτύχθηκε έντονο το δυναστικό αίσθημα, με αποτέλεσμα η καθ’ οιονδήποτε τρόπο σύνδεση με την κρατούσα οικογένεια (συγγένεια αίματος, κηδεστία, υιοθεσία κλπ.) να λειτουργεί νομιμοποιητικά. Οπωσδήποτε, προϋπόθεση ανάρρησης ήταν η τελετή της αναγόρευσης από τους καθεστωτικούς παράγοντες (σύγκλητος, στρατός, δήμοι) δια των οποίων εκφραζόταν η λαϊκή βούληση περί διαδοχής.
Σε τελική ανάλυση, η επιρροή του εν ζωή ηγεμόνα διασφάλιζε τη μεταβίβαση της εξουσίας στο πρόσωπο της επιλογής του. Σε περιπτώσεις πρόωρου θανάτου ή αστάθειας, η συμβολή των καθεστωτικών παραγόντων ήταν σαφώς πιο κρίσιμη.
Σελιδοδείκτης: Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελερ
Αυλικές συνωμοσίες
Είναι διαδεδομένη η αίσθηση πως οι βυζαντινές ιστορίες βρίθουν μηχανορραφιών, προδοσίας και δολοφονιών. Κάτι κοντά σε Game of Thrones δηλαδή. Λοιπόν αυτό ισχύει, αλλά όχι σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ορίζουν τα ανθρώπινα μέτρα· διαχρονικά και διατοπικά. Αφενός ο αγώνας για την επιβίωση και την εξουσία ήταν δεδομένος. Αφετέρου, τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας ουκ ολίγες φορές ωχριούν μπροστά σε πραγματικά περιστατικά. Έτσι και οι θαυμαστές ιστορίες από την Κωνσταντινούπολη και οι ανατροπές εντυπωσιάζουν.
Βεβαίως, τα κοινωνικά πρότυπα ήταν προσηλωμένα στη χριστιανική ζωή και αρετή. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε μοναχούς να επιδίδονται σε μαχητικές κριτικές και να αναμειγνύονται στην πολιτική ζωή, τη στιγμή που αυτοκράτορες αγωνιούσαν για τη σωτηρία της ψυχής των ίδιων και των υπηκόων τους.
Κράτος και Εκκλησία
Η βασική προσθήκη στο ρωμαϊκό imperium κατά τους λεγόμενους βυζαντινούς χρόνους ήταν ο εκχριστιανισμός του. Ο ηγεμόνας παρέμενε μεν imperator Romanorum, αλλά και ο εκλεκτός του Θεού εκφραστής της Θείας Πρόνοιας. Η αυτοκρατορία αποτελούσε αντανάκλαση της μίας επουράνιας βασιλείας του Θεού επί γης. Τυχόν κατάλυσή της θα οδηγούσε στα έσχατα, στο Τέλος του Κόσμου. Μία φωνή, ο ιερός Αυγουστίνος, προσπάθησε να διαχωρίσει τη μακροημέρευση του κοσμικού imperium από την πνευματική ζωή του χριστιανού, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι, ο αγώνας για την επιβίωση του κράτους και τη διαιώνιση του κοσμικού imperium κατέστη υπαρξιακό γεγονός.
Παρά ταύτα, σε πείσμα της κυρίαρχης αντίληψης ότι Βυζάντιο σημαίνει θεοκρατία, οι υπήκοοί του ζούσαν όπως όλοι οι άνθρωποι κάθε εποχής: δούλευαν, αγωνίζονταν, χαίρονταν, φοβόντουσαν, ήλπιζαν, ανησυχούσαν, μισούσαν, προσεύχονταν.
Οι σχέσεις της Εκκλησίας με τον αυτοκράτορα, που ενσάρκωνε το κράτος, δεν ήταν ρητώς καθορισμένες. Σε γενικές γραμμές, ο κοσμικός άρχοντας ήταν και ο προστάτης της Εκκλησίας: αυτόκλητος παρενέβαινε όταν θρησκευτικές υποθέσεις απειλούσαν την ενότητα της αυτοκρατορίας· διαφορετικά, κατόπιν προτροπής από εκκλησιαστικούς κύκλους, προκειμένου να επιβάλει την «ορθή πίστη».
Ταυτόχρονα δε συγκαταλεγόταν στους πιστούς. Αυτή η διφυής τοποθέτηση σε σχέση με την Εκκλησία κατέστησε τις μεταξύ τους σχέσεις ιδιάζουσες και άφηνε ικανό πεδίο ώστε τα περιθώρια συνεργασίας να εξαρτώνται τελικά από την προσωπικότητα του εκάστοτε αυτοκράτορα και του κάθε πατριάρχη.
Και η λίστα δεν τελειώνει…
Είναι πολλές οι παρανοήσεις αναφορικά με την ανατολική εκδοχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πολλά τα σκοτεινά σημεία και ακόμα περισσότερα τα αναπάντητα ερωτήματα. Κέντρο αυτών παραμένει η σχέση του Νεοέλληνα με την υπερχιλιόχρονη οντότητα, που διαισθάνεται ότι στέγασε τον «ελληνισμό» του, έναν πολιτισμό που «επικρατεί των όπλων» δια των έργων του λόγου, που μορφώνει και διαμορφώνει τις κοινωνίες με τρόπο αναγνωρίσιμο σε σύμπασα πια τη σύγχρονη Ευρώπη.
Διαβάστε επίσης:
Ψηφιακές εκπαιδευτικές ιστορίες από το Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2, 3, 4
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Davis R. H. C., Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Άγιο Λουδοβίκο, Εκδόσεις Κριτική: Αθήνα 2011.
Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας (Δ’ Έκδοση): Θεσσαλονίκη 2001.
Ρεπούση Μαρία, Μαθήματα Ιστορίας: Από την Ιστορία στην Ιστορική Εκπαίδευση, Εκδόσεις Καστανιώτης: Αθήνα 2004.
Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνα, Βυζαντινή Ιστορία: Γ’1 1081-1204, Αθήνα 2001.