Το πάντα διαχρονικό «Πάθος για την Αλήθεια» του Φρίντριχ Νίτσε

Στο μυαλό του ανθρώπου που φώναξε ότι ο Θεός είναι νεκρός

Αποτελώντας μία από τις πέντε «Εισαγωγές» που είχαν γραφτεί για ένα βιβλίο που δε δημοσιεύτηκε ποτέ, «Το Πάθος για την Αλήθεια»  (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg με σχόλια του μεταφραστή Βαγγέλη Δουβαλέρη και του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη) του διάσημου φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε είναι ένα δοκίμιο που επιχειρεί να διαφωτίσει τη διαδικασία αναζήτησης της ανθεκτικής στο χρόνο αλήθειας ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης του φιλοσόφου. Η ιδιοφυής, λακωνική πένα του «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» ενσωματώνει τις απόψεις του για την αλήθεια, την επιστήμη, τη δόξα και την τέχνη που συναντάμε σ’ αυτό το σύντομο βιβλίο στα έργα του Φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας (1873 – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg), Περί Αλήθειας και Ψεύδους υπό εξωηθική έννοια (1873- κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκκρεμές) και στο Ιστορία και Ζωή (1874 – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γνώση). Στην πραγματικότητα, αυτά τα άγραφα αποσπάσματα αποτελούσαν χριστουγεννιάτικα δώρα για την Κόζιμα Βάγκνερ, τη σύζυγο του γνωστού Γερμανού συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ίσως η διασημότερη φράση του Φρίντριχ Νίτσε, συνοδευόμενη από ένα πολύχρωμο πορτραίτο του φιλοσόφου, δια χειρός του Ιταλού καλλιτέχνη Gian Maria de Nittis.
Ίσως η διασημότερη φράση του Φρίντριχ Νίτσε, συνοδευόμενη από ένα πολύχρωμο πορτραίτο του φιλοσόφου, δια χειρός του Ιταλού καλλιτέχνη Gian Maria de Nittis.

Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που παρατηρεί ο αναγνώστης από τις πρώτες κιόλας σελίδες είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος του φιλοσόφου για το έργο του Σοπενάουερ σε αυτό του προσωκρατικού Ηράκλειτου, τον οποίο, μάλιστα, χαρακτηρίζει ως «υπόδειγμα φιλοσόφου». Αξιοποιώντας το ηρακλείτειο παράδειγμα, λοιπόν, ο Νίτσε εκθέτει τις σκέψεις του: μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο άνθρωπος προτιμά να βασίζει την κρίση του σε ψευδαισθήσεις και προσιτές, εύπεπτες αλήθειες, ο φιλόσοφος έχει ευνοηθεί με μία σχισμή στο κελί της ψευδαίσθησης και την περιέργεια να δει τι υπάρχει έξω από αυτό. Θαυμάζει τον Ηράκλειτο, καθώς αδιαφόρησε για οποιαδήποτε πηγή γνώσης υπήρξε πριν και θα υπήρχε μετά από εκείνον, έψαξε την αλήθεια και έζησε, καθ’ αυτόν τον τρόπο, πρώτα για τον εαυτό του και έπειτα για τους άλλους -τον εαυτό μου γύρεψα κι ερεύνησα, κατά τα γραπτά του ίδιου. Ο φιλόσοφος στον οποίο αποδόθηκε η φράση τὰ πάντα ῥεῖ από τον Πλατωνα (Κρατύλος 402a), θεωρούσε πως ο άνθρωπος αποκτά την αλήθεια μέσω της τριβής του με τον ίδιο τον κόσμο, άρα η ανθρωπότητα, σύμφωνα με το Νίτσε, θα χρειάζεται διαρκώς στο πέρασμα των αιώνων ανθρώπους σαν τον Ηράκλειτo⋅ η ηρακλείτεια σκοπιά έρχεται σε βαθιά αντίθεση με τις ιδέες του καντιανισμού και τον νεοκαντιανισμού, που εκλαμβάνουν το χώρο και το χρόνο ως a priori πηγές γνώσης και απαραίτητες προϋποθέσεις αντίληψης των εξωτερικών φαινομένων. Στο σημείο αυτό, ο Γερμανός φιλόσοφος εξετάζει το δίπολο της Γνώσης και της Τέχνης: θεωρεί πως η Τέχνη είναι πιο δυνατή από τη Γνώση, καθώς η πρώτη προαπαιτεί τη ζωή, ενώ η δεύτερη αναπόφευκτα οδηγεί στην εκμηδένιση. 

Διαβάζουμε στις σημειώσεις του Νίτσε από το 1888: Η Αλήθεια είναι άσχημη. Έχουμε την Τέχνη για να σωθούμε από την Αλήθεια. Είναι ανέντιμο ένας φιλόσοφος να πει ότι κάτι είναι όμορφο και καλό. Ειδικά αν προσθέσει «και το αληθές», ε τότε είναι για ξύλο.

Ο Φρίντριχ Νίτσε από τον Edward Munch, το διάσημο ζωγράφο της «Κραυγής».
Ο Φρίντριχ Νίτσε από τον Edward Munch, το δημιουργό του δημοφιλούς πίνακα «Η Κραυγή».

Δίνοντας ακόμη περισσότερη τροφή για σκέψη στις επόμενες σελίδες, ο Νίτσε ορίζει τον Πολιτισμό (υπό το χαρακτηριστικό όρo Kultur στο πρωτότυπο) ως τις πολλές στιγμές των μεγάλων ανθρώπων οι οποίες συνδέονται αλυσιδωτά μεταξύ τους και συνθέτουν, τελικά, την ταυτότητα της ανθρωπότητας⋅ όπως επισημαίνει παρακάτω, όμως, με ύφος αυστηρό, οι μεγάλοι άνθρωποι, οι φιλόσοφοι, δε μελαγχολούν σκεπτόμενοι την ύπαρξή τους, σε αντίθεση με τους κοινούς, καθημερινούς ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται μελαγχολικοί όταν συνειδητοποιήσουν τη συντομότητα της σωματικής ύπαρξης. Γι’ αυτό, άλλωστε, άνθρωποι και φύση κινούνται ενάντια στους φιλόσοφους: ο φιλόσοφος προχωρά στο δικό του δρόμο, αφήνοντας πίσω τους καρπούς του πνεύματος και της σκέψης του, γνωρίζοντας πως την αλήθεια δε θα την ανακαλύψει στην εποχή όπου ζεί, δηλαδή στο παρόν, αλλά διαχρονικά, σε όλες τις εποχές και τα έργα αυτών. Ζει καλύτερα όποιος την ύπαρξη αψηφά, συνοψίζει ο Νίτσε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, σχολιάζοντας έμμεσα την υπερέχουσα ποιότητα της ζωής του φιλοσόφου, που ψάχνει το νόημα της ζωής πέρα από την υλική του ύπαρξη στη δεδομένη χρονική στιγμή.

Και σ’ αυτή την παρατήρηση όμως, εντός του έργου, υπάρχει μία υποσημείωση: όταν οι άνθρωποι έχουν τους μεγάλους να τους καθοδηγούν, συχνά εθελοτυφλούν απέναντι στην πολύπλευρη ταυτότητά τους και τους γδύνουν από τον πραγματικό τους εαυτό, ώστε να τους λατρέψουν ευκολότερα. Στην ανάγνωση αυτής της νιτσεικής σκέψης, μπαίνει κανείς σε σκέψεις: πόσο ιδιοφυείς είναι οι διανοητικοί καθοδηγητές της εποχής μας και όχι μόνο; Είναι στ’ αλήθεια άτρωτη και αυτοδημιούργητη η σκέψη τους; 

Το Πάθος για την Αλήθεια είναι για κάθε χρονολογία – όπως και η φιλοσοφική σκέψη, άλλωστε. Παρά τη μικρή του έκταση, δεν παύει να εκπλήσσει με τα συμπεράσματά του και τις ρήσεις συμπυκνωμένης γνώσης και αληθινής σοφίας – πάντα με το απόλυτο και πολυπρισματικό ύφος του Νίτσε που βυθίζει τον αναγνώστη -είτε αρχάριο στον κόσμο της φιλοσοφίας είτε όχι- σε μία σπειροειδή σκέψη που κάθε άλλο παρά στα ευκόλως εννοούμενα καταλήγει. 

Κείμενο: Μαρία Στεφιάδου (Lavart).

Πηγές φωτογραφιών: 1, 2

 

 

 

 

 

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr