Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς – Ενθύμιο,
Stephen Temperley
Θέατρο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες
Florence Foster Jenkins
Για την ιέρεια του φάλτσου Florence Foster Jenkins (1868 – 1944) η απόδοση του ορθού τόνου ήταν βλασφημία. Δεν μπορούσε να παράγει αρμονικά δύο διαδοχικές νότες και έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως η χειρότερη μονωδός όλων των εποχών. Τραγουδούσε ενστικτωδώς, διαστρεβλώνοντας αμείλικτα την παρτιτούρα. Ο ιμπρεσάριος της όπερας Ira Siff, χαρακτήρισε την Jenkins «anti-Callas», ενώ για την ίδια τη Τζέκινς, η Κάλλας ίσως θα γινόταν το αντίπαλο δέος….
Η εκκεντρική κολορατούρα υποστήριζε ότι άκουγε τη μουσική μέσα στο κεφάλι της. Άραγε ποιος να ήταν ο εξαίσιος ήχος που αντηχούσε στο μυαλό της; Έχοντας προσβληθεί από τη σύφιλη ήδη από τα νεανικά της χρόνια, έχει βυθιστεί στην τραγική αυταπάτη, στις περίπλοκες μουσικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις που αποτελούν ένδειξη απώλειας της ακοής. Όπως ο Σούμαν ή η Ζαν Ντ’ Αρκ. Βεβαίως εάν ζούσε στο Μεσαίωνα στην καλύτερη περίπτωση θα «θεραπευόταν» με ψυχρολουσία ή στη χειρότερα θα την έδεναν στον τροχό. Στις αρχές του 20ου αι. θα έπρεπε ίσως να υποβληθεί στις διαδεδομένες θεραπείες της εποχής όπως η λοβοτομή ή το ηλεκτροσόκ. Όμως τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει στην πλούσια εστέτ κακόφωνη, η οποία χτίζει μια πολυετή καριέρα θριαμβεύοντας, λίγες ημέρες πριν το θάνατό της, ακόμα και στο Carnegie Hall. Ίσως και ο Κακοφωνίξ του Γκοσινί τελικά να είχε πραγματοποιήσει το όνειρό του να τραγουδήσει στο Ολυμπιακό Στάδιο της Λουτέτιας (Παρισιού), αν ήταν εξίσου πλούσιος ….
Ακούγοντας τις ηχογραφήσεις της Τζέκινς στο youtube στέκεις άναυδος: Ήταν επίπεδη και παρέκλινε ακόμα και ένα ολόκληρο ημιτόνιο. Η προφορά της στα γερμανικά λιμπρέτα είναι κωμική. Αλήθεια γιατί επέλεξε τις δυσκολότερες άριες; Για να υπερτονίσει τις ελλείψεις της; Ή τελικά για να ενισχύσει τη δημοτικότητά της; Ο πιανίστας της, ο Cosme McMoon πασχίζει μάταια να κάνει προσαρμογές για να αντισταθμίσει τις συνεχείς φωνητικές διακυμάνσεις και να κρύψει τα αμέτρητα ρυθμικά λάθη και τους ανακριβείς τονισμούς.
Η Τζέκινς ήταν φαινόμενο: περιφρόνησε τη μουσική σημειολογία και κατάφερε να μεσουρανήσει για τρεις δεκαετίας αποκτώντας φανατικούς οπαδούς. Διέθετε υπέρτατη «ναρκισσιστική» αυτοπεποίθηση και κατέκτησε μία φήμη αξιοθρήνητων διαστάσεων. Τελικά μάλλον δεν ήταν τυχαίο ότι το βαπτιστικό της όνομα ήταν Narcissa…Το έργο
Στο έργο του Stephen Temperley «Ενθύμιον», περιγράφεται η ιστορία της Τζέκινς μέσα από την αφήγηση του ακομπανιατέρ της στο πιάνο, του Κόσμε Μακ Μουν. Η ιδιότυπη σοπράνο αδυνατεί να αισθανθεί το ύψος του τόνου. Πάσχει από φυσική κώφωση μετρίου βαθμού αλλά και πνευματική κώφωση, δηλαδή τη μη-ηθελημένη ή και την προσποιητή άγνοια της κατάστασής της. Αρνείται τους φυσικούς περιορισμούς, αρνείται την πραγματικότητα.
Στο ετήσιο ρεσιτάλ της στην αίθουσα χορού του ξενοδοχείου Ritz Carlton, όπου κατοικούσε, τα πνιγμένα γέλια δεν είναι ζητωκραυγές και τα δάκρυα δεν είναι συγκίνησης. Εκείνη όμως επιλέγει να ακούει θριαμβευτικές επιδοκιμασίες και να βλέπει να ρέουν δάκρυα συγκίνησης. Γιατί όμως αποστρεφόταν τους μουσικοκριτικούς; Τους οποίους δεν μπόρεσε να ελέγξει μετά την ιστορική συναυλία στο Carnegie Hall. Ίσως είχε επίγνωση και συνειδητά καλλιεργούσε την ιδιόρρυθμη καριέρα της. Ίσως η πίστη στον εαυτό της ξεπερνούσε κάθε «ασυνείδητο» και «μικρόψυχο» κριτικό.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Γιάννος Περλέγκα στο Θέατρο Θησείον δεν έστησε ένα freak show, αλλά ένα υπέροχο ανθρώπινο πορτρέτο της θρυλικής παράφωνης λυρικής τραγουδίστριας. Κρατά μια απόσταση από την περσόνα, δίχως εξιδανικεύσεις, ωραιοποιήσεις ή ακόμα ειρωνική διάθεση και τάση κωμικής παραμόρφωση. Ο Περλέγκας προσεγγίζει την Τζέκινς μέσα από τα μάτια του πιανίστα της, δηλαδή μια οπτική που κλιμακώνεται: απορία, ειρωνεία, ντροπή, οργή, θυμός, συμπάθεια, φιλία, αγάπη, αυταπάρνηση.
Ο σκηνοθέτης διατηρεί την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην «ευγενή» απεικόνιση χαρακτήρων και τη φάρσα. Προκαλεί εκρήξεις γέλιου αλλά και στιγμές συμπάθειας. Απ’ τη μια η κακοφωνία και τα εξωφρενικά κοστούμια και απ’ την άλλη η υπαρξιακή αυταπάτη. Διαχειρίζεται ευρηματικά ακόμα και το «ατελές», απότομο φινάλε, διαμορφώνοντας μια έξοδο επάξια της Τζέκινς.
Η φωνητική διδασκαλία (Ευαγγελία Καρακατσάνη) αποτελεί το σπουδαιότερο εργαλείο του σκηνοθέτη, διότι το κοινό, όπως το σύγχρονο κοινό της Τζέκινς, σαδιστικά προσμένει το μουσικό παράδοξο. Δεν είναι τόσο τα φάλτσα που ικανοποιούν τους θεατές όσο η άγνοια και η πλάνη αποτυπωμένη στην παιδική έκφραση της Ναταλίας Τσαλίκη. Η αλήθεια είναι ότι μου φαίνεται τρομερά δύσκολο να τραγουδάς τόσο άσχημα. Είναι δυνατόν; Η Τσαλίκη δεν εκτέλεσε ούτε μια νότα με ακρίβεια. Στέκεται αγέρωχη στην αιωρούμενη σκηνή της, στο ευρηματικό «συννεφάκι» παλκοσένικο της Λουκίας Χουλιάρα. Άριστη εκφορά, εύληπτες προθέσεις, δεν τυποποιεί την Τζέκινς αλλά διακριτικά ανιχνεύει όψεις του χαρακτήρα της. Την ακομπανιάρει γενναιόδωρα ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, ο οποίος στέκεται στέρεος φωνητικά, με ωραίες, ξεκάθαρες αποτυπώσεις του θυμικού του, ελεγχόμενες εκρήξεις και ενοχικές επαναφορές. Παράσταση άξια λόγου, άξια ιδέσθαι.
Κείμενο: Κατερίνα Διακουμοπούλου (Lavart)
Φωτογραφίες: Κarol Jarek