Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
κουτσομπολιό

Το κουτσομπολιό και η διαιώνιση στερεοτύπων για τη γυναικεία φιλία

Ή, αλλιώς, η έμφυλη διάσταση του κουτσομπολιού και από πού προέρχεται

Κουτσομπολιό: ετυμολογικά προερχόμενη λέξη από τα επιμέρους συνθετικά κουτσο- (με τη σημασία του ανακριβούς, του μη αληθούς) και μπολιάζω (με τη σημασία της διαδικασίας του «εμβολιασμού» ενός φυτού με ένα μέρος από κάποιο άλλο φυτό). Νοείται συνήθως ως βλαβερή διασπορά προσωπικών πληροφοριών σχετικά με ένα άτομο το οποίο δεν είναι παρόν στις εν λόγω συζητήσεις, ενώ οι πληροφορίες αυτές συχνά δεν έχουν επιβεβαιωθεί ως αληθινές ή ισχύουσες. 

(Art credit: Untitled.Save, Instagram: @untitled.save)
(Art credit: Untitled.Save, Instagram: @untitled.save)

Φαίνεται, όμως, ότι η συνήθεια του κουτσομπολιού είναι ηλικιακά πολλών αιώνων – καθώς και η ταύτισή της με το γυναικείο φύλο και τις κοινωνικές ομάδες που συγκροτούνται από γυναίκες. Καθώς το κουτσομπολιό θεωρείται τάση για αδιακρισία, ζήλεια και ανταγωνισμό, ταυτίζεται με τα στρεβλά αρνητικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής έμφυλης ταυτότητας που αποδίδεται στις γυναίκες – η οποία περιγράφεται εξαιρετικά εύστοχα στο πάντα διαχρονικό βιβλίο της Σιμόν Ντε Μποβουάρ Το Δεύτερο Φύλο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο): «[η γυναίκα] διασκεδάζει ενστικτωδώς, είναι πνεύμα αντιλογίας, […] δεν έχει αίσθηση του γεγονότος ή της ακρίβειας, της λείπει η ηθική, είναι σιχαμερά ωφελιμίστρια, είναι ψεύτρα, θεατρίνα, ιδιοτελής και άλλα πολλά».

Ποιες είναι όμως, τελικά, οι καταβολές αυτής της εσφαλμένης ταύτισης των γυναικών με την πρακτική του κουτσομπολιού; Η Ντε Μποβουάρ θέτει ένα πραγματικά ενδιαφέρον επιχείρημα στο Δεύτερο Φύλο, ισχυριζόμενη πως η γυναίκα, υπάρχουσα μέσα σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία όπου όλα αποφασίζονται και πράττονται για εκείνη χωρίς εκείνη, έχει την εντύπωση πως η βούλησή της δεν έχει κάποιον ουσιαστικό σκοπό, ούτε μπορεί να επιστρατευτεί για την επίλυση ουσιωδών ζητημάτων, καθώς αυτού του είδους η ευθύνη υπάγεται στην ανώτερη κάστα – αυτή των ανδρών. Άρα, η γυναικεία σκέψη -μ’ αυτή τη λογική- δραστηριοποιείται στους εναπομείναντες και  λιγότερο αμφιλεγόμενους τομείς, μέσα από την προσπάθειά της να αντισταθεί έστω και νοητικά, πνευματικά στην ανδρική κυριαρχία – όπως το κουτσομπολιό. 

Η Σίλβια Φεντερίτσι στη μελέτη της Το κυνήγι των μαγισσών χτες και σήμερα (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις: Εκδόσεις των ξένων), θεωρεί επίσης πλασματική την ταύτιση του κουτσομπολιού με τη γυναικεία παρουσία, παρατηρώντας κάτι πολύ ενδιαφέρον: η αγγλική λέξη gossip (η οποία μεταφράζεται ως κουτσομπολιό) προέρχεται από τα συνθετικά god (=θεός) και sip (=συγγενής). Μετέπειτα η λέξη απέκτησε τη σημασία της επιστήθιας φίλης, από τις αρχές του 16ου αιώνα, όμως, με αποκορύφωμα το 17ο, η λέξη ταυτίστηκε με την έννοια της αργόσχολης και κακόβουλης κουβέντας μεταξύ γυναικών. Ο αρνητικός χρωματισμός του όρου ήταν συγχρονισμένος με την εποχή της επιβολής της πατριαρχικής εξουσίας στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο, κάτι που επηρέασε φυσικά και τη δυνατότητα των γυναικών να μετέχουν σε κοινωνικούς κύκλους και να σχηματίζουν συντεχνίες. Αντίθετα με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο Μεσαίωνας αποτελούσε το αποκορύφωμα της καταπίεσης των γυναικών, η γυναίκα στα μεσαιωνικά χρόνια δεν ήταν εξαρτημένη από τον άντρα για την επιβίωσή της, αλλά, απεναντίας, είχε τη δυνατότητα να εργαστεί, να δημιουργήσει συλλογικότητες (τις οποίες η Φεντερίτσι περιγράφει ως «κοινωνικά δίκτυα») με άλλες γυναίκες ενάντια στην εξουσία των ανδρών, ενώ είχε και νομική υπόσταση: στην Ιταλία, το 14ο αιώνα, οι γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να παρουσιαστούν μόνες τους στο δικαστήριο, καταγγέλλοντας τον άντρα που τις κακοποίησε ή τoυς επιτέθηκε.

Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο κατά τον 17ο αιώνα, όπου η Εκκλησία είχε μάλιστα διακρίνει την πολυλογία και το «κουτσομπολιό» ως ιδιότητες των μαγισσών – ενός σκοταδιστικού χαρακτηρισμού ο οποίος χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ώστε να κυνηγηθούν γυναίκες οι οποίες επιβίωναν εκτός των κοινοτήτων τους, ήταν ανύπαντρες, δεν είχαν τη δυνατότητα να τεκνοποιήσουν, ή απλώς επιδείκνυαν στοιχεία αντιδραστικότητας απέναντι στο status quo των πολιτικών και εκκλησιαστικών θεσμών. Συσκευές όπως το «φίμωτρο της κουτσομπόλας» (ένα μεταλλικό φίμωτρο με δερμάτινα λουριά το οποίο έκοβε τη γλώσσα της γυναίκας όταν πήγαινε να μιλήσει) μαρτυρούν την αλλαγή του όρου και τον εξοστρακισμό των κοινωνικών ομάδων των γυναικών.  

Chantal Joffee, ελαιογραφία, «Εγώ, η Εμ και η Νατ» (Me, Em and Nat). 1970, Λονδίνο.

Σήμερα, το κουτσομπολιό εκλαμβάνεται ακόμη ευρέως ως αποκλειστικά γυναικεία δραστηριότητα – ότι, δηλαδή, οι γυναίκες κουτσομπολεύουν γιατί δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν. Εκτός από το ότι η άποψη αυτή εξακολουθεί να υποτιμά το ορθολογικό σκεπτικό και τις προσωπικότητες των γυναικών – διαιωνίζοντας το στερεότυπο που προβάλλει τη γυναίκα ως επιρρεπή στο φθόνο και την κακία, υποτιμά το αγαθό της γυναικείας φιλίας και τη δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων, υπονοώντας πως η φιλία μεταξύ γυναικών χτίζεται επί θεμελίων τόσο σαθρών όσο και τα συστήματα αξιών τους. Η αγαπημένη Ντε Μποβουάρ στο Δεύτερο Φύλο γράφει: «οι γυναικείες φιλίες είναι πολύτιμες. […] Οι γυναίκες […] ενωμένες βρίσκουν τη δύναμη να αποτινάξουν τις αλυσίδες».

Ας σκεφτούμε τον τρόπο που απεικονίζουν ορισμένες ταινίες ή σειρές τη φιλία μεταξύ γυναικών: τη «μάχη» μεταξύ δύο παιδικών φίλων στο Bride Wars για το ποια από τις δύο θα έχει τον ιδανικό γάμο, την προβολή των επιφανειακών ανταγωνισμών της Hannah και της Marnie στη σειρά Girls του ΗΒΟ⋅ ή το μεγάλο ελάττωμα της Rachel στα Φιλαράκια– το κουτσομπολιό! Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πράγματι περίπλοκες και σπάνια ιδανικές, όμως έχω την εντύπωση πως σπάνια κανείς έχει την τάση να κατηγορεί μία παρέα αντρών για κουτσομπολιό, πόσο μάλλον ν’ ανάγει το επιμέρους παράδειγμα σε γενικότερο ισχύον στερεότυπο. Οι γυναίκες -και οι γυναικείες φιλίες- είναι πολλά παραπάνω από το απαρχαιωμένο, προκατασκευασμένο στάνταρ της «κουτσομπόλας»: και, τελικά, είναι στο χέρι μας να αποκαταστήσουμε στη σκέψη μας τη σύνδεση του κουτσομπολιού με τη γυναίκα, αφαιρώντας το για τα καλά από την εξίσωση της γυναικείας συντροφικότητας.

Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τη Μαρία Στεφιάδου (Lavart).

Πηγές φωτογραφιών: 1, 2

Πηγή πληροφοριών

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr