Στην κυριολεξία και μεταφορικά: το κιτς αποκλείει από το οπτικό του πεδίο όλα όσα ουσιαστικά απαράδεκτα διαθέτει η ανθρώπινη φύση.1
Ακούγοντας τη λέξη «κιτς» συνήθως οι συνειρμοί που ακολουθούν περιλαμβάνουν πολλά χρώματα, μπουκωμένες εικόνες με πράγματα, κάπως ασύνδετα μεταξύ τους, φιγούρες ντυμένες εκκεντρικά, χωρίς όμως κάποια ουσία. Ας πούμε πως ένα κεντρικό στοιχείο του «κιτς» είναι η δόση υπερβολής που το χαρακτηρίζει.
Αυτό προέρχεται από την ευρύτερη χρήση του όρου, που αφορά συνήθως τον σχολιασμό καλλιτεχνικών προϊόντων. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πράγματα τα οποία θεωρούνται κακόγουστα και υπερβολικά φτιαγμένα, σε μία προσπάθεια να τους προσδοθεί αξία. Εν τέλει, αυτό διαγράφεται στον τρόπο που έχουν στηθεί, «ακυρώνοντας» την προσπάθεια του δημιουργού. Επιπλέον χαρακτηριστικό είναι ο συναισθηματισμός που ξεχειλίζει, ενώ πολλές φορές ένα «κιτς» προϊόν εκπέμπει ένα αίσθημα ματαιοδοξίας.
Η λέξη «kitsch» έχει γερμανικές ρίζες στις αρχές του 20ού αιώνα, από το ρήμα «kitschen», που σημαίνει πασαλείφω. Συχνά, συγχέεται με τα στυλ «Camp» και «Avant Garde», ωστόσο η χροιά που έχει ο όρος «kitsch» είναι πιο αρνητική και επιδοκιμαστική από την χροιά των δύο προηγούμενων όρων.
Στο εξαίρετο μυθιστόρημα του Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, αφιερώνει πολλές σελίδες από το έβδομο κεφάλαιο του, με τίτλο η «Η Μεγάλη Πορεία», εξηγώντας την έννοια του «κιτς» από πολιτική σκοπιά. Με τόνο αρκετά εριστικό, το «κιτς» εδώ χαρακτηρίζεται ως το «αισθητικό ιδεώδες που αρνείται οτιδήποτε είναι σκατά». Σ’ αυτό το ιδεώδες, ο συγγραφέας αποδίδει την συμμετοχή στις κομμουνιστικές παρελάσεις Τσέχων οι οποίοι δεν ασπάζονται τα κομμουνιστικά ιδεώδη, τις φωτογραφίες των πολιτικών με μωρά στην αγκαλιά, την παρουσίαση ιδανικών σχέσεων στα φιλμ εν καιρώ συγκρούσεων και άλλα παραδείγματα. Στην ουσία αυτό που κάνει «κιτς» το «κιτς» του Κούντερα είναι μία εικονική, συλλογική ευτυχία, που αποτελεί αυθεντία και αποκλείει οποιαδήποτε έκφραση ατομικότητας.
Ο Κούντερα προτρέπει τους περισσότερους να σκεφτούν το «κιτς» πάνω σε μία ιδεολογία και στην πολιτική. Ωστόσο, η σκέψη αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην καθημερινή ζωή και αυτό θα προσπαθήσω να σας προτρέψω να κάνετε με αυτό το άρθρο. Πόσο πολύ προσπαθούμε να μην δούμε τα «σκατά» που μας δίνει η ζωή κάθε μέρα;
Η μεγάλη απόδειξη του «κιτς» στη σημερινή πραγματικότητα είναι η ιδανικοποίηση της καθημερινότητας, μέσα από την κλειδαρότρυπα της κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμα και στις «φυσικές» αναρτήσεις μας, υπάρχει το «φίλτρο» της τέλειας ζωής. Ακολούθως, δημιουργείται ένα αισθητικό ιδεώδες το οποίο πρέπει να ακολουθούν όλοι, διότι «ό,τι παρενοχλεί το κιτς εξοστρακίζεται απ’ τη ζωή»2. Πλασάρουμε μόνο τις καλύτερες στιγμές μας, ωραιοποιημένες, αρνούμενοι τις αρνητικές πλευρές. Μία μάσκα ευτυχίας σε έναν κόσμο γεμάτο «σκατά».
Και εδώ γεννάται το ερώτημα: Που είναι το κακό; Αντί για τις θετικές πλευρές της ζωής, θα ήταν καλύτερα να αναρτούμε υλικό γεμάτο μιζέρια και αρνητικότητα; Εξάλλου, οι λογαριασμοί μας είναι ένα παράθυρο γνωριμίας, στο οποίο θέλουμε να δείχνουμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Ωστόσο, αυτό που με προβληματίζει είναι τα αισθήματα ενοχής και αναποτελεσματικότητας του κάθε ατόμου, που πηγάζουν από την σύγκριση του με το συνολικό «κιτς» των social media. «Κιτς» δεν είναι το περιεχόμενο που αναρτούμε, αλλά η ιδέα της τέλειας ζωής που επιθυμούμε να δείξουμε.
Η άρνηση όλων των δυσάρεστων πραγμάτων και άβολων καταστάσεων κινείται και κινεί την σημερινή υπερκαταναλωτική κοινωνία. Μέσα στην προσπάθεια κάλυψης αναγκών, που προκύπτουν από την υιοθέτηση ενός αισθητικού ιδεώδους του «κιτς», το σύνολο επιδίδεται στην συλλογή πραγμάτων και την δημιουργία μόδας, ώστε να νομίζουμε ότι μαζικά κινούμαστε προς το καλύτερο. Εν τέλει, όμως, αυτό που υποβόσκει είναι μία κεκαλυμμένη μετριότητα.
Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει μία μερίδα ανθρώπων που προσπαθούν να αντισταθούν στο «κιτς» της τελειότητας . Έτσι, πολλές φορές συναντάμε άτομα που ωραιοποιούν τις ψυχικές διαταραχές, υιοθετούν την μόδα του ανθρωπισμού, του βιγκανισμού, του body positivity κ.λπ., δημιουργώντας ένα νέο είδος «κιτς». Στην πραγματικότητα σε ποιόν βαθμό αυτά τα πρόσωπα ενστερνίζονται τις ιδέες που πρεσβεύουν, με σκοπό μία «συλλογική ευτυχία»;
Στον ερχομό αυτών των σκέψεων, συνειδητοποιώ μία κριτική προς το δικό μου πρόσωπο, που ίσως εκπροσωπεί όλους τους ανθρώπους, που τελικά είναι «κιτς». Κατά πόσο μπορούμε να αποφύγουμε το «κιτς» στη ζωή μας δεν ξέρω αν είναι εφικτό. Ακόμα και μετά την συνειδητοποίηση ότι προσπαθούμε να κρύψουμε «κάτω από το χαλί» αυτά που μας χαλάνε, όπως λέει και ο συγγραφέας «Όποια κι αν είναι η περιφρόνηση που μας εμπνέει, το κιτς είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας»3.
Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβάσετε το βιβλίο Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, καθώς μέσα από μία καλά σκηνοθετημένη ιστορία έρχεσαι τελικά αντιμέτωπος με πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα.
Πηγές:
Kundera, Milan, (1999), Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι (μτφ: Δασκαλάκη, Κατερίνα), Εστία, Αθήνα.
1:Kundera (1999:304)
2:Kundera (1999:308)
3:Kundera (1999:314)
Το κείμενο “Το «Κιτσ» του Κούντερα στην…καθημερινή ζωή” συντάχθηκε από τη Λένα Ζετσίδου (Lavart)