[dropcap size=big]Έ[/dropcap]να «κακό» κείμενο, εμπνευσμένο από την εισαγωγή του βιβλίου «Μπωντλαίρ» σε επιμέλεια του Luc Decaunes, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πλέθρον, Μάρτιος 1985.
Το «καλό» είναι, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο κακό. Ένα κακό που μας βρίσκει ετοιμοπαράδοτους στον συμβιβασμό. Ναι, αυτό είναι. Το καλό είναι το συμβατικό και εν τέλει, αυτό που πράττεται κάτω από το σκέπαστρο της μεγαλύτερης μάστιγας: Επιβράβευση, μανία για επιβράβευση. Η μανία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και αλλοίωση της έννοιας «καλό», αφού η νοηματοδότησή της από τους καθωσπρέπει και κόσμιους την έχει φθείρει ολοκληρωτικά. Μία φθορά επώδυνη, που αποσυνδέει την καλή πράξη από την πραγματικά καλή πράξη. Είναι ένας διαχωρισμός αναπόφευκτος, αφού στην πρώτη περίπτωση πράττουμε καλό για να εισπράττουμε θετικά σχόλια, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πράττουμε καλό για να εισπράττουμε τον εαυτό μας. Μιλάμε δηλαδή, για έναν χαώδη χορό των εννοιών, καθώς το πραγματικό καλό πλέον θεωρείται κακό, και το συμβατικό, το ήδη προσαρμοσμένο, βαπτίζεται ως καλό, διότι κερδίζει μία καλή κριτική. Οι πολλαπλές αντιφάσεις θα αρθούν, εάν αποπειραθούμε να μεταφέρουμε τα λεγόμενά μας σε παραδείγματα της κοινωνικής ζωής.
Έστω, λοιπόν, ότι «εγώ είμαι πιστός στη σχέση μου». Τότε, κατά τα κοινωνικά πρότυπα, πράττω καλό. Έστω όμως, ότι παραφέρομαι και υποκύπτω σε έναν εξωτερικό πειρασμό. Τότε, πράττω κακό. Η πρώτη αυτή προσέγγιση όμως δεν είναι αρκετή, γι’ αυτό και συνεχίζω:
Έστω, ότι διατηρώ μία σχέση που αποσχίζεται πλήρως από κάθε στοιχείο πάθους και από κάθε στοιχείο συναισθήματος. Τότε, παρ’ όλο που το «καλό» διατηρείται επιφανειακά, η πραγματική μου στάση είναι μία στάση συμβιβασμού, αφού η ανάλωση σε ανθρώπινες καταστάσεις που δεν προσφέρουν ζωή, είναι μία μορφή συμβιβασμού με τον θάνατο «εντός ζωής». Μα ο συμβιβασμός με τη συνήθεια είναι, όπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω, κάτι κακό, σωστά;
Έστω, επίσης, ότι όντας δεσμευμένος, ενδίδω σε έναν εξωτερικό πειρασμό που διαθέτει στοιχεία ζωής μάλλον, παρά θανάτου «εντός ζωής». Θα μιλούμε για μία πράξη επιφανειακά κακή, αλλά ταυτόχρονα αντισυμβατική. Και το αντισυμβατικό είναι επίσης, κατά τη δική μου γνώμη, κάτι καλό, ή είναι συχνά κάτι καλό, δεδομένου ότι ο συμβιβασμός εγκυμονεί κακά αποτελέσματα.
[dropcap size=big]Κ[/dropcap]αι όποιος θεωρήσει τις αναφορές αυτές ως προτροπή για απιστία, θα ήταν «καλό» (δηλαδή κακό) να αυτοκτονήσει. Αφού τέτοια παραδείγματα, αποτελούν τεχνάσματα μέσω των οποίων μπορεί ο αναγνώστης να έρθει άμεσα σε επαφή με το εν λόγω δίλλημα: Καλό ή κακό; Και αν καλό ίσον συμβατικό, και κακό ίσον ασύμβατο, τότε, συμβατικό ή ασύμβατο; Και αφότου υπάρξει το δίλημμα ετούτο, να έρθει σε επαφή με το άλλο ερώτημα: Μήπως το καλό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ουδέτερο, αυτό που χαίρει απλά μίας καλής κριτικής από τον καθηγητή, τον γνωστό, τη μαμά ή τον φίλο; Και αν ναι, υπάρχει προσβολή μεγαλύτερη από τον τίτλο «Καλό Παιδί»; Γιατί καλό παιδί, σημαίνει παιδί ουδέτερο, παιδί ανασφαλές και παιδί απρόσωπο που αδυνατεί να διαφωνήσει και μόνο συμφωνεί. Γιατί, τέλος, το μεγαλύτερο κακό που μας κρεμά, είναι ότι υπάρχουνε καλά παιδιά…
Υ.Γ: Στο συγκεκριμένο κείμενο οι όροι ασύμβατος και αντισυμβατικός είναι ουσιαστικά συνώνυμοι. Μία τέτοια επισήμανση είναι αναγκαία, αφού σε ένα διαφορετικό πλαίσιο θα μπορούσε αυτές οι δύο λέξεις να παραπέμπουν σε εντελώς διαφορετικά πράγματα που δεν σχετίζονται με το παραπάνω σκεπτικό (π.χ. ως αντισυμβατικός, σε επίπεδο νομοθετικό και ηθικό, μπορεί να χαρακτηριστεί και ένας βιαστής). Στην παρούσα περίπτωση, το αντισυμβατικό και το ασύμβατο εκφράζουν το ανεξάρτητο, το αυτόνομο, αυτό που πράττει με κριτήριο την απελευθέρωση και όχι τα ηθικά κλισέ που τη χαντακώνουν. Η ουσία του αντισυμβατικού αναδεικνύεται, αντιθετικά, μέσα από την πνευματική και σωματική αδράνεια που κρύβει η λέξη «συμβιβασμός», η αποδοχή δηλαδή του άσχημου και η πάταξη του ωραίου, στο όνομα μίας κοινωνικής ηθικής που αφενός διαστρεβλώνει, και αφετέρου μας επιβάλλει «Το καλό».
Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)