Shape of Water / Guillermo Del Toro / 2017
Κριτική
Ανήμπορος να αντιληφθώ τη μορφή Σου, Σε απαντώ παντού γύρω μου. Η παρουσία Σου γεμίζει τα μάτια μου με την αγάπη Σου, ταπεινώνει την καρδιά μου, καθώς Εσύ είσαι παντού.
– Hakim Sanai, Πέρσης ποιητής
Η Δύστροπη, Δοκιμασμένη μα Δομημένη Πλοκή
1962, Βαλτιμόρη των Η.Π.Α. Ένα αμφίβιο ανθρωπόμορφο πλάσμα καταφθάνει σε ένα μυστικό κυβερνητικό εργαστήριο, έτοιμο να ερευνηθεί και να καταστεί το πείραμα που θα δώσει το πάνω χέρι στους Αμερικανούς έναντι των Σοβιετικών. Υπεύθυνος για αυτό ο πραγματιστής πράκτορας Strickland (Michael Shannon), σαδιστής στις μεθόδους και απαιτητικός στα αποτελέσματά του (I do not fail. I deliver). Απέναντί του η Elisa (Sally Hawkins), μια μουγκή καθαρίστρια που βρίσκεται ευτυχισμένη μέσα στην μοναξιά της (αν και όχι απολύτως – ποτέ απολύτως). Αυτούς πλαισιώνουν οι φίλοι της Elisa: ο ομοφυλόφιλος ζωγράφος Giles (Richard Jenkins) και η Αφροαμερικανίδα συνάδελφός της Zelda (Octavia Spencer). Στη μέση όμως βρίσκεται το Πλάσμα (Doug Jones), με την απρόσμενη συνάντηση και κάπως βιαστική εδραίωση της σχέσης του με την πρωταγωνίστρια ως κινητήριο μοχλό του έργου. Γύρω, λοιπόν, και με άξονα αυτή την επικοινωνία θα σφυρηλατηθεί η αναπάντεχα μονόδρομη κεντρική πλοκή που ενώ φλερτάρει με συνθετότερες και ριψοκίνδυνες ιδέες αδυνατεί να τις ακολουθήσει μέχρι το τέλος, προτιμώντας να στρογγυλοποιήσει τις γωνίες που υποσχέθηκε να ακονίσει στο πρώτο μέρος της.
Τα Ημιτελή, Ημιμαθή μα Ηρωικά Πρόσωπα
Τιρκουάζ και κυανές ακτίνες μουσκεύουν συνεχώς τα πρόσωπα των χαρακτήρων, το οποίο σε συνδυασμό με το πανταχού παρών στοιχείο του νερού (βροχή, θάλασσα, ανοιχτές βρύσες) μεταδίδει την αίσθηση της συνεχούς υγρασίας.
Οι αναχρονιστικά καινοτόμες σκέψεις που κυβερνούν τα μυαλά των πρωταγωνιστών συνθλίβονται ξανά και ξανά από τις τυραννικές κραυγές μιας ομοφοβικής, ρατσιστικής και παρανοϊκής εποχής, κοινωνίας και χώρας, που τρέμει να παραδεχθεί τις συλλογικές φοβίες, τα καταπιεσμένα απωθημένα και τα προδομένα ιδανικά που σφυροκοπούν στα στήθια των ανθρώπων. Των ανθρώπων που ζουν αλλά δυσκολεύονται να αναπνεύσουν, των ανθρώπων που ασφυκτιούν παρατεταμένα. Περιμένοντας μια έκρηξη που δεν έρχεται, τουλάχιστον όχι με τον αναμενόμενο κατακλυσμικό τρόπο, αυτόν που προστάζει το συνηθισμένο σε υπερβολικά κρεσέντο τρίτο μέρος μιας καθωσπρέπει ταινίας. Όχι, οι αλλαγές είναι ανεπαίσθητες, προσεκτικές και ολότελα πικρές μέσα στο σπασμωδικό τους σύρσιμο. Με τον τρόπο αυτό, άλλωστε, χαρίζουν το ρεαλισμό που σκίζει τα χάρτινα αρχέτυπα των χαρακτήρων: Κανένας από αυτούς δεν είναι ολοκληρωμένος, λειψοί και ημιτελείς πορεύονται από σκηνή σε σκηνή αναζητώντας το κατάλληλο δοχείο που θα στεγάσει την υγροποιημένη τους προσωπικότητα, ξεχνώντας ίσως (ή επιλέγοντας να ξεχάσουν) πως οι ασθενέστερες ελκτικές δυνάμεις που συνενώνουν τα θεμελιώδη σωματίδιά τους τους υποχρεώνουν να λάβουν τη μορφή του χώρου – του σκευάσματος στο οποίο χύνονται.
Έτσι, ο Giles ψάχνει έναν σύντροφο και τη θέση του σε μια διαρκώς εξελισσόμενη τέχνη, η Zelda έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκε στο βωμό μιας εξιδανίκευσης, ο Strickland τον έλεγχο που νόμιζε πως διατηρεί σε κάθε τομέα της ζωής του, και η Elisa…η Elisa αναζητά την άνευ όρων αποδοχή, μια αποδοχή που ξεπερνά τις επιταγές του έρωτα, της αγάπης, της συντροφικότητας, την ολοκληρωτική αφομοίωση Εκείνου όχι στο όνομα της ομορφιάς ή ευφυίας αλλά απλώς επειδή αυτός υφίσταται στο ίδιο χωροχρονικό πλαίσιο με Εκείνη – και επειδή ο ένας παρατήρησε τον άλλο, μια κρυφή, σιωπηλή και απαραβίαστη συνθηκολόγηση που ορίζει πως δεν υπάρχει δοχείο ικανό να τους κρατήσει, να τους δεσμεύσει, εκτός ίσως από τον ίδιο τον ωκεανό.
Η Σπασμένη, Στραβή μα Σταθερή Ιστοριογραμμή
Ο βηματισμός του έργου ενίοτε έρπεται, ενίοτε περπατά, ενίοτε τρέχει – και όχι αποκλειστικά με αυτήν τη σειρά, πάντοτε όμως ενορχηστρωμένος από τη φωνή του αφηγητή-μαέστρου. Ξεκινά όπως οι περισσότερες «ολόδικες» ταινίες του Del Toro: φορώντας ένα ένδυμα σκοτεινού παραμυθιού, μια αύρα διαστρεβλωμένης αθωότητας και κατασπαραγμένου ιδεώδους, με τα περιβάλλοντα που καταπίνουν τους χαρακτήρες να θυμίζουν περισσότερο στατικά σκηνικά σε κάποιο άτονο θέατρο. Σκηνικά-ναυάγια, βουτηγμένα σε γαλαζοπράσινο φως και παρατημένα εκεί μέχρι οι ηθοποιοί να τα ανακαλύψουν εκ νέου. Κινείται με ήρεμους ρυθμούς και αργές σκηνές, τόσο απαραίτητες για την ανάπτυξη σφαιρικών χαρακτήρων που αξίζουν τα δάκρυα και χαμόγελα που επενδύουν οι ακροατές στην κορύφωση του έργου (και τόσο σπάνια δοσμένες από τις περισσότερες χολιγουντιανές ταινίες). Γρήγορα, όμως, η ροή αλλάζει, οι ρυθμοί φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σε μια σειρά διαδοχικών ληθαργικών κυμάτων που παρασέρνουν χαρακτήρες και κοινό σε μια λιμνοθάλασσα δράματος, εύθυμης μελαγχολίας και αδίστακτου μένους. Παλίρροια και άμπωτη, άμπωτη και παλίρροια: το σημείο εστίασης του Shape of Water κατακερματίζεται σε νησίδες πλοκής διάσπαρτες αλλά βρεγμένες από μια κοινή θάλασσα, εγκαταλείποντας και ξαναβρίσκοντας το κουβάρι της κεντρικής ιστοριογραμμής μονάχα στο τέλος. Και αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μια σημαντική αδυναμία και συνάμα δύναμη του έργου, η απροσδιοριστία δηλαδή του ποιος κινεί τα νήματά του, καθώς, πριν κλείσει, η ιστορία σταματά να περιστρέφεται γύρω από την επικοινωνία δύο ξένων αλλά όμοιων οντοτήτων, επιλέγοντας να συνθέσει έναν κόσμο που επικεντρώνεται στις ζωές όχι πρωταγωνιστών αλλά, απλώς, απλών ανθρώπων.
Η Άκομψη, Άτεχνη μα Αναγκαία Βία
Η βία του Del Toro δεν επιφορτίζεται shock value, δεν αποσκοπεί στα «ίουυυ» και «μπλιαχχ» από τους ακροατές, ούτε όμως και ισχυρίζεται καμιά κρυμμένη μεταφορά, έναν κρυφό συμβολισμό που ρεμβάζει στα σπλάχνα μιας καλοκουρδισμένης αλληγορίας για τον κόσμο και τα αίσχη του. Δεν αποτελεί καν εργαλείο που εξυπηρετεί τις αναγκαιότητες της πλοκής, το ελατήριο που θα σπρώξει τους χαρακτήρες από το Α στο Β με ξύλινη συνέπεια και μηχανική βούληση. Όχι, η βία του Del Toro δίνεται αραιά και δίχως μέθοδο, ατημέλητη και ασυγκράτητη στην ωραιοποίησή της, λίγα σπασμένα δόντια εδώ, ένα ζευγάρι ξεριζωμένα δάχτυλα εκεί, καναδυό πορφυρά σκισίματα λαιμών παραπέρα. Δίχως σύνεση, δίχως επιμέλεια ή φροντίδα. Δίχως ανησυχία για τη γυμνή απεικόνιση της ανθρώπινης σάρκας σε κατάσταση πόνου και δυσλειτουργίας, καθώς για τον Del Toro δεν υπάρχει κάτι το ανοίκειο σε μια ματωμένη ωμότητα που συνοδεύει τις πιο χλιαρές και «ασφαλείς» του σκηνές. Εντεύθεν μάλιστα οικοδομείται και η φυσικότητα με την οποία η βια διαδέχεται το χιούμορ, με τον ακροατή μάρτυρα του ανεπαίσθητου εμβολιασμού της οσκαρικής του ταινίας με απλόχερες δόσεις μακάβριου, πηχτού, και κατακόκκινου αίματος. Ποτέ όμως προσποιητού ή βεβιασμένου, αφού, παρόλο που η υπογραφή του Del Toro στάζει συχνά ερυθρά αιμοσφαίρια, η χρήση της βίας στο Shape of Water είναι αναγκαία και όχι καταναγκαστική, προσφέροντας μια καλλιτεχνική αναπαράσταση που αρνείται τον εξωραϊσμό ή την καταδίκη μιας ενέργειας που είναι απαραβίαστα ραμμένη στην ανθρώπινη δράση. Δράση και διάδραση. Πράξη και σύμπραξη, και, εν τέλει και εξ ορισμού, ύπαρξη.
Το Συμπέρασμα
Το Shape of Water ρισκάρει αλλά όχι αρκετά. Ζωγραφίζει την μουντή κατασκοπική δυστοπία του 1960 αλλά όχι έντονα. Θίγει ζητήματα σεξουαλικότητας, απωθημένων, ενσυναίσθησης VS ορθολογισμού, προκατάληψης και βραχυκυκλωμένης επικοινωνίας αλλά δεν επικεντρώνεται σε κάποιο από αυτά εξολοκλήρου: προτιμά το ανάλαφρο μεταπήδημα από τη μια θεματική στην άλλη, επωμιζόμενη συχνά ένα ύφος διδακτισμού, νουθεσίας και ξερού διαχωρισμού μαύρου και άσπρου, καλού και μοχθηρού. Πατώντας στο πατρόν παραμυθιών, είναι συχνά γλυκανάλατη και αξιαγάπητα γκροτέσκα, αν και ίσως κάπως μονότονη και με περίσσεια περηφάνια στους φόρους τιμής που χρωστά σε άλλα έργα: στην αμηχανία και παραξενιά της Amelie (2001) του Jeunet, στη θεμελίωση της σχέσης πλάσματος και πρωταγωνιστή του Creature from the Black Lagoon (1954) του Arnold και στην ύποπτα παρόμοια ατμόσφαιρα του Σοβιετικού Amphibian Man των Chebotaryov και Kazansky (1962). Παρόλα αυτά οι ερμηνείες είναι αριστοτεχνικά σύνθετες στην απλότητά τους, με τους Shannon και Hawkins να ξεχωρίζουν ιδιαιτέρως: ο πρώτος για μια ελεγχόμενη βαρβαρότητα που επικαλύπτει τον «κακό τύπου Disney» κάτω από στοιβάδες ενός ημιτελούς και περίπλοκου ανθρώπου, και η δεύτερη για την επίδειξη ωμού πάθους, απόγνωσης και ηδονής μέσα από τις εκφράσεις και τη γλώσσα του σώματος. Ναι, η ταινία συχνά επικαλείται σκοτεινά νανουρίσματα τύπου Pan’s Labyrinth (2006), ποτέ όμως δεν τα αφήνει να παίξουν μέχρι το τέλος, προτιμώντας πιο μαλακές τεχνικές σκηνοθεσίας και storytelling. Αυτοπεριορίζεται, συρρικνώνοντας τη μεγαλειώδης κατάληξη που έχτισαν οι χαρακτήρες, η μουσική και σκηνογραφία στη λαμπρή μα δυστυχώς ανέμπνευστη προμετωπίδα του έργου. Προσπαθώντας να πάρει συνεχώς ανάσα, καλογυρισμένο αλλά πνιγμένο στις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν για αυτό, καινοτόμο αλλά προβλέψιμο, μια δυστυχώς είναι η λέξη που μπορεί να περιγράψει το κινηματογραφικό ποίημα του Del Toro: Υπερεκτιμημένο.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)