Πηγαίνοντας στο δημοτικό ακούμε για Στ’ τάξη. Έρχεται, βέβαια, το πλήρωμα του χρόνου που φτάνουμε κι εμείς να εκπροσωπούμε αυτή τη διαδοχή. Κι όμως, στα μαθηματικά που έχουμε δει έως τότε, ποτέ δεν εξασκήσαμε την αριθμητική των γραμμάτων. Μόλις που εξοικειωνόμαστε, τότε, με τις πρωτοβάθμιες εξισώσεις και τον άγνωστο x. Βέβαια, ούτε η αλφαβήτα των πρωτόλειων εμπειριών μας συμπαραστέκεται. Δεύτερη αμηχανία μετά τη διαπίστωση πως την Πέμπτη ακολουθεί η Παρασκευή. Ποια συνωμοσία, τέλος πάντων, θέλει τομές παρά συνέχειες;
Στην περίπτωση της αρίθμησης η απάντηση είναι απλή. Όλα ξεκίνησαν όταν οι Έλληνες επεξεργάστηκαν το φοινικικό αλφάβητο. Στο αλφάβητο αυτό, στην έκτη θέση, υπήρχε ένα γράμμα, το οποίο έχει προκαλέσει αρκετό πονοκέφαλο. Επρόκειτο για το ημίφωνο waw (βαυ). Προερχόμενο κατά πάσα πιθανότητα από τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου, το βαυ θα πρέπει να έμοιαζε αρχικά με καρφί ή γάντζο. Άλλωστε, αυτό δηλώνει το όνομά του. Στο φοινικικό αλφάβητο, πάντως, το βαυ μεταγράφηκε με το σύμβολο . Έκτοτε ξεκίνησε ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, που φτάνει μέχρι και σήμερα.
Assassin’s Creed: Odyssey, ένα απαράμιλλο ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα
Πρώτα, οι Έλληνες επέλεξαν να «σπάσουν» το βαυ σε δυο ξεχωριστά γράμματα: το δίγαμμα (Ϝ) και το ύψιλον (Υ). Το δίγαμμα οφείλει την ονομασία του ακριβώς στο ότι οπτικά μοιάζει με διπλό κεφαλαίο γάμμα. Ταυτόχρονα, βέβαια, παραπέμπει στο λατινοαγγλικό F. Λοιπόν, αυτό ισχύει. Και επιπρόσθετα, ας ληφθεί υπόψη ότι στα δυτικοευρωπαϊκά αλφάβητα, ακριβώς στην έκτη θέση, υπάρχει το ίδιο σύμβολο.
Έπειτα, από τοεικάζεται ότι προέκυψαν και τα ελληνικό Ψ, αλλά και τα δυτικοευρωπαϊκά U, V, και W. Μάλιστα, το τελευταίο σήμερα καλείται double-u, δηλαδή «διπλό U» (UU) ή «διπλό V» (VV), κατ’ αναλογία με το ελληνικό «διπλό γάμμα».
Το ζήτημα της προφοράς
Το ζήτημα της προφοράς του δίγαμμα είναι πολύπλοκο. Ας κρατήσουμε ότι θα πρέπει να αντιστοιχούσε στη σημερινή εκφορά του W στις λέξεις wise, Wasighton κτλ. Ακουγόταν δηλαδή ως γουα (εξού και η συσχέτιση με το γάμμα). Βέβαια, την κλασική εποχή το δίγαμμα αποτελούσε ήδη παρωχημένο γράμμα που δε βρισκόταν σε χρήση και είχε μάλιστα αποβληθεί από τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους. Με σαφήνεια εντοπίζεται μόνο σε λέξεις της μυκηναϊκής Γραμμικής Β’. Ωστόσο, σε ορισμένες ελληνικές διαλέκτους διατηρήθηκε προσλαμβάνοντας τη φωνητική αξία του β. Αυτό ίσχυσε και στα λατινικά.
Ως εκ τούτου, ελληνικές λέξεις, οι οποίες κάποτε ξεκινούσαν με δίγαμμα, στα λατινικά μεταγράφονται με V και στα αγγλικά με W. Στα γερμανικά σημειώνονται επίσης με W, σύμφωνα πάντα με τη γερμανική εκφορά του φθόγγου [v].
Η βυζαντινή «παρέμβαση»
Όταν τελικά επικράτησε η μικρογράμματη γραφή, γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ., η μορφή του δίγαμμα, το οποίο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά κατά την αρίθμηση, μεταβλήθηκε σε τέτοιο βαθμό (, ) ώστε να μην ξεχωρίζει πια από τη συντομογραφία των ενωμένων συμφώνων σίγμα και ταυ (, ). Μάλιστα, το σύμπλεγμα των δύο συμφώνων, γνωστό ως «στίγμα», ήταν τόσο διαδεδομένο, ώστε κατέληξε να αντικαταστήσει το δίγαμμα, το οποίο υπέπεσε στη λήθη. Έτσι εξηγείται γιατί στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης σήμερα, στην έκτη θέση, βρίσκεται το στίγμα, η Στ’ Δημοτικού.
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)