Ή, γιατί το φάσμα προτιμήσεων στη λογοτεχνία είναι -λανθασμένα- ιεραρχικό
Η τομή μεταξύ ένοχης και μη απόλαυσης στην τέχνη (ο ευρέως γνωστός όρος guilty pleasure στα αγγλικά) μου φαινόταν ανέκαθεν δυσνόητη και δίχως λόγο ύπαρξης -θέλω να πω, γιατί να είναι ένοχη εφόσον είναι απόλαυση;
Ως guilty pleasure συνήθως ορίζεται ένα πολιτισμικό έργο το οποίο αποτελεί κομμάτι της mainstream κουλτούρας -άρα απευθύνεται σ’ ένα ευρύ κοινό- και προσφέρει εύκολη ψυχαγωγία λόγω του εύπεπτου και μη εκπαιδευτικού περιεχομένου του. Ο όρος έκανε μαζικά την εμφάνισή του κατά τη διάρκεια του 1990, όπου σύμφωνα με τα αρχεία της εφημερίδας New York Times, χρησιμοποιήθηκε πάνω από 1.247 φορές από το 1996. Αυτό που προβληματίζει ως προς τη χρονική αφετηρία της χρήσης του όρου είναι ότι το guilty pleasure φαίνεται να γίνεται κομμάτι του πολιτισμικού λεξιλογίου σε μία χρονική περίοδο όπου το πολιτισμικό χάσμα είχε σχεδόν ενωθεί. Όπως γράφει η Jennifer Szalai στο περιοδικό New Yorker: «το κίνημα του μεταμοντερνισμού αποδέσμευσε την ψυχαγωγία από κάθε είδους ενοχή, επιτρέποντας στα ανθρώπινα όντα να ανοιχτούν σε αυτήν την εμπειρία». Πράγματι, καθώς ο μεταμοντερνισμός εμφανίστηκε ως «αντίδραση» στο μοντερνισμό -ένα φιλοσοφικό κίνημα το οποίο ασκούσε έντονη κριτική στη δημοφιλή κουλτούρα διαχωρίζοντας την εύκολη, βραχεία απόλαυση από την αληθινή τέχνη- και έθετε υπό το μικροσκόπιο οποιαδήποτε απόλυτη ιδεολογία ή αξία, δίνοντας έμφαση στην πολυφωνία, τον πλουραλισμό και την αμφισβήτηση.
Η πολιτισμική ιεραρχία και η συγκεχυμένη διάκριση ανάμεσα στην «υψηλή» και «χαμηλή» κουλτούρα είναι χαρακτηριστικό της σημερινής Αμερικανικής αντίληψης για οποιαδήποτε πτυχή των τεχνών – από τις οποίες δε θα μπορούσε, φυσικά, να απουσιάζει η λογοτεχνία. Και καθώς τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται η πλήρης επιρροή της Αμερικανικής κουλτούρας στα ΜΜΕ, στις πολιτικές τεχνικές και πρακτικές και στις πολιτισμικές τάσεις παγκοσμίως (κάτι το οποίο έχει περιγραφεί εύστοχα από τον όρο Americanization), το στοιχείο του guilty pleasure μεταλαμπαδεύτηκε επιτυχώς. Έτσι, το είδος των βιβλίων που προτιμά κανείς μπορεί εύκολα να καταταχθεί στην κατηγορία των Άρλεκιν (ή των λεγόμενων «βιβλίων τσέπης») και των μη.
Τα Άρλεκιν, όπως περιγράφονται εδώ και αρκετές γενιές τώρα, είναι μικρού μεγέθους βιβλία με υποθέσεις αισθηματικού περιεχομένου, στις σελίδες των οποίων εκτυλίσσονται ιστορίες αγάπης με χαρούμενο -συνήθως- τέλος. Κλισέ; Σίγουρα. Άξιο ενοχοποίησης, όμως; Σίγουρα όχι.
Το πάθος για τα βιβλία το μοιράζονται πολλοί άνθρωποι – και είναι ο λόγος που αδυνατώ να καταλάβω την ύπαρξη διαφορετικών σταδίων παρέκκλισης από το «κυρίως αποδεκτό» ανάγνωσμα, αυτό που αν κρατάς στο χέρι ή το έχεις στο ράφι σου ξέρεις σίγουρα από «καλά», «ποιοτικά» αναγνώσματα. Η προτίμηση, επίσης, είναι ρευστή και διαρκώς μεταλλασσόμενη σε βάθος χρόνου, γι’ αυτό, άλλωστε η ταυτότητα του καθενός από εμάς είναι πολύπλευρη και μοναδική⋅ σε μία τόσο έντονα πολωμένη κοινωνία, που επιμένει να διαχωρίζει τα πάντα ανάμεσα σε άσπρο και μαύρο και που γυρίζει διαρκώς το πλευρό στην ύπαρξη του γκρι, ας συμφιλιωθούμε με το διαφορετικό και ας αφήσουμε τους ηθικούς πολέμους κουλτούρας κατά μέρους – δεν αξίζουν όλα τα βιβλία μία ευκαιρία;
Εκτός από τη διαπόμπευση των Άρλεκιν, διακρίνεται μία γενικότερη ενοχοποίηση της mainstream κουλτούρας στη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο αλλά και στη λογοτεχνία. Γιατί το να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο από τη λίστα των «ευπώλητων» είναι τελικά τόσο κακό; Απέναντι στη χρήση του όρου «mainstream» ως αρνητικό ή υποτιμητικό χαρακτηρισμό, σκέφτομαι πάντα πως ό,τι αρέσει σε πολύ κόσμο, αρέσει για κάποιο λόγο. Ό,τι είναι ευρέως δημοφιλές, είναι δημοφιλές λόγω της απήχησής του. Δε γίνεται να μας αρέσει κάθε νέα κυκλοφορία, ούτε γίνεται να συμφωνούμε, εν τέλει, με τα πάντα -είναι, μάλιστα, πρακτικά αδύνατο- αλλά είναι παράλογη η «δαιμονοποίηση» του κάθε mainstream στοιχείου και η αυτόματη δυσμενής κριτική του – άλλωστε οι γνώμες διίστανται και το ίδιο και οι επιλογές.
«Οι προτιμήσεις είναι ίσως πρώτα και κυριότερα αποστροφές, που προκαλούνται από τρόμο ή ενστικτώδη μισαλλοδοξία απέναντι στις προτιμήσεις των άλλων» κατέληξε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu στη μελέτη του που εκδόθηκε το 1979 Η Διάκριση: Κοινωνική Κριτική της Καλαισθητικής Κρίσης (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη), η οποία βασίστηκε στην έρευνα των πολιτισμικών κλίσεων και προτιμήσεων χιλιάδων Γάλλων συμπολιτών του.
H εν λόγω άποψη θέτει πραγματικά υπό αμφισβήτηση τη σκέψη εκείνων που δείχνουν με το δάχτυλο τους αναγνώστες των Άρλεκιν και των ευπώλητων βιβλίων: ακόμα κι αν δεν είναι ακριβώς τα αγαπημένα σου, σε βοηθούν διαρκώς να βρεις ποια είναι αυτά. Και ίσως εν τέλει η στενή έννοια της προτίμησης να είναι δομημένη εντός της προσωπικότητάς μας όχι και τόσο ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις της «μάζας», από τις οποίες παλεύουμε να απομακρυνθούμε, να ξεμυτίσουμε και να ξεχωρίσουμε. Μιλώντας για μουσική, τα indie και alternative ρεύματα δε θα υπήρχαν ποτέ χωρίς την ύπαρξη των mainstream τάσεων -δεν ισχύει άραγε το ίδιο και για τη λογοτεχνία;
Κείμενο: Μαρία Στεφιάδου (Lavart)