Το Άλογο του Τορίνο είναι μια αριστουργηματική κινηματογραφική παραγωγή του 2011 του χαρισματικού Ούγγρου σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, ο οποίος έγινε διάσημος για τις κάπως αργές και μεγάλης διάρκειας ασπρόμαυρες ταινίες του.
Η πλοκή της βασίζεται πάνω στο γνωστό επεισόδιο που έλαβε χώρα το 1889, όταν ο Φρίντριχ Νίτσε έγινε μάρτυρας του μαστιγώματος ενός αλόγου, ενώ ταξίδευε στο Τορίνο της Ιταλίας,
Στην προσπάθειά του όμως να το προστατεύσει, καταρρέει στο έδαφος – καταβεβλημένος ψυχικά και σωματικά. Μετά από ένα μήνα, όπως είναι γνωστό, ο φιλόσοφος θα διαγνωστεί με μια σοβαρή ψυχική νόσο, που θα τον καθηλώσει μέχρι το θάνατό του το 1900. Αυτό είναι το εισαγωγικό κομμάτι της ταινίας.
Η πλοκή όμως προεκτείνεται πέρα από τον φιλόσοφο, ο οποίος καθίσταται απλά μια ιστορική παρένθεση στην όλη πλοκή, χωρίς φαινομενικά να έχει κάποια ουσιαστική ανάμειξη, απολήγοντας στον ιδιοκτήτη του αλόγου. Ο ανώνυμος αυτός καροτσέρης μένει σε ένα μισογκρεμισμένο και απομακρυσμένο σπίτι στην εξοχή μαζί με την κόρη του. Παρουσιάζεται ως ένας φτωχός και ταλαιπωρημένος άνθρωπος μέσης ηλικίας, ο οποίος βασίζεται αρκετά στην κόρη του όντας ταυτόχρονα αυστηρός μαζί της.
Η ζωή τους μέσα στις συνθήκες αυτές είναι δύσκολη, με τους ίδιους να βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς σιωπής και υπολανθάνουσας μελαγχολίας. Όμως, η συγκεκριμένη συνθήκη θα αρχίσει να διαταράσσεται. Σε διάστημα 6 ημερών τόσο ο πατέρας όσο και η κόρη θα βιώσουν έντονες μεταβολές, με σχεδόν μεταφυσική σημασία, στην καθημερινότητά τους.
Πιο συγκεκριμένα, το άλογο τους αρχίζει να μην υπακούει και ταυτόχρονα να εξασθενεί, ενώ η υγεία του σταδιακά επιδεινώνεται. Ταυτόχρονα το εξωτερικό κλίμα αρχίζει να γίνεται αποπνικτικό, δημιουργώντας ένα τοπίο ασφυκτικό για την ανθρώπινη διαβίωση. Τέλος, κάνουν την απροσδόκητη εμφάνισή τους κάποιοι περίεργοι επισκέπτες.
Πρώτος επισκέπτης είναι ένας μοναχικός διαβάτης. Ο ιδιόρρυθμος αυτός καραφλός άντρας, στηριζόμενος στο μπαστούνι του, εμφανίζεται στην πόρτα τους γυρεύοντας αλκοόλ. Καθόλη την παραμονή του όμως δεν μένει σιωπηλός, αλλά αντιθέτως αναπτύσσει τη θεώρησή του «περί του κόσμου και του ανθρώπου», μέσα στο πλαίσιο της οποίας τα έμβια όντα βρίσκονται κάτω από τον ζυγό ενός ανελέητου «αγώνα ανταγωνισμού», δεσμευμένα ταυτόχρονα από τις επιταγές της απρόσωπης μοίρας.
Μια κατεξοχήν νιτσεϊκή πρόσληψη, η οποία επαναφέρει, έστω έμμεσα, τον Γερμανό φιλόσοφο στο προσκήνιο, με τον καραφλό άντρα να λαμβάνει στιγμιαία τη μορφή του «προφήτη» Ζαρατούστρα.
Δεύτερος επισκέπτης είναι μια ομάδα τσιγγάνων, οι οποίοι αναδεικνύουν εξαρχής την αντίθεσή τους με τους πρωταγωνιστές, αφού η διονυσιακή μέθη που τους κατακλύζει δεν μπορεί να προσαρμοστεί με τη στάσιμη ζωή των τελευταίων. Η ένταση βέβαια μεταξύ των δύο πλευρών λήγει, εν τέλει, ήρεμα με την υποχώρηση της ομάδας από την περιοχή, της οποίας η εμφάνιση κρύβει πίσω της έναν βαθύτατο συμβολισμό, αν αναλογιστούμε τα λόγια του προηγούμενο επισκέπτη.
Μετά την τελευταία αυτή επίσκεψη αρχίζει να αχνοφαίνεται η αντίστροφη μέτρηση για τους πρωταγωνιστές· των οποίων τόσο η προσπάθεια να επιβιώσουν μέσα σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και περισσότερο εχθρικό όσο και η αποτυχία της εσπευσμένης διαφυγής τους από το μέρος όπου διαμένουν, σηματοδοτεί και το τέλος της ταινίας.
Μια τελική ήττα του ανθρώπινου παράγοντα από τη φύση, θα μπορούσε να πει κάποιος. Μια κατάδειξη του προδομένου, από την ίδια του την αλαζονεία, ανθρώπου στην άκαρπη προσπάθειά του να καθυποτάξει το εξωτερικό σε αυτόν περιβάλλον, θα μπορούσε να πει κάποιος άλλος. Όπως και να έχει όμως, η ταινία αφήνει πολλές ερμηνείες να χωρέσουν μέσα της. Καθώς, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης κατάφερε να «φιλοσοφικοποιήσει» έμμεσα τη σκηνοθεσία, επαναφέροντας τον Νίτσε στην πλοκή.
Κλείνοντας, η ταινία μάς αποδεικνύει ότι η άβυσσος της απόγνωσης που αντίκρισε ο Γερμανός φιλόσοφος στα μάτια του ταλαιπωρημένου αλόγου, δεν ήταν μάλλον άλλη από την ίδια την τραγικότητα της ύπαρξης ως τέτοιας εντός του κόσμου. Μια βαριά υπενθύμιση της βιολογικής θνητότητας και της φυσικής αποσύνθεσης, που αναμένουν όλες τις ζωντανές υπάρξεις.
Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)