Τα Χριστούγεννα του τότε, τα λίγο αλλιώτικα, νοσταλγικά και ίσως πιο… αυθεντικά
Η αλήθεια είναι πως, όταν μου ήρθε αρχικά η ιδέα για αυτό το άρθρο, είχα διαφορετικές προσδοκίες ως προς τις πληροφορίες που θα συνέλεγα. Βλέπετε, έχω μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για την περίοδο των Χριστουγέννων, όπως τη βιώνω τόσα χρόνια, η οποία καλώς ή κακώς διαφέρει κατά πολύ από εκείνη που έχει η γιαγιά μου. Ή καλύτερα, η νόννα μου, όπως την αποκαλώ (Κερκυραία γαρ).
Θα έπρεπε να το περιμένω βέβαια. Όταν αναζήτησα παλιές φωτογραφίες από χριστουγεννιάτικα τραπέζια, κάλαντα και γλυκά, η μαμά μου με γείωσε λέγοντάς μου: «Τί περίμενες; Ότι υπήρχε κάποιος που τους τραβούσε φωτογραφίες;». Σε ένα μικρό χωριό, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, που δεν είχε ακόμα ρεύμα και νερό, οι γιορτές ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικές.
Πάντοτε, όποτε ζητούσα από τη γιαγιά μου να μου διηγηθεί ιστορίες των παιδικών της χρόνων, εκείνη ξεκινούσε με τη φράση: «Ήταν δύσκολα χρόνια… Δεν ήμασταν καλά οικονομικά». Έτσι και τώρα, η οικονομική κατάσταση και οι δύσκολες συνθήκες ζωής δεν έλειψαν από την κουβέντα μας. Προσπάθησα, ωστόσο, να ανακαλέσω στη μνήμη τους, εκείνης και της θείας μου, στιγμές των παιδικών τους χρόνων πιο ξέγνοιαστες, ανέμελες και γιορτινές.
Σημείο αναφοράς κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά ήταν η εκκλησία. «Δεν κάναμε γιορτή στο σχολείο. Είχαμε μονάχα εκκλησία», μου είπαν. Όταν έκλεινε το σχολείο, συνήθως έπαιζαν με τα παιδιά της γειτονιάς στο δρόμο. Και την παραμονή γυρνούσαν όλο το χωριό, λέγοντας τα κάλαντα. Κι ύστερα «πηγαίναμε στη νούνα μας, που μας έκανε μποναμά 5 δραχμές». Τις ρώτησα τι έπαιρναν με τον μποναμά τους. «Τίποτα… Μόνο αν μας ζητούσε κάτι η μάνα μας».
Δεν έπαιρναν δώρα. Όμως μου είπαν ότι οι γονείς τους προσπαθούσαν πάντα να τις ντύνουν καλά, όσο μπορούσαν. Κι αν τότε ήταν δύσκολο να ντύσεις 4 παιδιά, σίγουρα τα δώρα των Χριστουγέννων δεν αποτελούσαν προτεραιότητα, αλλά μάλλον πολυτέλεια… Ωστόσο, αναθάρρησαν όταν άκουσαν τη λέξη «παιχνίδια». «Κάναμε κουτσούνες (κούκλες), με πανιά που τα τυλίγαμε, μια γυναίκα κι έναν άντρα, και τους παντρεύαμε», άρχισε να λέει η γιαγιά μου. Και η θεία Σοφούλα συνέχισε: «Παίζαμε και κουτσοκαλόγερο (κουτσό). Κάναμε έναν κύκλο στο σιάδι (ίσιωμα), το χωρίζαμε σε τετράγωνα και ρίχναμε ένα κομμάτι κεραμίδι». «Κάναμε και σπιτάκια από καλαμπόκια», συμπλήρωσε η γιαγιά μου, χαμογελώντας. Ήταν και οι δύο πιο ευδιάθετες τώρα…
Στη συνέχεια, τις ρώτησα εάν στόλιζαν δέντρο ή καραβάκι, σύμφωνα με την παράδοση. Η απάντηση ήταν αρνητική. Έτρωγαν, όμως, όλοι μαζί, οικογενειακά. «Κάναμε γλυκά του κουταλιού και πίτες. Και ψήναμε κατσίκι στη γκαζιέρα, πάνω σε ένα ταψί με άμμο κι από πάνω βάζαμε το ταψί με το φαγητό. Ο πάππους το είχε φτιάξει αυτό», θυμάται η θεία Σοφούλα, που μπορεί να μην ακούει πολύ καλά, αλλά έχει μνήμη ελέφαντα.
Και οι 4 αδελφές πήγαν σχολείο μέχρι την έκτη δημοτικού. Και ο καημός τους ήταν που δε συνέχισαν και στο Γυμνάσιο. «Ήμασταν άριστες μαθήτριες», μου λένε και οι δύο με καμάρι. Δυστυχώς, όμως, τότε η εκπαίδευση ήταν προνόμιο των λίγων… Για τα περισσότερα κορίτσια, μάλιστα, ήταν δεδομένο ότι από την ηλικία των 12 θα έμεναν στο σπίτι και θα ξεκινούσαν να δουλεύουν. Έτσι και η γιαγιά μου δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
«Πιο μεγάλες δουλεύαμε μέχρι την Παραμονή. Και την επόμενη των Χριστουγέννων ξαναπηγαίναμε στο χωράφι. Δεν ήτανε διασκεδάσεις. Δεν κάναμε, όπως κάνετε τώρα, πώς το λέτε…». «Ρεβεγιόν» της λέω. «Ρεβεγιόν», μου λέει γελώντας! Την Πρωτοχρονιά, επίσης, δούλευαν κανονικά, έκαναν νοικοκυριό, διάβαζαν και κεντούσαν για να τους «στρέχει», να τους πηγαίνει δηλαδή καλά η χρονιά. Δεν έσπαγαν ρόδι για το γούρι, μονάχα διάλεγαν όποιον θεωρούσαν τυχερό, για να τους κάνει ποδαρικό. Έφτιαχναν, ακόμη, τηγανίτες (λουκουμάδες) και τζαλέτια με σταφίδες. Ύστερα, πήγαιναν μπροστά στο τζάκι και έλεγαν «Αυγά, πουλιά και όλα τα καλά!», σκαλίζοντας ταυτόχρονα τη στάχτη, μια ευχή για μια χρονιά καλή και γεμάτη αγαθά.
Συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή, τη ρώτησα πως ήταν τα πράγματα όταν παντρεύτηκε τον παππού μου και έκανε πλέον οικογένεια. «Ο παππούς σου με στόλισε. Μου έφερνε δώρα τα Χριστούγεννα… Όποτε πήγαινε στη χώρα (πόλη), πάντα μου έφερνε κάτι», μου απάντησε καμαρωτά. Μπορεί να παντρεύτηκε από προξενειό, όπως συνηθιζόταν, όμως τον αγαπούσε τον παππού… Της χάρησε, βλέπετε, μια καλύτερη ποιότητα ζωής κι αυτό της έφτανε και της περίσσευε…
Επειδή η βόλτα μας στο παρελθόν φαινόταν να τελειώνει, όμως εμένα δε μου έφταναν αυτά, ως περίεργη που είμαι, την αφήγηση ήρθε να συμπληρώσει και η μαμά μου, πηγαίνοντάς με στη δεκαετία του ’70 πλέον. «Τα Χριστούγεννα μαζεύομασταν όλοι κάτω, στην κουζίνα και τρώγαμε. Το τραπέζι έφτανε από τη σκάλα ως την πόρτα και στην κορυφή καθόταν ο πάππους ο Σπύρος. Ξεκινούσε με μία σούπα από γάλικο (γαλοπούλα) που του έφτιαχνε η νόννα μου, γιατί έκαναν νηστεία σαράντα μέρες, και μετά συνέχιζε με το κατσίκι. Και δε σηκωνόταν πριν τις 16:00 από το τραπέζι».
Προς το τέλος της αφήγησής της, η γιαγιά είπε: «Πάντως μικρή ήμουν χαρούμενη. Πήγαινα στο ποτάμι να πλύνω τα ρούχα και ήμουν χαρούμενη… Και μετά, πιο μεγάλη ήμουν χαορύμενη πολύ. Μόνο που δε διασκεδάζαμε τόσο. Στην εκκλησία μας, στο σπίτι μας, εκάναμε φούρνους. Πηγαίναμε στη γειτόνισσα που είχε φούρνο και τα βάζαμε όλα μαζί μέσα και τα ψήναμε… Περάσαμε καλά».
Αυτό μου έφτανε… Τί καλύτερο για επίλογο μιας τέτοιας συζήτησης, εξάλλου, από την ευγνωμοσύνη ενός ανθρώπου για τα όσα έχει ζήσει και καταφέρει; Ειδικά όταν έχει ειπωθεί κοντά στο τέλος μιας χρονιάς σαν κι αυτή… Ίσως, όμως, να χρειάζεται να λειτουργήσει και ως πρόλογος για αυτή που έρχεται, προκειμένου να την υποδεχτούμε με μια άλλη ματιά και λίγη περισσότερη αισιοδοξία.
Κείμενο: Μαρίλη Αγάθου (Lavart)