Υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να χάσουμε!
Έπρεπε να περάσει σχεδόν ένας χρόνος για να γράψω ένα περιστατικό και την πιο σοφή κουβέντα που έχω ακούσει μέχρι στιγμής. Παραδόξως δεν προέρχεται από κάποιο βιβλίο του Προυστ ή του Τζόις, αλλά από τα μάτια και το στόμα ενός πεντάχρονου –υπολογίζω πάνω κάτω- κοριτσιού.
Καλοκαίρι με φίλους σε ένα camping. Μπροστά χύνεται η θάλασσα, πίσω υψώνεται καταπράσινο το βουνό. Η δροσιά που κατεβάζει τυλίγεται με την αλμύρα υπό την ακούραστη και αέναη μελωδία των κυμάτων.
Είναι περίπου έντεκα το βράδυ και μόλις έχει τελειώσει η προβολή μιας παιδικής ταινίας στον ανοιχτό χώρο που λειτουργεί ως θερινό σινεμά, για οικογένειες και τουρίστες περισσότερο παρά για εικοσάχρονους παραθεριστές. Εγώ πρέπει να είχα ξεχάσει το σαμπουάν ή το μαγιό μου στα ντουζ και έφυγα από τις σκηνές που ήταν σχετικά μακριά. Το κοριτσάκι επέστρεφε με δυο λίγο μεγαλύτερα παιδιά, ένα αγοράκι και ένα άλλο κορίτσι. Και τα τρία ήταν χαμογελαστά και ενθουσιασμένα με την ταινία που είχαν παρακολουθήσει, την οποία κακώς μετά δεν έψαξα να μάθω. Σχολίαζαν σκηνές, ανθρώπους που κάθονταν κοντά τους και το μέρος. Προφανώς μέσα στον ενθουσιασμό ήταν ορατή και η νύστα που τα είχε καταβάλει.
Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά είχαν σωπάσει και εγώ τότε περνούσα ακριβώς από δίπλα τους. Το εν λόγω και μικρότερο κοριτσάκι αποκάλυψε τότε, ότι είχε δει κι άλλες φορές προηγουμένως την ταινία, αλλά πως ποτέ μα ποτέ δεν βαριέται και πως θα μπορούσε και θα ήθελε να τη βλέπει και να την ξαναβλέπει. ‘’Δεν βαριέμαι σας λέω και μου αρέσει πάρα πολύ’’. Ανέφερε τους ήρωες, τις πιο έντονες σκηνές και το πόσο την άγγιζε κάθε φορά που την έβλεπε με μάτια πηγάδια, που μέσα τους χτίζονταν και αναδύονταν νέοι, ατέλειωτοι κόσμοι. Με παιδικές λεξούλες και πηγαία αληθινά λόγια. Το υποκριτικό και ψεύτικο στοιχείο δεν είχαν προλάβει καν να αναπτυχθούν μέσα του.
Ήταν μόλις πέντε ετών και νυσταγμένο, πώς να πει ψέματα;
Ίσως να φαίνεται χαζό το περιστατικό και εγώ να το τραβάω από τα μαλλιά. Αλλά τα παιδιά που γουρλώνουν τα μάτια τους με τις εικόνες, με τις -για εμάς απλές και απομυθοποιημένες ταινίες- και νιώθουν συγκίνηση, ξεπερνούν τη νύστα τους και πιέζονται να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά για κάτι που ενδεχομένως έχουν ξαναδεί και κατά πάσα πιθανότητα θα ξαναδούν, μαρτυρούν με τον πιο εμφατικό τρόπο τη διάθεσή τους για ζωή. Ίσως αυτό να συνοψίζεται στη λέξη ‘’λαχτάρα’’. Βιώνουν μέσα από σχεδιασμένα καρτούν τον καλπασμό της φαντασίας του και τον καθιστούν τη νέα τους πραγματικότητα. Μπαίνουν τα ίδια σε μια καθημερινότητα που δεν προκαλεί πλήξη, αλλά έκπληξη και ακόμη και με την συνεχόμενη επανάληψή της εξακολουθεί να δημιουργεί την όρεξη και τη συγκίνηση.
Αν αυτό ακριβώς το αίσθημα δεν κοπεί, αν το κρατήσουμε αναλλοίωτο στο χρόνο και τα βιώματα, έστω και στο μέγεθος που τσίμα-τσίμα χωράει για να ξεπηδήσει από χαραμάδες, τότε μπορούμε να κάνουμε αναγωγή των παιδικών ταινιών στην ίδια την καθημερινή ενήλικη ζωή. Μέσα στα άγχη, το τρέξιμο, την τριβή, τα προβλήματα και την επανάληψη αυτών μπορεί να βγαίνει ο ενθουσιασμός αυτός, ο παιδικός. Η δια του μυαλού και της φαντασίας νοηματοδότηση του κόσμου, έτσι ώστε όχι απλά ο τελευταίος να είναι ανεκτός, αλλά ευχάριστος.
Τα λόγια του κοριτσιού ή κάποιου κοριτσιού τέλος πάντων ίσως να ενέπνευσαν και τον Γιάννη Μηλιώκα να γράψει το τραγούδι ‘’Μια εκδρομή’’, που ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος :
Μια εκδρομή είναι η ζωή μου/ που θα τελειώσει κάποτε/ μα έπαιξα, γέλασα/ με την ψυχή μου/ και δεν κουράστηκα/ δεν έπληξα ποτέ.