Όταν η ποίηση συναντάει με το βλέμμα της εκείνο που ποθεί περισσότερο τον έρωτα, τον γόρδιο δεσμό και άξονας της.
Σβήσε τα μάτια μου
«Σβήσε τα μάτια μου˙ μπορώ να σε κοιτάζω.
Τα αυτιά μου σφράγισε τα, να σ΄ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ΄ρθω σε σένα.
Και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω.
Σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησε μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
Με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου συντρίμμια, στάχτη, εγώ
Μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.»
(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)
Της αμαρτίας δουλεύτρα
«Στα στήθια σου τον άφησες να γείρει,
τον σκέπασες με τα χρυσά μαλλιά σου
κι εστράγγισες της γλύκας το ποτήρι.
Μες στου φιλιού τ’ ανείπωτο μεθύσι
εκοίταξες, τρελή, την παρθενιά σου:
την είδες σα χρυσόνειρο να σβήσει.
Κι εδάκρυσες. Με μάτια θολωμένα
—απάρθενη σιγόλαμψε η ματιά σου—
τη μαύρη αλήθεια αντίκρισες θλιμμένα.
Και σήμερα που —οϊμέ!— την Αμαρτία
δουλεύεις, τη νεκρή την ομορφιά σου
προσφέρεις σε μια αναίμαχτη θυσία.»
(Κώστας Καρυωτάκης)
Ωδή στην αγνότητα
«Ω, Αγνότητα συ ‘σαι της ψυχής μου η ομορφιά!
Ω, Ομορφιά συ ‘σαι της ζωής μου η αλήθεια!
Συ που κείσαι στους κόλπους του Ερέβους
σαν τον έρωτα που άφησε η Νύχτα.
Σαν ανθισμένο νυχτολούλουδο ευωδιάζει τ’ άρωμα της σάρκας
ωσάν η ψυχή ν’ αναγεννάται στη μελιχρή αυγή
κι εγώ, σε κοιτώ με θαυμασμό περίσσιο
τόσο, που το πάθος μου γίνηκε σιωπή.
Το πρόσωπο αθώο κι αγνό, απαλό και σμιλεμένο
σαν μάρμαρο που στο φώς του ήλιου μοιάζει αλλόκοτα λαμπρό,
λευκό στο χρώμα του κρίνου και λεπτοκαμωμένο,
στέγνωνει κάθε μου καημό…»
Πέτρος Καψάσκης
Η βασίλισσα
Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.
Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες
σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε.
Πάμπλο Νερούδα
Μόνο γιατί μ’αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Μαρία Πολυδούρη)
Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
* * *
Για νάρθουν
Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Aγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.
Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι
να μη έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως —
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για νάρθουν της Aγάπης, για νάρθουν η Σκιές.
(Κωνσταντίνος Καβάφης)
Ἑνός λεπτοῦ σιγή
Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
(Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Του Έρωτα
Του έρωτα
πρέπει να του δινόμαστε γυμνοί
όπως δινόμαστε στον ύπνο και στο θάνατο, γιατί
ο έρωτας θαρρώ είναι η μόνη
μεταλαβιά
αιωνιότητας∙ ο έρωτας
είναι η λύτρωση του τέλειου χορού, είναι
η αγαλλίαση
του Καιρού.
(Γιάννης Υφαντής)
Σάρκινος λόγος
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ᾿ εμένα· καλυμμένη
απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ’ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα· αρθρώνονται απόρρητες λέξεις·
τριανταφυλλιές εκρήξεις απ’ την πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει
πάνω απ’ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ’ την αναπνοή του σώματός σου. Μη φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ᾿ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο. Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα. Κάτω απ’ την κόκκινη αρκούδα
ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ᾿ το χρόνο κι απ’ το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.
(Γιάννης Ρίτσος)
Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
(Κώστας Καρυωτάκης)
Διάβασε περισσότερα:
Φωτογραφία εξωφύλλου: Eolo Perfido