Η Θεσσαλονίκη είναι ορφανή· από χήρα και χαροκαμένη μάνα. Από πόλη του λίθου, πόλη της λήθης. Από Ωραία Ελένη, η Ωραία Κοιμωμένη του παραμυθιού…
Πριν από 100 περίπου χρόνια ανέμισε η ελληνική σημαία στον Λευκό Πύργο. Η 27η Οκτωβρίου του 1912 ξημέρωσε ως μέρα ελευθερίας, αλλά και μιας νέας πραγματικότητας. Τότε στην πόλη πλειοψηφούσε μια ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα, ακολουθούσε η μέχρι πρότινος καθεστηκυία μουσουλμανική και τέλος η πανηγυρίζουσα ρωμαίικη.[1] Το σκηνικό συμπλήρωναν οι θλιβερές φιγούρες των μουσουλμάνων -ως επί το πλείστον- προσφύγων της Βαλκανικής και οι αιχμάλωτοι οθωμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες.
Η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης μας πάει πολύ πίσω. Γενικά μιλώντας, οι Εβραίοι είναι αρχαίος λαός. Ό,τι πιο κοντινό μεταξύ μας, που μας επιτρέπει να τους γνωρίσουμε, είναι η παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί καταλαβαίνουμε πως ερμηνεύουν το παρελθόν τους ως μια συνεχή θεϊκή παρέμβαση. Για τους Εβραίους, τελικά, η απιστία τους και μόνο είναι αρκετή για να υφίστανται αυτοί, «ο εκλεκτός λαός του Θεού», την τιμωρία της ανελευθερίας-υποταγής και της εξορίας.
Πρώτες εγκαταστάσεις
Αν θελήσει κανείς να εντοπίσει τους πρώιμους πυρήνες εξορίας τους στη σημερινή Ελλάδα και τη Μ. Ασία δεν έχει παρά να ακολουθήσει το οδοιπορικό του Απόστολου Παύλου. Ο Παύλος ήταν ένας ελληνόφωνος Εβραίος από την Ταρσό της Κιλικίας που από διώκτης του χριστιανισμού μεταστράφηκε σε κήρυκά του.
Μάλιστα, ο «Απόστολος των Εθνών» έδωσε νέα ώθηση στο έργο των Δώδεκα φιλοδοξώντας να προσηλυτίσει τους ομόφυλους -και όχι μόνο- της Διασποράς. Επομένως, οι Εκκλησίες (χριστιανικές κοινότητες) τις οποίες ίδρυσε και οι επιστολές που συνέγραψε θα πρέπει να αφορούσαν πρώτα και κύρια εκχριστιανισμένα πρώην μέλη των αντίστοιχων εβραϊκών κοινοτήτων (Συναγωγών).
Ιδιαίτερα, στην περίπτωση των Θεσσαλονικέων «αδελφών» έστειλε όχι μία αλλά δύο επιστολές. Το ίδιο συνέβη και με την Προς Κορινθίους αλληλογραφία του. Μια τέτοια αναλογία θα μπορούσε βέβαια να αντανακλά τον βαθμό επιτυχίας του στις εν λόγω κοινότητες, ταυτόχρονα όμως μαρτυρεί το πληθυσμιακό τους μέγεθος. Επομένως, γίνεται φανερό πως ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. η Θεσσαλονίκη αποκτούσε σημαίνουσα θέση για την εβραϊκή διασπορά της Ανατολικής Μεσογείου.
Ουσιαστικά, ο Παύλος απευθυνόταν στους πληθυσμούς που σήμερα αποκαλούμε Ρωμανιώτες. Ο όρος αφορά τις παρθενικές εβραϊκές κοινότητες που άρχισαν να συγκροτούνται στον ελληνόφωνο χώρο κατά τα ελληνιστικά χρόνια, με δεδομένο ότι η κοιτίδα τους, το Ισραήλ, βρισκόταν υπό καθεστώς ανελευθερίας.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των κοινοτήτων υπήρξε ο μεγάλος βαθμός αφομοίωσης στο περιβάλλον εγκατάστασης. Ως εκ τούτου, στην επικοινωνία τους υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα.[2] Γι’ αυτό, άλλωστε, οι επιστολές του Παύλου διαβιβάστηκαν στην ελληνιστική κοινή. Και καθώς η παρουσία τους κατά τη ρωμαϊκή-βυζαντινή υπερχιλιετία εξακολούθησε, έμειναν γνωστοί ως Ρωμανιώτες, κατ’ αναλογία με τους «ρωμαίους» πολίτες του Βυζαντίου.[3]
Μια σημαντική τομή
Είναι γεγονός ότι στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν πια τα Βαλκάνια πέρασαν στον έλεγχο των Οθωμανών, στη Θεσσαλονίκη αφίχθη ένα μεγάλο κύμα Εβραίων. Αυτή τη φορά η προέλευσή τους ήταν από την Εσπερία και συγκεκριμένα από την Ιβηρική Χερσόνησο. Η πολιτική συνθήκη που προκάλεσε αυτή την εξέλιξη ήταν η οριστική επικράτηση των χριστιανικών δυνάμεων έναντι των Αράβων.
Συγκεκριμένα, το έτος (1492 μ.Χ.) που ο Χριστόφορος Κολόμβος έφτανε στην Καραϊβική, οι Καθολικοί Βασιλείς της Ισπανίας που τον χρηματοδοτούσαν, η Ισαβέλλα και ο Φερδινάνδος, κατελάμβαναν το τελευταίο προπύργιο του Ισλάμ στη δυτική Ευρώπη, τη Γρανάδα. Έχοντας ισχυροποιήσει, λοιπόν, την εξουσία τους, διέταξαν την απέλαση των ετερόθρησκων υπήκοων, μουσουλμάνων και Εβραίων, που αρνήθηκαν το εκχριστιανισμό.[4] Αντίστοιχο διάταγμα εκδόθηκε και στην Πορτογαλία λίγα χρόνια μετά.
Τότε, πολλοί από τους εκδιωγμένους Εβραίους της Ιβηρικής, γνωστοί ως Σεφαραδίτες, βρήκαν «φιλοξενία» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ως αστικοί, κατά βάση, πληθυσμοί προτίμησαν να εγκατασταθούν εκ νέου σε πόλεις. Υπ’ αυτή την έννοια η Θεσσαλονίκη αποτελούσε ιδανικό προορισμό. Αλλά και για τους Οθωμανούς, η τόνωση του σημαντικότερου λιμανιού στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας τους ήταν αναγκαία.
Σε γενικές γραμμές, οι νεοφερμένοι επέβαλαν τη δική τους διάλεκτο στους ντόπιους.[5] Αυτό συνέβη και στη Θεσσαλονίκη· σταδιακά βέβαια. Αντίθετα, στα Ιωάννινα η ισχυρή ρωμανιώτικη κοινότητα αφομοίωσε γλωσσικά τους Σεφαραδίτες.
«Δεύτερη Ιερουσαλήμ»
Έκτοτε, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε διαρκές καταφύγιο για διάφορες ομάδες Εβραίων, προερχόμενων από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική. Όσο η Ευρώπη αποδεικνυόταν «τόπος κόλασης επί γης», για να παραφράσουμε τα λόγια του Εβραίου εξωμότη Samuel Usque, η Θεσσαλονίκη αναδεικνυόταν σε «Μάνα του Ισραήλ», όπως υποστήριζε.
Εύλογα, καθώς η ποικιλόμορφη εβραϊκή κοινότητα καθίστατο η μεγαλύτερη εθνο-θρησκευτική ομάδα της πόλης, η Θεσσαλονίκη απώλεσε τον κυρίαρχο ρωμαϊκό-βυζαντινό χαρακτήρα της. Μάλιστα, καθ’ ομολογία Ισπανών μελετητών η Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα περισσότερο θύμιζε μικρογραφία της δικής τους κοινωνίας.
Αυτή -και όχι μόνο- είναι η «άγνωστη» Θεσσαλονίκη, η λησμονημένη· που πολλές ακόμα ιστορίες έχει να διηγηθεί…
Στο παρόν άρθρο δεν ήταν δυνατό να δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες. Στόχος ήταν να γίνει η αναγκαία εισαγωγή που θα επιτρέψει περισσότερο στοχευμένες προσεγγίσεις στο μέλλον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ξεχωριστή ενότητα της πόλης θα πρέπει να θεωρηθεί ο μαχαλάς των Φραγκολεβαντίνων.
[2] Στην πραγματικότητα διαμόρφωσαν τη δική τους διάλεκτο, γνωστή ως ρωμανιώτικα ή γεβανικά. «Γεβανικά» θα πει «των Ιώνων». Αυτό δεν προξενεί εντύπωση δεδομένου ότι και οι Τούρκοι αποκαλούν τους Έλληνες «Ίωνες» (Yunan). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα ρωμανιώτικα βλ. Πηγές Κειμένου, Νο 3.
[3] Για τους ανθρώπους του, το Βυζάντιο ονομαζόταν Ρωμαίων Πολιτεία ή Ρωμανία. Οι ίδιοι αποκαλούνταν Ρωμαίοι. Με την οθωμανική κατάκτηση, οι «Ρωμαίοι» διατήρησαν τη συνέχεια της ταυτότητάς τους ως Ρωμιοί, όπου «Ρωμιός» δήλωνε τον ορθόδοξο ελληνόφωνα που αναγνωρίζει ως πνευματική-θρησκευτική κεφαλή τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
[4] Το διάταγμα αφορούσε και τις περιοχές της Ν. Ιταλίας, τη Σικελία και τη Σαρδηνία όταν αυτές πέρασαν στον έλεγχο των ισπανών μοναρχών.
[5] Πρόκειται για την ισπανοεβραϊκή διάλεκτο. Η διάλεκτος αυτή είναι γνωστή και ως λαντίνο, ακριβώς γιατί γράφεται με χαρακτήρες του λατινικού αλφάβητου, ως απότοκο της μακρόχρονης αλληλεπίδρασης με την καστιλιάνικη γλώσσα.
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2
Πηγές κειμένου-ενδιαφέροντες σύνδεσμοι: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Mazower M., Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews 1430-1950, New York: Vintage 2006.