Κριτική για το The Gentlemen – The Gentlemen: Οι “Γκάνγκσ(τ)ερς” του Guy Ritchie
“If you wish to be the king of the jungle, it’s not enough to act like a king. You must be the king. There can be no doubt. Because doubt causes chaos and one’s own demise.”
– Mickey Pearson, στο έργο
Ακριβές μπριζόλες, φυτείες μαριχουάνα, fight porn. Σερς και γκάνγκστερς. Ευφάνταστες βωμολοχίες, γαντοφορεμένες ύβρεις, κουκουλωμένοι λεκτικοί διασπαθισμοί. Ατσαλάκωτα κοστούμια, ακατάπαυστη αφήγηση (“double bubble, darling”), slapstick χιούμορ, η ιρλανδική προφορά του Colin Farrell, ραπ και σφαίρες. Όλα όμως με έναν αέρα ευγένειας και σεβασμού, ευλάβειας, λες και ο άγραφος ηθικός κανόνας μεταξύ εγκληματιών οπλίζει χέρια, γκαρνταρόμπες και λεξιλόγια συνάμα. Κάθε ρούχο, κάθε βλέμμα και θάνατος επιφορτίζονται τη βαρύτητα του σκοπού, κάθε λέξη πυροδοτεί μία εξίσου ισχυρή πράξη: ειδάλλως πληρώνεται, αν όχι με αίμα τότε σίγουρα με δολάρια.
Το σενάριο
Πυκνό. Λιπαρό. Ντόμινο που στήνονται προσεκτικά (αλλά γρήγορα) για να πέσουν όλα μαζί στο τέλος.
Ο Guy Ritchie στο The Gentlemen ανακατεύει την πλοκή του Ocean’s 11 με το διάλογο του The Ladykillers, προσθέτοντας λίγη από την αισθητική του Kingsman και πασπαλίζοντας γενναιόδωρα με το μπαχάρι του (μάλλον προσφάτως εκλιπόντα από τη σκηνοθετική πάλη) Tarantino. Το αποτέλεσμα; Ορεκτικό, κυρίως πιάτο και επιδόρπιο για την τιμή του ενός: ένα χορταστικό κινηματογραφικό γεύμα που αποχαυνώνει το θεατή με τον πιο απαράμιλλο και ξεδιάντροπα ελκυστικό τρόπο: μια πολιορκία των αισθήσεων.
Κλείνοντας το μάτι σε μαφιόζικες γκάνγκστερο-σαλάτες, φλερτάροντας λίγο με τις ρομαντικοποιημένες νουαρ flicks των 80’s αλλά παρόλα αυτά προσφέροντας κάτι καινοτόμο και 100% Ritch(ie) σε ποιότητα, το The Gentlemen σε αρπάζει από το πρώτο λεπτό (με το σχεδόν καθηλωτικό Cumberland Gap του David Rawlings) και σε αφήνει στους τίτλους τέλους, χορτάτο, λίγο horny, και σίγουρα 25% πιο Τεξανό (αχεμ McConaughey αχεμ).
Η πλοκή
Η ερώτηση είναι η εξής: μπορείς να εμπιστευτείς έναν λίγο μεθυσμένο, εξαιρετικά flirtatious, post rom-com Hugh Grant που σου τρίβει σαγηνευτικά το μπούτι όσο μιλά για Ρώσους ολιγάρχες, παλιό σινεμά και ναρκωτικά; – μην απαντήσετε.
Ξεκινώντας, το έργο τραβά προς κάθε κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, και δίχως ντροπή. Είναι μια έκρηξη χαρακτήρων, αλληλοσυγκρουόμενων στυλιστικών απόψεων στη σκηνοθεσία και αφηγηματικών τεχνικών. Με δυο λόγια: Καλοντυμένοι μαφιόζοι. Με λίγα περισσότερα: Ένας Αμερικανός ομογενής (McConaughey) προσπαθεί να πουλήσει την εξαιρετικά κερδοφόρα αυτοκρατορία μαριχουάνας του στο Λονδίνο, πυροδοτώντας συνωμοσίες, σκευωρίες, σχέδια, δωροδοκίες και εκβιασμούς. Η πλοκή ξεχειλίζει με υλικό και πληροφορίες, φιλτράρεται ωστόσο από την αφήγηση του private eye Hugh Grant, ο οποίος προσπαθεί να εξηγήσει στον Charlie Hunnam (και σε εμάς) τι ακριβώς γίνεται. Έλα όμως που πέρα από πικάντικη όρεξη έχει και πικάντικη φαντασία.
Τα θέματα
Το The Gentlemen αποτελεί τρανταχτή απόδειξη της καθαρά ψυχαγωγικής ποιότητας που μπορεί να επιφορτιστεί ένα έργο του Guy Ritchie όταν αυτός όχι μόνο σκηνοθετεί αλλά γράφει ΚΑΙ τους διαλόγους του (όπως η χρυσή περίπτωση του The Snatch). Πέρα από την άκρως χορταστική βόμβα δράσης, χιούμορ και σιδερωμένων ρούχων, το The Gentlemen επιχειρεί να θυμίσει την ύπαρξη κανόνων και τάξης ακόμη και σε κόσμους όπως αυτός της Εμπορίας Ναρκωτικών, δίχως όμως και να προσποιείται ότι είναι κάτι πιο περίπλοκο ή εξεζητημένο, δίχως να ντρέπεται να προσφέρει γενναιόδωρες δόσεις βίαιης ικανοποίησης (και ενός σέξι middle-aged Hugh Grant).
Ο διάλογος
Ισορροπεί τη ζαργκόν του εκλεπτισμένου υποκόσμου και την (τεχνικά βαριά) νομενκλατούρα των οικονομικών με φιλοσοφικά ξεστρατίσματα και deadpan αστεία – συχνά αρθρωμένα με τη μασουλιστή προφορά του Matthew McConaughey (alright, alright, alright). Από την πρώτη λέξη του αφηγητή Hugh Grant είναι φανερό ότι ο Guy Ritchie έχει φέρει το ace game του, τόσο στο χιούμορ και τις πρωτότυπες ατάκες (“You melt!”) όσο και στο φιλικό banter μεταξύ χαρακτήρων. Φυσικά, δε λείπουν οι ακριβοζυγισμένοι Ταραντινισμοί και τα στοιχεία διαλόγου που, ενώ εκ πρώτης όψεων μοιάζουν ασυνάρτητα, βοηθούν στο world building και τη σφαιρικότερη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ο Ritchie καταφέρνει κάπως να γράψει μαφιόζικες, μάγκικες βρισιές και να τις κάνει να φαίνονται φυσικές και αβίαστες, μία πρόζα του υποκόσμου, μία ποίηση του παραβάτη.
Οι χαρακτήρες
Μια δόση True Detective, λίγη σάλτσα αμερικάνα, ένα καταματωμένο αμερικανικό όνειρο, χαρακτήρες του Kerouac που δε βρήκαν το Δρόμο, κλασάτοι κλαρινογαμπροί, στυλάτοι kingpins, προπονητές box με μητρικά ένστικτα και καρικατούρες Ασιατών και Ρώσων gang lords – ο μπουφές έχει λίγο από όλα.
Επί τροχάδην: O McConaughey ως σκληρός και calculating Michael Pearson θυμίζει την πιο περίπλοκη διαφήμιση Rolex ή ανδρικής κολώνιας που έχετε δει. Ο Charlie Hunamm ως Ray(Mondo) και το ήρεμο δεξί χέρι του Αρχιμαφιόζου Pearson είναι ένας χίπστερ με OCD που καθρεφτίζει τον Guy Ritchie irl. Η Michelle Dockery ως η βασίλισσα στο κάστρο του Michael, Rosalind Pearson, είναι ένα καλογραμμένο παράδειγμα δυναμικής γυναίκας που δε μοιάζει βεβιασμένο. Ο Jeremy Strong ως ο εβραίος αγοραστής, Matthew, είναι όσο metrosexually aloof του επιτρέπουν οι συνθήκες. O Henry Golding ως Dry Eye απλώς περνάει τέλεια και το δείχνει σε κάθε σκηνή. Επιτρέπουν επιτέλους στον Colin Farrell να χρησιμοποιήσει την ιρλανδική του προφορά, σε έναν ρόλο που θυμίζει το ρεαλιστικό counterpart του αρουραίου Splinter, του δασκάλου των Teenage Mutant Ninja Turtles στα καλύτερά του. Τέλος, η έκπληξη, η χρυσή αλλαγή στο 80’, το κερασάκι στην τούρτα, ο Hugh Grant είναι ένας sleazy ιδιωτικός ντετέκτιβ/επαγγελματίας κουτσομπόλης που φέρνει μαζί του μία ασταμάτητη δύναμη γοητείας, μετριασμένης παράνοιας και μπουρδολογίας.
Το πόρισμα!
Γεμάτο, μεστό, με μελετημένα ρίσκα, με καλοδιαρθρωμένο διάλογο και τα σωστά πρόσωπα στους σωστούς ρόλους, το The Gentlemen του Guy Ritchie είναι ένα εξαιρετικά δυσεύρετο και άφοβο θαυμαστικό(!), σε ένα Χόλιγουντ που τελευταία προτιμά συνεχώς τα αποσιωπητικά…
Πηγές Φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5, 6
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)