Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο θα αφήσει τον ενδιαφερόμενο με την εντύπωση ότι η Θεσσαλονίκη γνώρισε τρεις φορές άλωση και λεηλασία. Συχνά λησμονείται ότι η «συμβασιλεύουσα πόλη» κυριεύτηκε δύο φορές από τους Οθωμανούς.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε με συνοικισμό το 316/315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Παίρνοντας ως σύζυγο την ετεροθαλή αδελφή του Αλέξανδρου Γ’ του Μεγάλου, στην οποία και αφιέρωσε την πόλη, ο Κάσσανδρος θέλησε να δημιουργήσει δική του δυναστεία.
Στη σκιά των μεγάλων ανδρών; Θεσσαλονίκη: η άνασσα της Μακεδονίας
Βέβαια, εν τέλει ο οίκος του δε μακροημέρευσε και η μοίρα της Θεσσαλονίκης ακολούθησε αυτήν της ελληνιστικής Ανατολής. Ο ρωμαϊκός κλοιός στένευε ολοένα και το βασίλειο της Μακεδονίας υπήχθη στη ρωμαϊκή διοίκηση, σταδιακά από το 168 π.Χ. και, κατόπιν μιας ατυχούς εξέγερσης, οριστικά το 148 π.Χ. Σε όλα αυτά τα ταραχώδη γεγονότα, όπως και στα ακόλουθα χρόνια των ρωμαϊκών εμφυλίων, η Θεσσαλονίκη φέρεται να γλίτωσε τις οδυνηρές συνέπειες της αντίστασης και της αποστασίας. Η πόλη, ασφαλισμένη με τείχη, απέκρουσε επιδρομές «βαρβάρων» (Γαλατών, Γότθων κ.α.) και εξασφάλισε, χάρη στη θέσης της, την εύνοια των αυτοκρατόρων.
Ως τις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ., επομένως, η Θεσσαλονίκη έδειχνε πως ήταν σε θέση να αντέξει κάθε πολιορκία. Ο πολιούχος προστάτης της δεν την εγκατέλειψε ούτε απέναντι στα αβαροσλαβικά στίφη κατά τους 6ο και 7ο αιώνες, όπως μαρτυρούν οι διηγήσεις των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου.
Η πρώτη άλωση
Το 904, ωστόσο, οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η Θεσσαλονίκη ήταν ευάλωτη. Η ίδια η αυτοκρατορία διερχόταν μεγάλη δοκιμασία. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας Συμεών, ένας πρίγκιπας γαλουχημένος στην αυτοκρατορική αυλή, διεκδικούσε το στέμμα των Ρωμαίων για λογαριασμό του ιδίου και του λαού του. Απώτερος στόχος του ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Καθώς, λοιπόν, οι βυζαντινές δυνάμεις ήταν απασχολημένες στο Βορρά, τον Ιούλιο του 904 ένας αραβικός στόλος 54 πλοίων υπό τη διοίκηση του Λέοντα Τριπολίτη, ενός εξισλαμισμένου «Ρωμαίου« από την Αττάλεια της Μ. Ασίας, εισήλθε στον Ελλήσποντο πραγματοποιώντας παράκτιες επιθέσεις. Όμως, δεδομένου ότι η ναυτική αποστολή δεν ήταν αρκετή για να πλήξει τη βυζαντινή πρωτεύουσα, σύντομα κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, οι πληροφορίες που οι Άραβες είχαν στη διάθεσή τους έκαναν λόγο για μια εύκολη πολιορκία εφόσον το κέντρο βάρους αφορούσε τα παραμελημένα θαλάσσια τείχη.
Πράγματι, στις 29 Ιουλίου ο στόλος των Σαρακηνών βρισκόταν στον Θερμαϊκό κόλπο και πραγματοποιούσε κατά μέτωπον επίθεση. Όμως, η αντίσταση των Θεσσαλονικέων υπήρξε σθεναρή. Ιδιαίτερα κρίσιμη για την άμυνα της πόλης υπήρξε η επιστράτευση των ικανότατων Σλάβων τοξοτών από τις παρακείμενες σκλαβηνίες.
Τη δεύτερη μέρα οι επιτιθέμενοι άλλαξαν στρατηγική. Συγκεκριμένα, επεχείρησαν απόβαση προκειμένου να πλήξουν μια εκ των ανατολικών πυλών της Θεσσαλονίκης, ώστε να εισέλθουν από εκεί. Και μολονότι αρχικά φάνηκε να πετυχαίνουν τον στόχο τους, καταστρέφοντας την εξωτερική πύλη της Ρώμης (κοντά στο σημερινό Λευκό Πύργο), όμως οι υπερασπιστές πρόλαβαν να θωρακίσουν την εσωτερική.1
Κατόπιν αυτών, το σχέδιο της κατά θάλατταν επίθεσης επανήλθε, περνώντας πλέον στην τελική του φάση. Συγκεκριμένα, με τα πλοία τους ενωμένα σε ζεύγη, ώστε να υποστηρίζουν αυτοσχέδιους πύργους από κατάρτια, οι Άραβες βρέθηκαν ψηλότερα από τις πολεμίστρες των τειχών. Έτσι, μπορούσαν να πλήξουν από πλεονεκτικότερη θέση τον αντίπαλο. Πια οι όροι διεξαγωγής της μάχης αντιστράφηκαν. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη ότι, με τη νέα τους στρατηγική, οι Σαρακηνοί κατόρθωσαν να πατήσουν τα βυζαντινά τείχη την ίδια αυτή μέρα της 31ης Ιουλίου.
Ακολούθησε λεηλασία και πολλοί Θεσσαλονικείς πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ένας εξ αυτών υπήρξε και ο κληρικός που διασώζει τα γεγονότα της άλωσης και της προσωπικής του αιχμαλωσίας, Ιωάννης Καμινιάτης, στο έργο του Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης.
H πτώση που συντάραξε την αυτοκρατορία
Στην πραγματικότητα, η ήττα του 904 υπήρξε περισσότερο μια ατυχής στιγμή που είχε μικρό αντίκτυπο. Η Ρωμανία εξακολούθησε να είναι ακμαία και σύντομα σε θέση, με διπλωματία και με πόλεμο, αφενός μεν να υποτάξει τους Βούλγαρους, αφετέρου δε να ανακτήσει αραβικές επαρχίες.
Μεγαλύτερη πικρία άφησε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς στις 24 Αυγούστου του 1185. Και αυτή τη φορά η άλωση αποτέλεσε σύμπτωμα της φθίνουσας πορείας της αυτοκρατορίας, όπως καταδεικνύουν οι συνθήκες της ήττας. Τη σκυτάλη της περιγραφής ανέλαβε για ακόμα μια φορά ένας κληρικός, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, με το Ιστορικόν της Αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών.
Ο Ευστάθιος, ένας εξαιρετικά μορφωμένος και καταξιωμένος φιλόλογος, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, μέτοχος και ομοιοπαθής. Στην αφήγησή του επικρατεί έντονος υποκειμενισμός, με σαφείς μομφές προς επιφανή πρόσωπα, τα οποία καθιστά υπεύθυνα για την καταστροφή. Δε διστάζει, μάλιστα, να μιλήσει για προδοσία, παραθέτοντας στοιχεία. Το δίχως άλλο, ο συγγραφέας διακατέχεται από έντονη απογοήτευση για το γεγονός ότι η «συμβασιλεύουσα πόλις» αφέθηκε να πέσει σε χέρια αλλότριων. Εξάλλου, η περίοδος συγγραφής (Νοέμβριος 1185) ελάχιστα απέχει από τα ίδια τα γεγονότα (Αύγουστος 1185).
Ειδικότερα, ο Ευστάθιος αφήνει αιχμές για τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό -μια αμφιλεγόμενη ιστορικά προσωπικότητα- που ούτως ή άλλως στη λαϊκή συνείδηση της εποχής έμεινε γνωστός ως τύραννος. Ο Ανδρόνικος, με τις απηνείς διώξεις πολιτικών του αντίπαλων, συγγενών και μελών της ανώτερης τάξης εμπέδωσε ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας. Αυτό το κλίμα επέδρασε αρνητικά και στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, όπως θα καταδειχθεί ακολούθως.
Εντούτοις, τη μερίδα του λέοντος της κριτικής λαμβάνει ο εντεταλμένος για την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης, Δαβίδ Κομνηνός.2 Γενικότερα, στο Ιστορικόν της Αλώσεως, ο Ευστάθιος αναπαράγει την ευρεία αντίληψη περί προδοσίας και εφεκτικότητας και την έλλειψη αγωνιστικού πνεύματος από πλευράς Βυζαντινών. Εξίσου προκλητική υπήρξε η ευκολία με την οποία ο δούκας Ιωάννης Βρανάς είχε παραδώσει το Δυρράχιο στους Νορμανδούς, επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν ένα ισχυρό προγεφύρωμα, προκειμένου να επεκταθούν στη βαλκανική ενδοχώρα.
Ωστόσο, κατά τον συγγραφέα, η σκοπιμότητα του Δαβίδ υπερβαίνει κάθε προηγούμενο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας καταγγέλλει ότι ο Δαβίδ, στο πλαίσιο της καχυποψίας του προς τον Ανδρόνικο, εσκεμμένα εξαπάτησε τον ηγεμόνα του σχετικά με την πραγματική κατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Ουσιαστικά κατηγορεί τον Δαβίδ για στοχευμένη υπονόμευση της άμυνας της πόλης, με το σκεπτικό ότι μια οδυνηρή αποτυχία δε θα άφηνε ασυγκίνητο τον λαό και τους παράγοντες της Κωνσταντινούπολης: θα χρεωνόταν δε στον αυτοκράτορα προσωπικά .
Δεδομένων των παραπάνω και σύμφωνα πάντα με το Ιστορικόν της Αλώσεως, οι ενέργειες του υποτιθέμενου υπερασπιστή της Θεσσαλονίκης μάλλον ευνόησαν την άλωση παρά την απέτρεψαν. Είναι δε χαρακτηριστική η δήλωση του Ευστάθιου ότι αυτοκρατορικές δυνάμεις, στρατοπεδευμένες σε μικρή απόσταση από τη «συμβασιλεύουσα», δεν κινήθηκαν ποτέ προς υπεράσπισή της, εξαιτίας των παραπλανητικών αναφορών του στρατηγού. Τελικά, η άλωση της Θεσσαλονίκης σημάδεψε πράγματι και την πτώση του Ανδρόνικου, ο οποίος εκτελέστηκε με φρικιαστικό τρόπο από τον εξαγριωμένο όχλο (Σεπτέμβριος 1185).
Η «φραγκική» παρένθεση
Παρόλα αυτά, σημαντική τομή για τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη επήλθε με την κατάλυση της Ρωμανίας από τους «σταυροφόρους» του 1204. Η πόλη γνώρισε κι αυτή ξένη κυριαρχία, αποτελώντας έδρα ξεχωριστού βασιλείου, του λεγόμενου Λατινικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης του οίκου των Μομφερατικών, το οποίο υπήγετο στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Βέβαια, στο πλαίσιο της Λατινοκρατίας και μπροστά στο σοκ της απώλειας του κέντρου της αυτοκρατορίας, η παραδοσιακή ιστοριογραφία δεν προσμετρά την εν λόγω κατάληψη στις αλώσεις της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η ανάδυση έργων τοπικής ιστορίας αποκαθιστά και αυτή την πτυχή στη μακρόχρονη πορεία της πόλης.
Οι δύο τουρκικές αλώσεις
Μεταβαίνοντας στον πυρήνα του προβληματισμού, θα αποφύγουμε γεγονοτολογικές λεπτομέρειες. Η ένσταση που διατυπώθηκε εξαρχής έγκειται στο ότι συχνά λησμονείται πως η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Οθωμανούς Τούρκους δύο φορές.
Οι Οθωμανοί, έχοντας εδραιώσει τη θέση τους στη Θράκη ήδη από τη δεκαετία του 1360, βαθμιαία επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη Βαλκανική. Οι ενδοδυναστικές έριδες και οι αποσχιστικές τάσεις σε ό,τι είχε απομείνει από την πάλαι ποτέ κραταιά Ρωμανία, ήταν που προσκάλεσαν τους Τουρκομάνους της Μ. Ασίας σε ευρωπαϊκό έδαφος. Εν τέλει, ο Οθωμανός σουλτάνος αναδείχθηκε σε κορυφαίο πολιτικό παράγοντα, ικανό να ανεβοκατεβάζει βυζαντινούς αυτοκράτορες και να υπαγορεύει τους όρους του.
Όμως, η δράση του ημι-ανεξάρτητου Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου στη Θεσσαλονίκη ενόχλησε τον Μουράτ Α’. Για τον σουλτάνο ο Μανουήλ ήταν ο απείθαρχος γιος του νόμιμου αυτοκράτορα, Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, που σε αντίθεση με τον πατέρα του ακολουθούσε αντιτουρκική πολιτική. Ο Μουράτ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Μανουήλ προτού ισχυροποιήσει περαιτέρω τη θέση του στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Η Θεσσαλονίκη δείχτηκε επίθεση το 1383 και κατόπιν τετραετούς πολιορκίας αναγκάστηκε να ανοίξει τις πύλες της το 1387.
Παρά ταύτα, μια αδόκητη συνθήκη ευδόκησε, ώστε η «συμβασιλεύουσα» να επιστρέψει για λίγες ακόμα δεκαετίες στους Βυζαντινούς. Όταν πια ο Μανουήλ έγινε ο εστεμμένος κυβερνήτης της Ρωμανίας, ευτύχησε να δει τους Οθωμανούς να αναδιπλώνονται. Αιτία ήταν η επιδρομή των Μογγόλων του Ταμερλάνου στη Μ. Ασία, που επέφερε μεγάλη αναταραχή και λίγο έλειψε να προκαλέσει τη διάλυση του σουλτανάτου. Στο πλαίσιο αυτό, η Κωνσταντινούπολη, αντιστρέφοντας τους όρους, υποστήριξε τον δικό της ευνοούμενο για τον σουλτανικό θώκο. Σε αντάλλαγμα εξασφάλισε ορισμένες πόλεις και εδάφη, μεταξύ των οποίων και τη Θεσσαλονίκη.
Τα οφέλη, βέβαια, αποδείχτηκαν βραχύβια. Και αν η τακτική αυτή λειτούργησε μια φορά, δε συνέβη όμως το ίδιο και την επόμενη. Ο συνονόματος του τελευταίου επιθετικού σουλτάνου, Μουράτ Β’, κινήθηκε κατά αυτής της ίδιας της βυζαντινής πρωτεύουσας, εκδικούμενος την προτίμηση των «Ρουμ» προς τον ανταγωνιστή του. Βέβαια, ο αποκλεισμός έληξε σύντομα (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1422).
Ταυτόχρονα, όμως, δυνάμεις στάλθηκαν και στη Θεσσαλονίκη. Εκεί η πολιορκία ήταν επίμονη και, προκειμένου να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι αντίστασης, ο διοικητής της πόλης, Ανδρόνικος Παλαιολόγος, αποφάσισε να την παραχωρήσει στους Βενετούς, οι οποίοι εφεξής θα επωμίζονταν τα έξοδα της άμυνας και του εφοδιασμού της. Σε κάθε περίπτωση, οι Οθωμανοί είχαν την υπεροπλία. Εντούτοις, οριστικό και πλήρη έλεγχο της πόλης απέκτησαν μόλις το 1430.
Τα δραματικά γεγονότα παραδίδει ο Ιωάννης Αναγνώστης στο έργο: Διήγησις περί τῆς τελευταίας άλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη στους νεότερους χρόνους και στο σήμερα
Επί της ουσίας, μετά το 1430 η Θεσσαλονίκη δε γνώρισε πολιορκία. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου, τη χρήση της πυρίτιδας και των τηλεβόλων, η σημασία των τειχών στην υπεράσπιση μιας πόλης προοδευτικά υποβαθμίστηκε.
Ενδεικτική της αλλαγής των όρων διεξαγωγής του πολέμου προϊόντος του χρόνου ακόμα και στην «καθυστερημένη» Ανατολή είναι η απόφαση των οθωμανικών αρχών να κατεδαφίσουν τα θαλάσσια τείχη της Θεσσαλονίκης στο μεταίχμιο της εισόδου στη δεκαετία του 1870. Μοναδικό λείψανο αυτών από το 1911 μέχρι και σήμερα αποτελεί ο Λευκός Πύργος. Έτσι, όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Θεσσαλονίκη στις 27 Οκτωβρίου του 1912, αυτό συνέβη κατόπιν συνθηκολόγησης. Έκτοτε η Θεσσαλονίκη εισήλθε σε μια εντελώς διαφορετική εποχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Γίνεται λόγος για εξωτερική και εσωτερική πύλη γιατί είναι διαπιστωμένο ότι το ανατολικό (όπως και το δυτικό) τείχος της Θεσσαλονίκης περιέβαλε προτείχισμα. Ως εκ τούτου, οι πολιορκητές πέτυχαν να παραβιάσουν τον προστατευτικό περίβολο του ανατολικού τείχους, αλλά εμποδίστηκαν από το κυρίως τείχος.
- Την ίδια γνώμη για τον «στρατηγούντα» την Θεσσαλονίκη μοιράζεται και ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης.
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2, 3, 4
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Imber Colin, The Ottoman Empire, 1300-1650: the structure of power, Basingstoke, Hampshire; New York: Palgrave, 2002.
Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας (Δ’ Έκδοση): Θεσσαλονίκη 2001.
Μάνγκο Σίριλ, Μωυσείδου Γιασμίνα(επιμ.), Ιστορία του Βυζαντίου, Εκδόσεις Νεφέλη: Αθήνα 2006.
Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνα, Βυζαντινή Ιστορία: Γ’1 1081-1204, Αθήνα 2001.