«Ζούμε σε ένα νησί άγνοιας που βρίσκεται στη μέση μαύρων ωκεανών…Κάποια μέρα θα μας αποκαλυφθεί μια τόσο τρομαχτική πραγματικότητα που ή θα τρελαθούμε αντικρίζοντάς την ή θα επιστρέψουμε στην ασφάλεια ενός νέου μεσαίωνα».
-Χ. Φ. Λάβρκαφτ
Επιβίωση: το κίνητρο, ο στόχος, ο πυρήνας. Το αποτέλεσμα στο οποίο προσμένει κάθε άνθρωπος. Αποτελεί τη δραστηριότητα που ασκείται πλέον δίχως σκέψη ή συνειδητοποίηση, μια κατάσταση που υφίσταται και επιτυγχάνεται με την απλή διαιώνιση της ύπαρξης ενός ατόμου: μια αυτοεκπληρούμενη, αυτόνομη σταθερά. Δεν ήταν ωστόσο πάντα έτσι τα πράγματα. Διότι για τον άνθρωπο που δε ζει με τις ανέσεις που προσφέρει μια ανεπτυγμένη, μοντέρνα χώρα του σύγχρονου κόσμου, για εκείνον που αναρωτιέται συνεχώς αν θα ξημερώσει η νέα μέρα -για τον λαβωμένο αυτό στρατιώτη της ιστορίας- η επιβίωση δεν είναι δεδομένη. Κάθε άλλο, μάλιστα. Πασχίζει για αυτήν με κάθε ρανίδα της ενέργειάς του, ματώνει τώρα για να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να ξαναματώσει στο μέλλον: παλεύει να συνεχίσει την ύπαρξή του με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, και ας χύνονται οι ζαφειρένιες του φλέβες σε ωκεανούς που φούσκωσαν γενεές και γενεές ετοιμοθάνατων (αλλά απεγνωσμένων για ζωή) ανθρώπων. Επιβίωση, λοιπόν, ονομάζεται η ετικέτα που κουβαλά ο καθένας από εμάς στο πίσω μέρος του λαιμού του, μέσα από το δέρμα. Επιβίωση είναι η μηχανή που πυροδοτεί τη δράση. Καύσιμό της; ο φόβος, ένα εργαλείο που επιστράτευσαν ξανά και ξανά οι μάστορες του τρόμου στην λογοτεχνία -Πόε, Λάβκραφτ, Στόκερ, Μπάρκερ, Κινγκ. Πάντα, για τον ίδιο σκοπό: την προσέγγιση του αρχέγονου, του προπατορικού τρόμου.
Φόβος είναι η αίσθηση που προηγείται της εκδήλωσης του σοκ, είναι ο κρύος ιδρώτας της αναμονής, το απαλό γρατσούνισμα που καραδοκεί πριν το ξέφρενο, αδυσώπητο νύχιασμα. Θεμελιώνεται στο άγχος, την αγωνία, το σασπένς -στην ιδέα και μόνο της ύπαρξης του τρόμου. Ως εκ τούτου, ο φόβος είναι αυτός που αφυπνίζει στον άνθρωπο την εγρήγορση και επιφυλακή, οξύνει την παρατήρηση και τον εξοπλίζει με επαγρύπνηση προ του φαινομένου ή αντικειμένου που αυτός καλείται να αντιμετωπίσει. Αν σε καταστάσεις που η ζωή του όντως διατρέχει κίνδυνο, ο φόβος ξυπνά στον άνθρωπο το ένστικτο για επιβίωση, σε περιόδους νηνεμίας λειτουργεί για να διεγείρει την περιέργεια και να χαϊδέψει τα αυτιά του με τον ψίθυρο του ενδεχόμενου, του πιθανού και μυστηριώδους. Τι κρύβεται πίσω από το πέπλο; Γιατί η σκόνη χορεύει ενώ δεν υπάρχει αέρας στο υπόγειο; Από που πηγάζει αυτό το μονότονο νανούρισμα; Ο φόβος θέτει ερωτήσεις, τις οποίες έρχεται να απαντήσει ο τρόμος -άλλες φορές ήρεμα αλλά κατασταλτικά και άλλες με αχαλίνωτο μένος, καταπνίγοντας κάθε επικείμενη ερώτηση με την εκδήλωσή του.
Έτσι, εμφανίζονται πολλές και ποικίλες εκφάνσεις του τρόμου: ο ατμοσφαιρικός, ο οργανικός, ο υπερφυσικός, ο ψυχολογικός -διαφορετικά υπο-είδη προκύπτουν από τον συνδυασμό και τη σύνθεση των κυρίαρχων αυτών κατηγοριών. Ο Στίβεν Κινγκ κάποτε έκανε τον διαχωρισμό σε τρία είδη τρόμου: τον τρόμου τύπου splatter, τον τρόμο του αγνώστου και αυτόν που βασίζεται εξ ολοκλήρου στην διαστρέβλωση της καθημερινότητας, στην κύρτωση του ήδη γνωστού σε κάτι ελαφρώς πιο στραβό και σάπιο. Εκεί λοιπόν που ο οργανικός τρόμος εκδηλώνεται με την έκθεση του υποκειμένου σε περιεχόμενο βίας (αίμα, ανθρώπινα όργανα, ακρωτηριασμοί), ο ατμοσφαιρικός και ψυχολογικός τρόμος χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον τον φόβο για να διεγείρει το αρχέγονο συναίσθημα της παράλυσης, μιας παράλυσης που θα επέλθει αργά και όχι εκρηκτικά, συνήθως υπό την μορφή μιας υπόνοιας ή συνειδητοποίησης (όχι ένα απρόσμενο ουρλιαχτό στη μέση της νύχτας, παρά ένας παρατεταμένος μηχανικός βόμβος που ακούς μονάχα εσύ και κανένας άλλος). Στην ίδια αυτή τεχνική βασίζεται και ο υπερφυσικός τρόμος: ανοίγει το παράθυρο σε ένα τρομακτικό ενδεχόμενο, φροντίζοντας να μην αποσαφηνίσει που τελειώνουν οι γραμμές του οικείου και που ξεκινούν εκείνες του ανοίκειου.
Ο σύγχρονος μάστορας του τρόμου -Στίβεν Κινγκ– έχει χρησιμοποιήσει και συνδυάσει τα είδη αυτά δεκάδες φορές και σε δεκάδες διαφορετικές παραλλαγές στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του. Πάντοτε, όμως, αναζητά αυτό που θα ξενίσει τον αναγνώστη, αυτό που θα τον κάνει να αφήσει κάτω το βιβλίο και να διερωτηθεί: «Το γεγονός πως αυτά που διαβάζω δεν είναι πραγματικά, τα κάνουν όντως λιγότερο τρομακτικά;»
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)