Είναι οι παρακάτω απόψεις σχετικά με την Ελληνική Γλώσσα σωστές;
1. «Η Ελληνική είναι η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου».
Σωστό ή Λάθος;
2. «Οι πιο πολλές λέξεις στις άλλες γλώσσες προέρχονται από τα ελληνικά».
Σωστό ή Λάθος;
3. «Οι νέοι δεν μιλάνε σωστά ελληνικά διότι κάνουν γλωσσικά λάθη».
Σωστό ή Λάθος;
Αν απαντήσατε «Σωστό» σε έστω και μία από τις παραπάνω δηλώσεις τότε λυπάμαι… Είστε ο πιο αδύναμος κρίκος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή
Οι γονείς δεν θα σταματήσουν ποτέ να κάνουν παρατηρήσεις στα παιδιά τους για τους νεολογισμούς που χρησιμοποιούν. Οι δάσκαλοι και οι φιλόλογοι δεν θα σταματήσουν ποτέ να διορθώνουν αυθόρμητα τον μαθητή που λέει «στις μία» ή «Οκτώμβριος» ούτε αυτόν που βάζει αύξηση στην προστακτική.
«Σήμερα οι νέοι σκοτώνουν την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας και κατά συνέπεια τον πολιτισμό μας.»
Φράση που αν ζείτε σε ελληνόφωνο μέρος έχετε αναμφίβολα ξανακούσει. Κι όμως, μέσα σ’ αυτή τη χιλιοειπωμένη φράση μετράω ήδη τρεις ανυπόστατες δηλώσεις.
1ον: Είναι φύσει αδύνατον να σκοτώσει κανείς κάτι που είναι ήδη νεκρό.
Οι «φαν» της ελληνικής γλώσσας διατείνονται ότι οι νέοι όταν μιλούν φθείρουν τη γλώσσα των προγόνων τους. Η αρχαία ελληνική δεν μπορεί να φθαρεί στον προφορικό λόγο γιατί απλά δεν μιλιέται πια – η γλώσσα έχει δυναμική αλλαγής και εξέλιξης μόνο στον προφορικό λόγο. Έπειτα, αν η διαφορά της νεοελληνικής γλώσσας από μία πρότερη μορφή της θεωρείται φθορά, τότε οφείλω να παραθέσω τον νόμο της φυσικής επιλογής. «Επιβιώνει το είδος που καταφέρνει να προσαρμοστεί στο εκάστοτε περιβάλλον». Αντίστοιχα, κατά το κλισέ «η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός», η γλώσσα προσαρμόζεται στις ανάγκες των ομιλητών της. Φυσικά η γλώσσα μπορεί να είναι ζωντανός οργανισμός, όχι όμως σκεπτόμενος και ικανός να πάρει αποφάσεις. Καθορίζεται, ρυθμίζεται και αλλάζει από τους ομιλητές. Η κάθε αλλαγή ξεκινά από ένα μικρό ολίσθημα (ή και μεγαλύτερο αν είσαι ο Φατσέας απ’ το καφέ της Χαράς). Το ολίσθημα γίνεται συνήθεια, η συνήθεια γίνεται προφορικός κανόνας και τελικά ο προφορικός κανόνας γράφεται στα λεξικά και στις γραμματικές.
2ον: Ο μόνος τρόπος να «σκοτώσει» την ελληνική γλώσσα ένας ομιλητής της είναι να επιβάλει σε κάθε ελληνόφωνο στον κόσμο να μιλά κάποια άλλη γλώσσα, ή απλώς να τους σκοτώσει όλους…
Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι σίγουρα πιο ρεαλιστικό. Είδαμε γλώσσες να εξαφανίζονται επειδή οι Ευρωπαίοι άποικοι επέβαλαν τη δική τους γλώσσα, όμως η διαδικασία αυτή χρειάζεται αιώνες. Από την άλλη είδαμε γλώσσες να επιβιώνουν παρά την επικράτηση της γλώσσας των κατακτητών ως επίσημη γλώσσα της περιοχής, τα Guarani στην Ουρουγουάη για παράδειγμα, και λίγο πιο κοντά μας… τα ελληνικά στην Κύπρο επί Αγγλοκρατίας.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι κοινωνιογλωσσικές έρευνες που έγιναν τόσο σε διάφορες αποικίες όσο και σε διαφορετικές ταξικές ομάδες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα από διακεκριμένους επιστήμονες όπως ο William Labov ή ο Basil Bernstein.
Ο Ομιλητής που χρησιμοποιεί μία γλώσσα δεν τη φθείρει, την εξελίσσει. Ο δεκαπεντάχρονος gamer που θα γκρινιάξει στον μπαμπά του διότι η σύνδεση του ίντερνετ «λαγκάρει», και όχι επειδή «διακόπτεται» ή «κολλάει», ξέρει πολύ καλά τη σημασία των λέξεων «διακόπτω» και «κολλάω». Αναφέρεται σε μία νέα κατάσταση και δημιουργεί μια νέα λέξη για να περιγράψει μια νέα έννοια. Αυτό αφενός υποδηλώνει φαντασία και δημιουργικότητα εκ μέρους των νέων και αφετέρου αποδεικνύει ότι η γλώσσα είναι πέρα για πέρα ζωντανή. Αν μια ομιλούμενη γλώσσα χάσει το στοιχείο της παραγωγικότητας, της δημιουργίας δηλαδή νέων λέξεων και κανόνων, τότε είναι που θα βρίσκεται στην εντατική περιμένοντας τον τελευταίο ομιλητή της να πεθάνει τραβώντας μαζί και τον δικό της αναπνευστήρα.
3ον: Το συμπέρασμα ότι η φθορά της γλώσσας έχει ανάλογη επιρροή στον πολιτισμό δεν βασίζεται σε κανέναν ορθό συλλογισμό.
Η γλώσσα, όπως προείπαμε, εξελίσσεται με βάσει τις ανάγκες των ομιλητών της. Κανένας αρχαίος φιλόσοφος δεν αποφάσισε να γράψει επειδή θεώρησε ότι η γλώσσα του είναι πολύ ωραία και πρέπει να την αφήσει κληρονομιά στους απογόνους του και κανένας γλωσσικός περιορισμός δεν εμπόδισε τους αρχαίους Ινδούς από το να φιλοσοφήσουν. Ο Πλάτωνας θα έγραφε την «Πολιτεία» είτε μιλούσε Σουηδικά είτε μιλούσε Φαρσί.
Είναι αδύνατον να μετρήσουμε ποια είναι «η πιο πλούσια γλώσσα».
Η γλώσσα, η κάθε γλώσσα, έχει πολλά επίπεδα να μελετήσει κανείς. Αν θέλουμε να ορίσουμε μία γλώσσα ως «πλούσια» λοιπόν, πρέπει να ορίσουμε ως προς τι είναι πλούσια. Διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο, πλούσια κλιτική μορφολογία, πολλά και διαφορετικά φωνήματα; Κι αν διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο σε ποιου τύπου λεξιλόγιο αναφερόμαστε; Στο φιλοσοφικό; στις ονομασίες φυτών, στους τεχνολογικούς όρους; Πράγματι η γλώσσα μας διαθέτει έναν λεξιλογικό πλούτο σε κάποιες θεματικές κατηγορίες που έτυχε να αναπτυχθούν στον ελληνόφωνο χώρο όπως είναι οι όροι που αφορούν τη φιλοσοφία ή το σουβλάκι. Αντίστοιχα τα Λιθουανικά διαθέτουν περισσότερα φωνήματα (διακριτούς ήχους) από κάθε άλλη καταγεγραμμένη γλώσσα αφού μετρά 12 διαφορετικά φωνήεντα και 47 σύμφωνα όταν η κοινή ελληνική διαθέτει κάτω από 35 φωνήματα.
Μελετώντας τη γλώσσα ως επιστημονικό πεδίο, και πόσο μάλλον την ελληνική γλώσσα και την εξέλιξή της, είναι πραγματικά δύσκολο να αποτινάξουμε όλα τα ιδεολογήματα, τους μύθους δηλαδή, που μας πέρασε η τυπική εκπαίδευση σχετικά με την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής. Λόγω της εκτίμησης απέναντι στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό συνδέσαμε άρρηκτα το κύρος της γραμματείας με το κύρος της γλώσσας των αρχαίων Ελλήνων. Στην σύνδεση αυτή οφείλεται και η χρήση αρχαίων ελληνικών, όπως και λατινικών αντίστοιχα, ριζών στο «βάπτισμα» νέων επιστημονικών όρων κατά την περίοδο της αναγέννησης και του διαφωτισμού. Οι λέξεις αυτές δεν είναι δάνεια από την ελληνική γλώσσα, χρησιμοποίησαν απλώς αρχαιοελληνική ρίζα για να φτιάξουν αγγλικές, γαλλικές ή λατινικές λέξεις τις οποίες αργότερα δανειστήκαμε και τελικά ελληνοποιήσαμε, τέτοιες λέξεις είναι π.χ. το psychology, geology κτλ.
Μέτρον Άριστον στα Γλωσσικά Λάθη
(Ή μήπως “Πάν Μέτρον Άριστον”;)
Τις τελευταίες δεκαετίες κάνουμε ως κοινωνία σταθερά βήματα ώστε να καταργήσουμε τους μύθους που φτιάχτηκαν για τη γλώσσα μας λόγω της ανάγκης δημιουργίας μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας. Παρόλα αυτά η πλειονότητα του πληθυσμού στον ελληνόφωνο χώρο παραμένει με τις στρεβλές αντιλήψεις που υιοθέτησε από το σχολείο και τα μέσα μαζικής Ενημέρωσης και ενδέχεται να μην αντιληφθεί ποτέ τις αντικειμενικές θέσεις που εκμαιεύει η γλωσσολογία με τη χρήση της επιστημονικής μεθόδου.
Το γενικό συμπέρασμα της ημέρας είναι πως το «γλωσσικό λάθος» οδηγεί στη «γλωσσική εξέλιξη» έτσι την επόμενη φορά που θα σας διορθώσει κάποιος μπορείτε να του αντιγυρίσετε ότι είστε ένα βήμα μπροστά. Βέβαια αυτό που λέμε από συνήθεια “σωστή χρήση της γλώσσας” τις πλείστες φορές κάνει το λόγο μας κάπως πιο… εύηχο. Ας μην σνομπάρουμε πλήρως τη γραμματική…
Οι θέσεις βέβαια έναντι των ιδεολογημάτων δεν μπορούν να καταρρίψουν το γεγονός ότι είμαστε τυχεροί που μπορούμε να διαβάσουμε Κωνσταντίνο Καβάφη, Μ. Καραγάτση και Ευγένιο Τριβιζά στο πρωτότυπο, ούτε ότι καταλαβαίνουμε τους στίχους πάνω απ’ τις νότες που παίζει το μπουζούκι.
Πηγές Φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5
Το κείμενο γράφτηκε από την Άρτεμις Στυλιανού (Lavart)