Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Να ξεκινήσω από κάτι που διάβασα στο βιογραφικό σου, ότι έχεις σπουδάσει μαθηματικά.
Περικλής Χούρσογλου – Ναι, και πρώτη φορά ήρθα στη Θεσσαλονίκη το ΄73. Μπήκα στο Πανεπιστήμιο απλά για να φύγω από το σπίτι. Είχα βάλει πρώτη επιλογή τη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να φύγω από την Αθήνα. Αυτό στάθηκε αφορμή για να γίνω κινηματογραφιστής. Μάλιστα, είχα πάει στο Θέατρο Τέχνης και είχα δει τον ίδιο τον Κουν και του είπα ότι θέλω να σπουδάσω πρώτα μαθηματικά, αλλά μετά θέλω να έρθω στο Θέατρο Τέχνης. Και μου λέει: «Θες να γίνεις ηθοποιός;». Λέω: «Όχι, σαν παρατηρητής». Και μου λέει: «Δε γίνεται έτσι παιδί μου, άμα θες να γίνεις ηθοποιός, τότε μπορείς να ‘ρθεις.». Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στο Μαθηματικό και έτυχε να συγκατοικήσω με άλλα δύο άτομα. Ο ένας από τους συγκατοίκους μου αγαπούσε πολύ το σινεμά. Αυτό σιγά σιγά με γύρισε από το θέατρο προς τον κινηματογράφο. Τελειώνοντας το πρώτο έτος έκανα αίτηση για μεταγραφή στην Αθήνα, γιατί η μοναδική σχολή κινηματογράφου που υπήρχε τότε στην Ελλάδα ήτανε του Σταυράκου. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα εκεί ήταν ο Παντελής Βούλγαρης, που έμελλε αργότερα να δουλέψω μαζί του στο ντουμπλάζ του ήχου για το Happy Day το 1975.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Όσο, όμως, παρακολουθούσες τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο δε σε κατέτρωγε ο πόθος για την τέχνη;
Περικλής Χούρσογλου – Όταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να σπουδάσω στη σχολή του Σταυράκου δεν είχε υποχρεωτικές ώρες το Μαθηματικό, οπότε πια δεν πήγαινα καθόλου. Στον τρίτο χρόνο του Σταυράκου δούλευα παράλληλα. Είχα πιάσει δουλειά στην ΕΡΤ, σε μια εκπομπή που έκανε κάθε μεσημέρι.
Τις περισσότερες φορές το γέλιο βγαίνει
μέσα από τον πόνο. Σκέψου τους κωμικούς.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Τοτό, ο Βέγγος…
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Οι μαθηματικές σπουδές κατά πόσο σε επηρέασαν στη σκηνοθεσία;
Περικλής Χούρσογλου – Νομίζω ότι κάτι που το διδάσκεσαι για δώδεκα χρόνια στο σχολείο και ένα αρκετό χρονικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο σε διαμορφώνει και σε επηρεάζει ως άνθρωπο. Ας πούμε μία ταινία μικρού μήκους που έκανα, το Τυφλό Σύστημα έχει τη δομή ενός θεωρήματος. Και στα μαθηματικά όταν θες να λύσεις μια άσκηση ή όταν αποδεικνύεις ένα θεώρημα, ξεκινάς από κάπου και κάπου καταλήγεις. Αυτό μοιάζει με το πώς αφηγούμαι μια ιστορία. Ένας χαρακτήρας από κάπου ξεκινάει και κάπου καταλήγει, αναμφίβολα δηλαδή τα μαθηματικά με έχουν επηρεάσει.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Τα θετικά μυαλά, όπως εσύ, πόσο εύκολα μπορούν να ενσωματωθούν στο χώρο της τέχνης;
Περικλής Χούρσογλου – Είναι πολύ κοντά στη φιλοσοφία και τα δύο. Δεν ξέρω, βέβαια, πώς αυτή η φιλοσοφία μπαίνει μέσα στη δομή μιας ταινίας. Και μάλιστα επειδή γράφω και τα σενάρια, φαντάζομαι ότι μπαίνει και μέσα στην ιστορία, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι μαθηματικά. Θυμάμαι ότι όταν έγραψα την πρώτη ταινία, το Λευτέρη Δημακόπουλο δεν ήξερα πώς γράφουμε ένα σενάριο, και στην Ελλάδα δεν είχανε κυκλοφορήσει αντίστοιχα βιβλία. Σκεφτόμουν ότι ο τρόπος που γράφω ένα σενάριο έχει να κάνει με κάτι που θέλω να πω, με αυτό που βλέπω γύρω μου, με την κοινή λογική. Μέσα σε αυτή την κοινή λογική, λοιπόν, την αλληλουχία των κοινών γεγονότων, φαντάζομαι ότι υπάρχουν τα μαθηματικά.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Σε σχέση με το δίπτυχο ψυχή και τέχνη πιστεύεις ότι έχει λειτουργήσει αρνητικά η προσκόλληση στο συναίσθημα τόσα χρόνια;
Περικλής Χούρσογλου – Φαντάζομαι ότι η τέχνη κάνει κύκλους. Άλλες φορές είναι πιο κοντά στη ζωή, άλλες φορές είναι πιο στυλιζαρισμένη, άλλες φορές είναι πιο αμπστρέ, άλλες φορές είναι πιο πραγματική. Γιατί βγήκε αυτό που λέμε γενιά του ’30; Γιατί βγήκε ο Νεοελληνισμός στον κινηματογράφο; Πώς συνδέεται ο γερμανικός Εξπρεσιονισμός με τη γέννηση του Φασισμού; Όταν σκέφτεσαι να κάνεις ένα φιλμ ή να γράψεις ένα σενάριο δεν υπολογίζεις τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Διαμορφώνεις εν πρώτοις την ιστορία από την ψυχή σου και από την κοινή λογική και μετά, όταν κάνεις rewriting, δηλαδή όταν διορθώνεις το κείμενό σου, τότε αρχίζεις και ζυγίζεις καλύτερα πράγματα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Παρά, λοιπόν, το ότι τώρα σε συναντούμε με αφορμή μια θεατρική σκηνοθεσία -του κάτω Παρθενώνα– έχεις σκηνοθετήσει ως επί το πλείστο ταινίες. Τολμώ να πω, μάλιστα, ότι και ο Παρθενώνας είναι κατά κάποιο τρόπο κινηματογραφικά σκηνοθετημένος.
Περικλής Χούρσογλου – Βασικά, σκηνοθέτης του κινηματογράφου είμαι. Ναι, ισχύει σε ένα βαθμό, αναμφίβολα. Αυτό το μέσο ξέρω καλά. Βοηθήθηκα στο έργο από τη δομή κινηματογραφικής ταινίας.Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Αντιλαμβάνομαι ότι τάσσεσαι υπέρ του ρεαλισμού και του ρεαλιστικού τρόπου γραψίματος.
Περικλής Χούρσογλου – Και ναι και όχι. Σίγουρα το πρώτο βήμα είναι ο ρεαλισμός. Δε νομίζω ότι υπάρχει σκηνοθετική οδηγία «Παίξε μπουφόνικα!». Τις περισσότερες φορές το γέλιο βγαίνει μέσα από τον πόνο. Σκέψου τους κωμικούς. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Τοτό, ο Βέγγος… Ο Σαββόπουλος λέει σε ένα τραγούδι του: «Μα ποιος τα εξαίσια ανέκδοτα σκαρώνει;». Και λέει ότι τα ανέκδοτα βγαίνουν από τις φυλακές, από τα αναμορφωτήρια, από τα τρελάδικα, από τον πόνο. Οπότε το πρώτο επίπεδο του κωμικού είναι σίγουρα ο ρεαλισμός.Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Γιατί υπάρχει ως σκηνικός χώρος η παλαίστρα στον κάτω Παρθενώνα;
Περικλής Χούρσογλου – Θα σου διαβάσω ένα κείμενο της Κάρολ Όουτς. Η ιδέα του ρινγκ ξεπήδησε αρκετά νωρίς, επειδή σε κάποιο σημείο ο ένας από τους δύο ήρωες είναι δεμένος σε μια καρέκλα και ο άλλος στέκεται από πάνω του με ένα μαχαίρι. Αυτό μου θύμισε το στρίμωγμα ενός αγώνα μποξ. Μετά βρήκα μία συνέντευξη που δίνει η πολύ σημαντική Αμερικάνα συγγραφέας, Τζόυς Κάρολ Όουτς σε μια εκπομπή. Λέει, λοιπόν, ο οικοδεσπότης: «Έχεις γίνει ειδική στο θέμα του μποξ γράφοντας για αυτό το θέμα, και δύο από τις παρατηρήσεις σου μου έμειναν στο μυαλό: Η μία είναι ότι το μποξ, πρωτίστως είναι για να πονέσεις εσύ και όχι για να προξενήσεις τον πόνο στον άλλο». Η Όουτς συνδέει το μποξ με κάτι πολύ πρωτόγονο και πολύ βαθύ σαν μια αρχαία τελετουργία και τη συγκρίνει με την αρχαία τραγωδία. Αυτό που αναζητούνε οι μεγάλοι μποξέρ είναι να πάνε όλο και πιο πέρα το όριο του πόνου. Ο Μοχάμεντ Άλι είχε κερδίσει όλα τα ματς, δεν υπήρχε πια αντίπαλος, αλλά αυτός συνέχισε να παίζει μέχρι που κάποιοι γιατροί του παραιτήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Λέει η Όουτς: «Έχω γράψει πολλά σχετικά με το μποξ, έχω πει πολλά διαφορετικά πράγματα για το μποξ, και τα αισθήματά μου γι’ αυτό έχουν πιθανώς εξελιχθεί με διάφορους τρόπους. Είναι αρκετά περίπλοκο… Δε σκέφτηκα ποτέ το μποξ ως ένα άθλημα… θεωρώ το μποξ περισσότερο ως θέατρο, το θέατρο της σκληρότητας, ένα είδος πολιτισμικού δράματος, σχεδόν σαν την τραγωδία, την [αρχαία] ελληνική τραγωδία. Ποτέ δεν το σκέφτηκα σαν άθλημα […]».
Συμπάσχω με τους ήρωές μου.
Το ταξίδι του συγγραφέα είναι παράλληλο
με το ταξίδι του ήρωα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Στην παράσταση που παρακολούθησα, καθόσουν μερικές θέσεις πιο δίπλα και πρόσεξα ότι δε σταμάτησες να γελάς με την ψυχή σου σε όλη τη διάρκεια. Θέλω να σε ρωτήσω… κάθε φορά, πρώτη φορά;
Περικλής Χούρσογλου – Ναι, και με τις ταινίες το ίδιο συμβαίνει. Ας πούμε χθες χρειάστηκε να δω ξανά τον Κύριο με τα Γκρι. Κάθε φορά με συγκινούν άλλα πράγματα, κάθε φορά με κάνουν και γελάω άλλα πράγματα. Ο κάτω Παρθενώνας, βέβαια, είναι μια φρέσκια παράσταση, και επίσης δεν παίζουν όμοιοι ηθοποιοί. Είναι δύο διαφορετικής στόφας ηθοποιοί. Από το casting ακόμα έβγαινε ένα στοιχείο σύγκρουσης.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Συμπάσχεις με τους ήρωες σου; Τους συμπαθείς;
Περικλής Χούρσογλου – Λένε ότι ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να γράψει μια ιστορία ζει ένα ταξίδι παρόμοιο με το ταξίδι του ήρωα. Ο ήρωας θέλει κάτι, και ο συγγραφέας θέλει να γράψει ένα βιβλίο, ο ήρωας συναντάει κάποιο εμπόδιο και ο συγγραφέας συναντάει κάποια άλλα εμπόδια, ο ήρωας μετά ξεπερνάει αυτά τα εμπόδια και ο συγγραφέας βρίσκει ένα τρόπο να γράψει και ξεπεράσει τα πρώτα εμπόδια, και κάποια στιγμή ο ήρωας φτάνει σε ένα σημείο ζωής ή θανάτου, και ο συγγραφέας σκέφτεται αν θα τα παρατήσει ή αν θα προχωρήσει. Το ταξίδι του συγγραφέα είναι παράλληλο με το ταξίδι του ήρωα. Ναι, λοιπόν, συμπάσχω.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Μοιάζουνε, παρά τις διαφορές τους, ο χρηματιστής με τον κλοσάρ;
Περικλής Χούρσογλου – Ναι, κι αυτός είναι ο λόγος που ο Μηνάς Βιντιάδης επέμενε να έχουν το ίδιο όνομα, ενώ εγώ ήθελα να είναι διαφορετικά τα ονόματά τους. Ο Βιντιάδης ήθελε να λέγονται και οι δύο Μιχάλης. Στο τέλος πρώτη φορά ακούγονται τα ονόματα. Λέει: «Πώς σε λένε;». «Μιχάλη». «Εσένα;». «Μιχάλη».
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – ‘Οταν γράφεις σκηνοθετείς παράλληλα;
Περικλής Χούρσογλου – Νομίζω ναι. Ειδικά όταν έγραφα το Λευτέρη Δημακόπουλο ξύπναγα κάθε πρωί στις οχτώ επί οχτώ μήνες, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιούνιο, έκανα λίγη γυμναστική, έτρωγα κάτι και στις εννιά ξάπλωνα στο κρεβάτι, έκλεινα τα μάτια και άρχιζα να λέω ξανά και ξανά την ιστορία που ήθελα να γράψω και το είχα μάθει το κείμενο απ΄ έξω. «Ένα χέρι χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Ένα στεφάνι χριστουγεννιάτικο διακοσμητικό επάνω στην πόρτα. Η πόρτα ανοίγει.» Θυμάμαι και τις περιγραφές, όχι μόνο τους διαλόγους. Ο φίλος του Λευτέρη, τον έβλεπα! Πολλές φορές, ακόμα και σε σκηνές που δεν ήταν συγκινητικές, συγκινιόμουν πολύ. Μάλιστα, ο Φλάισερ μου είχε πει κάποια στιγμή καθώς μιλούσαμε: «Αυτό μοιάζει σα μάντρα που λες ξανά και ξανά τις προσευχές. Στο Άγιον Όρος λένε την ίδια προσευχή Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον… και κάτι πνευματικό βγαίνει από αυτή τη διαδικασία. Αυτός είναι ο τρόπος που μπαίνουνε μέσα σε ένα συναίσθημα οι ηθοποιοί, λέγοντας ξανά και ξανά τα λόγια. Όμως, να έχεις υπόψη σου ότι ένας συγγραφέας δεν πρέπει να νοιάζεται για το πώς θα συγκινηθεί ο ίδιος, αλλά πώς θα συγκινήσει το κοινό». Δεν το κατάλαβα τότε. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι είναι μία πολύ σωστή κουβέντα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Ως διδάσκων στο Τμήμα Κινηματογράφου έρχεσαι σε άμεση επαφή με τη νέα γενιά κινηματογραφιστών. Πώς βλέπεις το υλικό που υπάρχει; Είναι ελπιδοφόρο;
Περικλής Χούρσογλου – Το πιο ελπιδοφόρο πράγμα στο Τμήμα είναι τα νέα παιδιά και μάλιστα γι’ αυτό διαλέγω να κάνω μάθημα στο πρώτο και στο δεύτερο έτος. Λεφτά δεν έχουμε, εγκαταστάσεις δεν έχουμε, θέρμανση δεν έχουμε, αλλά έχουμε ένα σπουδαίο πράγμα: Παιδιά που θέλουν να κάνουν σινεμά και πολλά από αυτά είναι πολύ ταλαντούχα.
Και μπορώ να πω ότι όταν κάνω μάθημα πολλές φορές, μου δίνει τόση χαρά όση ένα καλό γύρισμα. Συνδέομαι πάρα πολύ έντονα είτε με τα παιδιά της τάξης είτε με το συνεργείο και τους ηθοποιούς μιας ταινίας.
Συνέντευξη: Άννα Ηλιαδέλη (Lavart)
Φωτογραφίες: Σοφία Γκορτζή (Lavart)